Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

LOCK DOWN, ΑΓΧΟΣ ΚΙ ΕΦΗΒΕΙΑ


LOCK DOWN, ΑΓΧΟΣ ΚΙ ΕΦΗΒΕΙΑ

«Δεν είναι τιποτα, δεν εχετε ουτε πρησμενο αδενα, αγχος εχετε» απεφανθη η γιατρος μεσα            από τη μασκα της και απομακρυνε τα γαντοφορεμενα, λεπτα της χερια από το λαιμο μου.
«Και αυτος ο κομπος…αγχος, ε?» ρωτησα ακολουθωντας τη στο γραφειο της.
Εγνευσε «ναι» και μου χαμογελασε απολογουμενη που δε μπορει να με χαιρετισει δια χειραψιας,
«Είναι η κατασταση τετοια βλεπετε…»                                                              
«Ναι,ναι καταλαβαινω, μην ανησυχειτε…»

Περπατωντας προς το αυτοκινητο-δεν ειχα ορεξη να παω με τα ποδια αν κι ηταν κοντα-σκεφτομουν πώς στο καλο εφτασα να νιωθω έναν τετοιο κομπο στο λαιμο που να με ενοχλει σχεδον ολη τη μερα απλα και μονο από το αγχος.

Βεβαια, εγω συγκεκριμενα δε θα επρεπε να το αναρωτιεμαι αυτό.
Στο παρελθον εχω περασει δια πυρος και σιδηρου με το θεμα «αγχος» και «στρες», με δυσβασταχτες φοβιες για τους δικους μου, για τα παιδια μου και για μενα και αν μη τι άλλο εχω περασει                  από καταστασεις που ναι μεν με γονατισαν αλλα μου εδωσαν και την ευκαιρια να ψαξω πολύ              την ψυχη μου-και το θεμα της ψυχης,της Ψυχολογιας και της Ψυχαναλυσης ειδικοτερα.
Πρωτον, όμως, αυτά συνεβησαν στο μακρινο παρελθον και δευτερον ποτε μα ποτε των ποτων             δεν ειχα ψυχοσωματικα. Ποτε.
Μιλουσα πολύ για τα αγχη και τις φοβιες μου,ειχα κι εχω καλους φιλους, μου σταθηκαν,δεν εκρυβα τιποτα, ολοι  ηξεραν τι περνουσα, δεν παριστανα κατι άλλο από αυτό που ημουν κι ισως γι΄αυτό ακριβως, επειδη δηλαδη δεν το «εθαβα», δε μου ειχε ξεσπασει σε ψυχοσωματικο ποτε.
Αρα τι?

Τωρα «το θαβω?»

Ναι, μπορει,γιατι πρεπει να "κρατησω", οσο κραταει αυτό,για τον εαυτο μου και τα Daltons.

Απ΄την άλλη, υπαρχει και κανεις που δε στρεσαρεται αυτον τον καιρο, χωρις να ειναι λοβοτομημενος?


Το βραδυ, αργα,
παρα το μανιασμενο αερα
που λυσσαγε εκει εξω,
πηρα τους δρομους. Ολομοναχη.

Με βολευε που φυσαγε τοσο πολυ
γιατι δε θα αναγκαζομουν να σκαω από τη ζεστη  με το περπατημα και να καταληγω παλι  
να κουβαλαω το μπουφαν στα χερια από τα μισα της διαδρομης κινδυνευοντας να μου πεσουν 
από τις τσεπες διαφορα.
 Ετσι πρεπει να εχασα την αστυνομικη μου ταυτοτητα, θα μου ΄πεσε από το μπουφαν κι ετσι τωρα κυκλοφορω με την πολυτεκνικη ή της Ενωσης Συντακτων που πολύ αμφιβαλλω αν θα «περασουν» σε περιπτωση ελεγχου.

Οποτε φυσαει τοσο πολύ θυμαμαι μια συνετευξη της Ολυμπιας Δουκακη, της μεγαλης αυτης ηθοποιου που εχει κανει καριερα στην Αμερικη.
Την ειχαν ρωτησει αν φοβαται το θανατο κι ειχε απαντησει «Λυπαμαι για όλα αυτά που θα αφησω όταν φυγω.»  Και μεταξυ αλλων ειχε αναφερει τον ανεμο.

«I love the wind…» ειχε πει με ονειροπολα φωνη και στο πλανο θυμαμαι εδειχνε ένα δεντρο 
που του πηγαινοφερνει τα κλαδια ο αερας, στην κορυφη ενός λοφου.
Δεν ξερω γιατι μου εμεινε τοσο πολύ αυτή η ατακα, μαλλον γιατι κι εγω αγαπω τον ανεμο, 
κυριως το Χειμωνα μιας και το Καλοκαιρι δεν τολμαμε να τον αγαπησουμε, συνηθως προμηνυει πυρκαγιες,απαγορευτικο αποπλου, τιποτα ευχαριστο.
Βεβαια το φετινο Καλοκαιρι ο αποπλους μαλλον θα είναι δυσκολος από πολλες αποψεις.

«Να βαλω τα μεταξωτα και να φυσαει, στα εργοστασια μπροστα και στα σκουπιδια πλαι…» τραγουδουσα από μεσα μου βαδιζοντας στην αποκοσμη ησυχια της νυχτας και της καραντινας.

Τα παραθυρα στα σπιτια φωτισμενα.
 Η Μελινα Κανα αντικατασταθηκε συντομα στ΄αυτια μου από τους Pink Floyd, “Hello,is there anybody in there…” αν και στην πραγματικοτητα το αντιθετο αναρωτιομουν: “is there anybody out there?”

Ψυχη δεν περνουσε. Ουτε καν αδεσποτο σκυλι.
 Μονο ο ανεμος ακουγοταν που σφυριζε  στα φυλλα. Ωραιος ηχος. Αρχεγονος.

Περασα κατω από το σπιτι του κολλητου της μεγαλης μου κορης, του γλυκου αυτου αγοριου              που την αγαπαει από την Πρωτη Δημοτικου κι εχει σταθει διπλα της βραχος και φιλος πραγματικος- ακομη κι όταν εκεινη αγαπησε έναν άλλο ομορφουλη.
Το αυτοκινητο της οικογενειας ηταν παρκαρισμενο από κατω, φωτα στο σαλονι, η μαμα του 
(και φιλη μου) θα ετοιμαζε το βραδυνο, τα παιδια θα αραζαν στην τηλεοραση ή θα επαιζαν επιτραπεζια, ισως και να ηταν σε βιντεοκληση με την κορη μου αυτή τη στιγμη.

Ποσες και ποσες φορες δεν ειχα αφησει εδώ τον ξανθουλη πιτσιρικα,μετα από βολτες                      που τους πηγαινα στο Mall ή μετα από παρτυ του σχολειου-κι εκεινος παντα χαιρετουσε 
τη δικια μου και βαδιζε προς την αυλοπορτα τοσο ωραια, τοσο παιχνιδιαρικα, σχεδον χοροπηδωντας, κανοντας ένα σαλτο στα σκαλια και κανοντας μας σινιαλο από την εισοδο του σπιτιου ότι ενταξει,     του ανοιξαν από πανω, μπορουμε να φυγουμε ησυχοι.
Ποσες και ποσες βολτες στην Κηφισια, ποσα Καλαντα με τις παρεες των παιδιων, να μετρανε 
μετα τις εισπραξεις στα παγκακια, να βγαινει ολο λαθος η μοιρασια, να αναλαμβανουν τη διαιρεση
οι μεγαλοι, όχι διχως συστολη, α ναι, ηταν τυχερα τα παιδια σ΄αυτό το θεμα,ταιριαξαν πολύ
με τα συνομιληκα τους στο σχολειο, εκαναν φιλους,με τις περισσοτερες μαμαδες ειμαι κι εγω αρκετα κοντα, μιλαμε στα τηλεφωνα συχνα, «Τι θα γινει ρε συ, πώς τα βλεπεις,θα ξανανοιξουν τα σχολεια, θα ξαναβρεθουμε πουθενα πριν το Σεπτεμβρη?» αναρωτιομαστε και συμφωνουμε ολες 
ότι στα παιδια μας λειπει, τελικα, πολυ ολο αυτό που ζουσαν πριν.
Κι ας βαρυγκομουσαν με το πρωινο ξυπνημα και τα μαθηματα.
Τρεχοντας θα ξαναγυρναγαν σ΄ολα αυτα, αυριο κιολας.
Θα εδιναν ευχαριστως και τα κινητα τους ακομη για να επιστρεψουν.

Η μεγαλη μου του χρονου θα παει Γυμνασιο. Δε θα εχουν ουτε καν την ευκαιρια να αποχαιρετιστουν με τους συμμαθητες? 
Δε θα συνεχισουν όλα μαζι, καποια θα πανε αλλου, δε θα κανουν καν φιναλε, θα τελειωσει τοσο αποτομα η εξαχρονη, υπεροχη πορεια τους στο Δημοτικο?

Σε ένα γκρουπ στο Facebook εγραφε μια κι εκραζε οσους γονεις ανυπομονουν να ξανανοιξουν 
οι «σχολικες μοναδες»:                                                                                            
«Είναι γονεις που ουδεποτε ασχοληθηκαν με τα παιδια τους, που τα παρκαρανε παντα δεξια
 κι αριστερα και ανυπομονουν να τα ξεφορτωθουν!» υποστηριζε.
Μαλιστα.
Προφανως η κυρια ειτε εχει παιδια κατω των 4 ετων ειτε είναι η απολυτη πρηχτρα δασκαλων/διευθυντων/καθηγητων φροντιστηριου, από τις γνωστες helicopter moms  που θελουν να εχουν 
τον ελεγχο στα παντα και δεν αφηνουν το βλασταρι να αυτονομηθει ουτε καν για να κανει μπανιο μονο του.
Δεν ξερω, μπορει και να υπερβαλλω. Δε μπορεις να κρινεις τον άλλο από μια διαδικτυακη ατακα.

Το 12χρονο παιδι όμως και το 10χρονο ανηκει στο σχολειο του.
 Ανηκει στην παρεα του, στα φιλαρακια του, στις πρωτες εξοδους (διακριτικη συνοδεια μαμας, ακομη), ανηκει στα πρωτα σκιρτηματα, ανηκει στην πρωτη «μπουκαλα» που παιξανε
 στο αποκριατικο παρτυ του σχολειου, ανηκει στα φτερα του, που ετοιμαζεται να τ’ ανοιξει 
και κανεις δεν εχει δικαιωμα, γαμωτο, κανεις δε μπορει να του το στερησει αυτο.

Πληρωνοντας μια ζεστη σοκολατα στα Everest, η κοπελα στο ταμειο μου μιλησε από μονη της. 
«Με το που νυχτωνει, δεν αντεχεται…»
Μου εδειξε με ένα νευμα τον ερημο δρομο εξω.
«Αυτή η ησυχια, αυτή η ερημια…είναι σα να μη ζουμε στην πραγματικοτητα,
σα να ζουμε κατι αλλο.»

Περπατησα λιγο προς τα μαγαζια, ολομοναχη σε μια αδεια πολη, μονο τα μηχανακια 
των ντελιβεραδων περναγανε-σχεδον τους ζηλεψα, κρατανε μια κανονικοτητα αυτοι, τους βλεπω καμμια φορα που πλησιαζουν δυο-δυο στις διασταυρωσεις και τα λενε, συνηθως σε καποια γλωσσα που δεν καταλαβαινω, κι ας είναι από διαφορετικα μαγαζια, συνεννοουνται αυτοι, τους ενωνουν 
πιο πολλα απ’ τη φιρμα της κάθε πιτσαριας.

Κάθε γωνια της ερημωμενης πολης ειχε κατι να μου ξυπνησει, μια αναμνηση, ένα χαμογελο.
Θλιβερο και γεματο ξεραμενα φυλλα απ΄εξω το Floca, που ειχαμε κατσει τοσες φορες με τη μαμα της συμμαθητριας της Φιλιππας, οσο τα παιδια ηταν σε καποιο Escape room εκει κοντα…
Αριστερα και προς τα πανω τα Starbucks, ποσες αναμνησεις κι από δω, καφεδες με φιλους                  και συναδελφους, ατελειωτες συζητησεις, γελια και τσιγαρα, αναμονες στην ουρα, εφηβακια 
να κανουν χαβαλε και να βγαζουν σελφι,ειχα φερει την Ελπιδα με το αγορι της στο πρωτο τους ραντεβου εδώ κι ειχαμε κατσει εξω, αυτά σε τραπεζακι κι εγω λιγο πιο κει για να μην τα ενοχλω, 
για δες τωρα, κλειδαμπαρωμενα και τα Starbucks, σκοταδι σε ολο το τετραγωνο που τετοια ωρα 
θα ηταν γεματο νεολαια, θελω να παω προς τα κει αλλα φοβαμαι λιγο, εχει κατι το τρομαχτικο
 αυτή η σκοτεινια, αυτή η ερημια.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               Πιο ‘κει τα Ζαρα, που μια εποχη, τα ειχαμε «χτισει» με την αδελφη μου, κάθε Σαββατο εκει, απεναντι αλλα μαγαζια, τα ακριβα, με υπερκυριλε ρουχα  που ποτε δε θα με ενδιεφεραν 
αλλα και παλι, είναι λυπηρο, οι βιτρινες, με τις κουκλες τους ντυμενες με σκοπο να σαγηνευσουν
την περαστικη, να μπει και να θαυμασει, τωρα στεκουν εκει σταματημενες θα μου πεις σταματημενες ηταν παντα,είναι κουκλες, hello! - αλλα είναι αλλιωτικο αυτό το «σταματημα», είναι σα να παγωσε
 ο χρονος, σα να πατησε καποιος το pause ξαφνικα  και η ζωη να μπηκε στον παγο,να συνεχιζεται “κανονικα” μονο για καποια παραξενα πλασματα όπως οι διανομεις, οι δημοσιογραφοι, 
οι νοσοκομειακοι γιατροι, τετοια πλασματα-κι εμεις ολοι οι υπολοιποι να εχουμε περασει 
σε μιαν ακρη, μια άλλη οχθη, ενας στιχος των No Doubt αρχισε να παιζει στο εσωτερικο μου ραδιοφωνο «I can see us dying- are we?» κι αμεσως μετα η σκεψη «Εισαι χαζη, γινεσαι μελοδραματικη, θα περασουν όλα, εδώ εζησε πολεμους η ανθρωποτητα και λοιμους και τοσα δεινα…»   

Κι ομως, τι μερα θα ξημερωσει μετα από όλα αυτά, τι θα γινει ο κοσμος, οι επιχειρησεις, 
πώς θα ανακαμψει η οικονομια, οι χωρες που νομιζαν ότι ηταν πανισχυρες κι ηρθε αυτό το τοσο δα πραματακι, αορατο με γυμνο ματι και τα διελυσε όλα, τι θα γινουν τα παιδια μας, που θα παει
 η ευτυχισμενη παιδικη ηλικια που τους υποσχεθηκαμε, η κορη μου, η Ελπιδα, ηταν προεδρος 
στην ταξη της, δεν προλαβε το κοριτσακι μου, δεν προλαβε να κανει αυτά που ηθελε, ισως να μη γινει αποφοιτηση καν, θα βρεθουνε στο Γυμνασιο τα Εκτακια ξεριζωμενα βιαια από το μικρο σχολειο τους, αναγκασμενα  να μεγαλωσουν σ΄ένα βραδυ-και τα Πρωτακια, με το που συνηθισαν 
τα μικρουλια τσουπ, παλι από την αρχη...
 Να ένα φορεματακι  με μια αλεπου σε μια βιτρινα, ποσο θα μ΄αρεσε για την πρωτη μερα της Μαγιας στον παιδικο σταθμο, είναι σημαντικο το τι θα βαλει πρωτη μερα, η πρωτη της φιλη, 
αυτη που δεν εχει γνωρισει ακομη, παντα θα το θυμαται, «Θυμασαι» θα λενε αργοτερα «που πρωτη μερα που σε γνωρισα φοραγες το φορεμα με την αλεπου?», θα της εκανα κοτσιδακια,θα ξεκινουσε τωρα τον Απριλιο που εχει και τα γενεθλια της...

Σκεφτομαι τη Μαγια, τον πατερα μου, το Ζουλη, τη Φιλιππα, ποσο αγχος μπορει να κρυβουν μεσα τους κι αυτα και να μην το δειχνουν, τι να κανουν τωρα κι οι φιλοι τους,και τα μοναχοπαιδια τι να κανουν που είναι σ΄ένα σπιτι με ένα ταμπλετ ολη μερα αγκαλια κι οι γιαγιαδες οι μονες τους, 
κι οι παππουδες οι μονοι τους, ανθρωποι κλεισμενοι σε διαμερισματα, να ακουνε την τρομολαγνεια των ειδησεων ολη μερα, "δε χαλαρωνουν τα μετρα" και "ενα στραβοπατημα τωρα θα ηταν μοιραιο", "προστιμο" ,"δηλωση μετακινησης",αποσταση, απομονωση, πώς γιναμε ετσι από έναν αορατο εχθρο-και ξαφνικα αντιλαμβανομαι πως περπατωντας και χωρις να το καταλαβω εχω βρεθει στο «παρκακι του κυριου Θυμιου.»

Ο κυρ Θυμιος ηταν ο δασκαλος της κορης μου της μεγαλης στην Τριτη και την Τεταρτη Δημοτικου και καποτε, μετα από έναν εκκλησιασμο που ειχαν παει με τα ποδια, εχασε το δρομο στο γυρισμο 
για το σχολειο και βρεθηκε με την ταξη του σε ένα μικρο παρκο που παει παραλληλα με ένα ποταμακι, γνωστο ποταμακι της περιοχης.
Τα παιδια δεν το ηξεραν το παρκακι, γεματο δεντρα, πλατανια υπεραιωνοβια, δρομακια 
και μονοπατακια και μυστικες αλεες, τυχαια βρεθηκαν εκει, ο κυριος Θυμιος ο καημενος προσπαθουσε να βρει το δρομο, τα παιδια παρακαλουσαν να μην τον βρει, ηταν μαγευτικα
και παραξενα εκει μεσα, τελικα τον βρηκε αλλα η κορη μου εχει να λεει ότι για οσο εμειναν εκει ηταν από τις ωραιοτερες της στιγμες στο σχολειο, ηταν σα να ειχαν μεταφερθει ξαφνικα σε έναν παραμυθενιο κοσμο χωρις να ξερουν καν πώς εγινε, όπως κι εγω τωρα- κι από τοτε το λεμε
 «το παρκακι του κυρ Θυμιου.»
Του κυρ Θυμιου που ηταν δασκαλος παλαιας κοπης, λιγο αυστηρος αλλα τ΄αγαπαγε τα παιδια
 κι αυτά τον αγαπουσανε, η ταξη της κορης μου ηταν η τελευταια του πριν τη συνταξη, εκεινη υποστηριζε ότι «δεν την πηγαινε μια» αλλα εκεινος τη φωναζε «Περσεφονη», «η ωραια Περσεφονη», παει ο κυρ Θυμιος, πηρε συνταξη, ειχε ερθει να τα δει περσυ, να δει τα τελευταια 
του μαθητουδια, τους εφερε σοκοφρετακια και τα αγκαλιασε και ειπε στην Ελπιδα «Τι κανεις, Περσεφονη?» και τι στο καλο εχω παθει εγω τωρα, ειμαι στο ερημο παρκακι με τον παραξενο, χλωμο φωτισμο και τα δεντρα που χορευουν τα κλαδια τους από το λυσσασμενο αερα και για δες, απιστευτο, εχω πλανταξει στο κλαμμα μεσα στη νυχτα για τον κυρ Θυμιο, που τους εφερε σοκοφρετακια και που φυσικα δεν είναι η αιτια, η θυμηση του είναι μονο η αφορμη.
Εχω πλανταξει και δεν ξερω κι εγω γιατι απ΄όλα.

Που είναι η Περσεφονη σου τωρα κυρ Θυμιο μου, η ομορφη Περσεφονη, η Ελπιδα μου, 
που δε μιλιεται τελευταια, που μπηκε στην εφηβεια, που είναι με ένα κινητο στο χερι ολη μερα, γιατι δεν την ενδιαφερει κατι αλλο,που αγριευει όταν πας να της μιλησεις, που πανω που τα εφτιαξε
 με το αγορι που αγαπουσε απο την Τριτη Δημοτικου, πανω που προλαβανε να παιξουν μια φορα «μπουκαλα»,πανω που τους πηγα στο πρωτο τους ραντεβου στα Starbucks να πιουνε μιλκ σεικ, αποχωριστηκαν τοσο αποτομα, η καρτουλα της του Αγιου Βαλεντινου ισως να είναι ακομη 
στην τσαντα του, παντως το κολιε που της χαρισε εκεινη το φοραει παντα…

«Αγχος» ερχονται στ΄αυτια μου ξανα τα λογια της γιατρου νωριτερα τ΄απογευμα. «Αγχος.»

Την άλλη μερα κατά το μεσημερακι ειπα στην κορη μου: «Θα ερθεις μαζι μου?»
«Που?» ρωτησε βαριεστημενα από τον καναπε χωρις καν να σηκωσει το κεφαλι της από την οθονη του κινητου.
Μικρο εφηβακι μου…
Για φαντασου,αυτό είναι το πρωτο μωρο που γεννησα. Τοση δα ηταν στα χερια μου (καλα, με βαρος 4,150 δεν τη λες και «τοση δα» ακριβως), ένα μωρο που αποκοιμιοταν στο στηθος μου και τωρα παω να την αγκαλιασω και με σπρωχνει.
Αυτη η κοριτσαρα με το απιστευτο μαλλι που κοντευει να με περασει σε μποι.                          
Ειναι η πρωτοτοκη μου.

«Που θες να παμε?»
Σηκωσε τους ωμους αδιαφορα- αυτή η απαθης αδιαφορια της που με τσακιζει τωρα τελευταια.
«Παντως για περπατημα δεν ερχομαι» διευκρινισε.
«Ωραια, σουπερ μαρκετ ερχεσαι? Με το αυτοκινητο» διευκρινισα κι εγω πριν πει όχι.             
 «Θα σου παρω κι ένα αρωμα, οποιο σ΄αρεσει.»

Φυγαμε.
Και δε γυρισαμε πριν τις 8 το βραδυ. 
Και μιλουσαμε, μιλουσαμε σε ολο το δρομο.
Και για άλλη μια φορα ενιωσα την αναγκη της
να με εχει για λιγο μονη της κι αυτή, αποκλειστικα.
Να ειμαι η μαμα κι η φιλη της, ο προστατης
και ο οδηγος της, ο βραχος κι η εξομολογητρια της,
το χερι που θα την οδηγησει από αυτό το περασμα
από την παιδικη ηλικια στην εφηβεια
και μετα στην ενηλικιωση, 
αυτη που θα τη διδαξει όχι το δρομο το δικο μου
 αλλα το πώς να βρει το δικο της.

Και βγαλαμε φωτογραφιες.
Και γελασαμε.
Και μου εδειξε χορευτικα.
Και βρηκαμε ανοιχτο ένα Mikel και παραγγειλαμε ζεστη Μοκα εγω κι αυτή ζεστη σοκολατα
και ο γλυκυτατος νεαρος μας τα εκανε και τα δυο κρυα
αλλα χαλαλι του, αφου βρηκαμε ανοιχτο Mikel.
 Τωρα ξερουμε που θα ερχομαστε και ποια θα είναι η «ουαου διασκεδαση της ημερας.»
Ενας καφες παντα κανει τα πραγματα λιγο πιο χαρουμενα.

Και της πηρα κι αρωμα, ένα απ΄αυτά του σωρου που πουλανε τα σουπερ μαρκετ αλλα θα μυριζει τοσο ξεχωριστα επανω  της και θα το βαλει όταν ξαναδει το ομορφο αγορι της -και θα τον ξαναδει, σιγουρα, πριν το Σεπτεμβρη.

Και πηγαμε στα Goodys και κατσαμε και φαγαμε στο αυτοκινητο γιατι απαγορευεται  να καθισεις εκει,και τοτε θυμηθηκαμε κι οι δυο ότι ειχε μαθημα Αγγλικων σε πεντε λεπτα μεσω Skype και μου λεει «Μαμα, ας μην κανω σημερα μαθημα, πειραζει?Δε θελω να παμε σπιτι» και της λεω «Εννοειται πως δεν πειραζει, φυγαμε για οπου θες» ,
 το χαρτακι μας εγραφε βεβαια «Β2-σουπερ μαρκετ» ως λογο μετακινησης αλλα δε βαριεσαι,ας με σταματαγε κανεις 
να μου πει που πας με το παιδι και θα του λεγα καμμια κουβεντα.
«Που παμε? Να θεραπευσουμε το αγχος μας παμε,
να δραπετευσουμε, να μιλησουμε, να ξεφυγουμε,    ν΄αναπνευσουμε, παμε στο πουθενα» θα απαντουσα.             Και μετα θα ετρωγα το προστιμο των 300 ευρω και θα ισιωνα μια και καλη.

 Όταν γυρισαμε σπιτι, αργα το απογευμα και πιασαμε 
 να φορτωνουμε τις φωτογραφιες από το κινητο της Ελπιδας   στον υπολογιστη (θελει να τις περναει το συντομοτερο  δυνατο μη και γινει κατι και χαθουν τα…ενσταντανε) αναμεσα σε αχρηστα screen shots 
και βιντεακια του Τικ Τοκ και ποζες με αυτια κουνελου και μυτη γατουλας και λοιπα, ειδα και τρεις-τεσσερις στη σειρα οπου η κορη μου ειχε ποζαρει στην καμερα, μονη της στο δωματιο της, 
με τα πιο θλιμμενα ματια που εχω δει πανω της στα 12 χρονια που την εχω παιδι μου.

 Κοιτωντας καλυτερα, ειδα ότι τα μαγουλακια της τα παντα ροδαλα κι αφρατα,τα αυλακωναν δακρυα. Προχθεσινες οι φωτογραφιες,βασει ημερομηνιας.

«Ελα δω καλε, τι εγινε εδώ?» τη ρωτησα αμφιβαλλοντας την ιδια στιγμη αν ηταν σωστο αυτό που εκανα ή αν επρεπε να κανω σα να μην το ειδα.
«Τιποτα ρε μαμα, προσπαθουσα να δω αν μπορω να κλαψω στα ψευτικα» μου πεταξε δηθεν αδιαφορα.

Η Ελπιδα. Να κλαψει στα ψευτικα. Αυτη που δυσκολα κλαιει και στ΄αληθεια.
Που δε μπορει να πει ψεμματα ουτε για πλακα. Αν αυτες οι φωτογραφιες είναι αποτελεσμα «προσπαθειας ψευτικου κλαμματος» τοτε η κορη μου αξιζει το Οσκαρ ηθοποιιας! Και δεν είναι καλη ηθοποιος, το ξερω.
Εκλαιγε μονη της, προχθες, κλεισμενη στο δωματιο της, απλα.
Αυτό ηταν. Η αιτια δεν εχει σημασια, ετσι κι αλλιως την ξερω ηδη.
Το θεμα είναι ότι εκλαιγε μονη της, στο δωματιο της, προχθες.                                                              Και δεν πηρα πρεφα.

«Όχι τα παιδια, γαμωτο, όχι τα παιδια!» μου ηρθε να φωναξω και να χτυπησω το χερι στο τραπεζι. Σκισε μας εμας, ας μας τσακισει το αγχος, ετσι κι αλλιως ειτε ενεργα ειτε με την αδιαφορια μας
εμεις τα καναμε μανταρα -αλλα ΟΧΙ τα παιδια!
Διοτι, στην εφηβεια είναι, εννοειται πως και θα κλειστει
στο δωματιο της και θα κλαψει και θα ακουσει λυπητερα τραγουδια και θα γινει μελοδραματικη-εδώ γινομαι εγω ολοκληρη γαιδουρα-και θα περασει κι  απογοητευσεις
και θα δακρυσει κρυφα αλλα να είναι οι λογοι
οι υγιεις, οι νορμαλ.
Αυτοι που αν δεν τους βιωσεις 
δεν προχωρας παραπερα στο επομενο level,
να ‘ναι αυτοι οι λογοι κι όχι αυτό το σταματημα,
η παγωμαρα, αυτό το pause, αυτή η αποκοσμη ερημια,
 αυτή η αντιπερα οχθη που βρεθηκαμε ξαφνικα,
σαν κουκλες σε μια βιτρινα που περιμενουν ακινητες ν΄αλλαξει η σαιζον κι η κολεξιον, να τις ντυσουν
με καινουρια,να φυγουν τα παλια.

Σαν το παραμυθι της Ωραιας Κοιμωμενης,
καπως ετσι ειμαστε.
Που μολις τρυπηθηκε εκεινη από το αδραχτι 
εμειναν όλα σταματημενα για 100 χρονια.

Στην πραγματικη ζωη, εφαγε ενας τυπος μια νυχτεριδα (μας λενε)
 και επεσε σε βαθια καταψυξη ολη η υφηλιος.

Ποσο θα κρατησει αυτό σ΄εμας, στην κανονικη ζωη την εξω απ΄τα παραμυθια?

Ποτε θα πατηθει ξανα το Play? Το Play…υπο πολλες εννοιες.        
                                                               
Το Play για το παιχνιδι, τη χαρα, τη συνεχεια, την ελευθερια, το «μπροστα».

Προς το παρον ειμαστε ακομη στο Pause.

Κι όχι τιποτ΄άλλο: στην πραγματικη ζωη δεν εχει και Fast Forward.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΩΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ (ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΖΩΗΣ) - 2ο ΜΕΡΟΣ

  (Συνεχεια απο 1ο μερος) Η μεγαλη μου κορη ηταν ανεκαθεν ένα τυχερο παιδι. Χωρις να το επιδιωξει ποτε, χωρις να τη νοιαζει καν και χωρις ...