Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

ΘΑ ΞΑΝΑΒΓΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ)


ΘΑ ΞΑΝΑΒΓΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ

Το βασικοτερο που ηθελα παντα για τα παιδια μου ειναι να είναι ελευθερα.
Όχι μονο με την εννοια της σωματικης ελευθεριας αλλα και της ψυχικης.
Να είναι ανοιχτοι ανθρωποι, να εχουν ανοιχτο σπιτικο, να δεχονται και να σεβονται το διαφορετικο ακομη κι αν δεν «τους κανει», να μη φοβουνται τους ανθρωπους  -γιατι ο φοβος είναι που γεννα        το μισος.
Και τα παιδια μου θελω να αγαπουν δυνατα.

Να γινουν ανθρωποι που θα παθιαζονται-όχι ανθρωποι των παθων,καμμια μανα δεν το θελει αυτό-αλλα ανθρωποι που θα ΄χουν παθος, μερακι, που θα βαζουν ψυχη σε ο,τι κανουν.

 Να είναι «περπατημενα», αλανια με την καλη εννοια, να ειναι καλα παιδια, να χορτασουν πολύ, πολύ το παιχνιδι. 
Να μη λενε ψεμματα και να εχουν ΦΙΛΟΥΣ.
Το γραφω με κεφαλαιο για να δωσω εμφαση, ΦΙΛΟΥΣ, φιλους ζωης όπως εχω την τυχη 
και την τιμη να εχω κι εγω στη ζωη μου.

Δε μπορω να διαννοηθω την υπαρξη του ανθρωπου χωρις τη φιλια, όχι απαραιτητα 
να περιστοιχιζεσαι από πολλους και να εχεις παντα καπου να πας το Σαββατοβραδο και με καποιον να βγεις-δεν είναι αυτο, καμμια σχεση.

Εννοω τον έναν ή τη μια, το μοναδικο ή τη μοναδικη, αυτόν που μπορει να ερθει  στη ζωη σου νωρις ή λιγο αργοτερα και που μελλει να είναι ο συνοδοιπορος σου στη ζωη, στα ευκολα και στα δυσκολα, σε χαρες και σε λυπες, περισσοτερο κι από το συντροφο σου, μεχρι να σας χωρισει το τελος               -αλλα ας μη μιλαμε για τελος τωρα, εκτος αν είναι να πουμε για το τελος της καραντινας           
που ε, σα να αχνοφαινεται, λεω εγω τωρα, στον οριζοντα…

Για να την πω την «αμαρτια» μου (αφου ηταν και Μεγαλοβδομαδα) τοσον καιρο που ειμαστε μεσα δεν εχω ασχοληθει με καμμια από τις «δημιουργικες ιδεες απασχολησης παιδιων σε καραντινα» από τις οποιες βριθει το διαδικτυο.

Μερικες ιδεες είναι οντως πολύ καλες και ειλικρινα θαυμαζω τους γονεις που τις σκεφτονται και τις μοιραζονται και κυριως αυτους που καθονται και τις υλοποιουν.
Τι χειροτεχνιες, τι μαγειρικες, τι κατασκευες, τι αυτοσχεδια επιτραπεζια, τι ιστοριες και παραμυθια,
τι βιβλια, τι καστρα από χαρτονια, τι πιστες για αυτοκινητακια homemade μεσα στο σαλονι…
Ορεξη να ΄χεις ν΄ασχοληθεις.

Εχεις όμως?

Μπηκα για ελαχιστα στη διαδικασια των τυψεων-και λεω για ελαχιστα γιατι τα εχω ξεπερασει πια αυτά τα ενοχικα- μιας και δε μπηκα καν στον κοπο να πατησω πανω σε ένα τετοιο λινκ
και να διαβασω τι εχει να μου πει-μονο ο,τι εβλεπα από εικονα.

Και τελικα συμπερανα πως δεν το εχω με την «απασχοληση των παιδιων μεσα στο σπιτι                      στην καραντινα».                                                       

Θαυμαζω και δινω μεγαλο respect στους γονεις που το μπορουν και καποιες φορες τους ζηλευω κιολας και νιωθω αχρηστη μπροστα τους-αλλα συγγνωμη, οσο κι αν μ΄αρεσουν οι κατασκευες          και το σκιτσο και η γλυπτικη κι ο πηλος κι όλα αυτά, δεν το ‘χω να κατσω να το κανω με τα παιδια γυρω από ένα τραπεζι ή στο χαλι, επειδη "πρεπει" να το κανω γιατι "ειμαστε σε εγκλεισμο."

Η αληθεια ειναι οτι ειμαστε του "εξω" μεχρι τελικης πτωσεως-μαλλον "ειμαι" του εξω,
γι΄αυτο και με ζορισε περισσοτερο κι απο τα παιδια η καραντινα, το εχω ξαναγραψει αυτο.

Εχει τυχει να κοιμηθουμε μεχρι και σε παρκινγκ εμπορικου κεντρου,ένα απογευμα που τριγυρνουσαμε με τις ωρες σε ολο το Μαρουσι, σε παιδικες χαρες, παρκα και πεζοδρομους - η Φιλιππα ακομη το θυμαται και μου το λεει, «Αχ, ποτε θα ξανακοιμηθουμε μεσα στο αυτοκινητο στο παρκινγκ του Αβενιου?»

Εχει τυχει να φευγουμε το πρωι και να γυρναμε αργα τη νυχτα, να οργωνουμε Αθηνα-Πειραια            και προαστεια ή να τα παιρνω από το σχολειο (παλιοτερα αυτό, όταν η μεγαλη ηταν ακομη στις πρωτες ταξεις του Δημοτικου) και να πηγαινουμε οπου μας βγαλει, τρωγωντας κατι προχειρο απ΄εξω ή από ταπερ που κουβαλουσα μαζι.

Βεβαια οσο μεγαλωναν τα Daltons και αρχιζαν να προστιθενται κι άλλες υποχρεωσεις, όπως περισσοτερο διαβασμα, εξωσχολικες δραστηριοτητες, γλωσσες, αθληματα και λοιπα, κοπηκαν αυτά γιατι πολύ απλα, όπως ελεγε κι η μανα μου «Ή παρε αποφαση ότι θα τα εχεις σα τσιγγανακια να γυρνατε ολη μερα και παρε ένα τροχοσπιτο να γυρνατε τον κοσμο σα νομαδες ή κατσε στ΄αυγα σου και στο σπιτι σου γιατι τα παιδια εχουν κι υποχρεωσεις, δεν είναι μονο οι γυρες και το παιχνιδι.»

Δεν ειχε κι αδικο-παντως σε κακο δε μας βγηκε, για οσο το καναμε.

Τα Daltons ξερουν κάθε παρκο, κάθε παιδικη χαρα, κάθε δρομο της περιοχης (κι όχι μονο της δικης μας) και νομιζω ότι μπορουν να κινηθουν ανετα σε κάθε περισταση-από 4 χρονων τους ειχα δασκαλεψει τι να κανουν σε περιπτωση που χαθουν στο δρομο ή σε καποιο εμπορικο κεντρο,          που να απευθυνθουν και τι να πουν, τι ειδους ανθρωπους ν΄αποφυγουν-να χτυπησω ξυλο μεχρι στιγμης δεν ετυχε ποτε να εφαρμοσουν κατι απ΄αυτα αλλα νομιζω πως θα ηξεραν τι να κανουν.

Αυτό ηθελα παντα κι ελπιζω να το πετυχα.
Να ξερουν ν΄αναγνωριζουν τους ανθρωπους, να ξερουν τους κινδυνους, να μπορουν  
να ανταπεξελθουν σε κάθε κατασταση.
Να είναι περπατημενα, αλανια, μαγκακια με την καλη την εννοια.
Αυτό ακριβως.

Στις εποχες που ζουμε οι αλανες δεν υπαρχουν πια, ουτε τα αλανια βρισκεις ευκολα, οι γειτονιες        με την εννοια της «γειτονιας» αργοσβηνουν, το παιχνιδι εξω, τα ξερετε τωρα ολοι οσοι ειστε γονεις, αντικαθισταται γοργα από το εικονικο παιχνιδι,τα κουμπακια,τη virtual κατασταση.
Εικονικα σκυλακια και γατακια που τα ταιζεις και τα φροντιζεις, εικονικες πολεις που τις φτιαχνεις όπως θες, εικονικο ποδοσφαιρο οπου βαζεις στον παγκο ή στο παιχνιδι οποιον σταρ θες, εικονικες μαχες οπου ξεδινεις χωρις ν΄ανοιξει ρουθουνι-σορρυ αλλα δε θα παρω, όχι για τα Daltons, όχι οσο μπορω να τ΄αποφυγω δηλαδη.

Γιατι κι εντελως δε γινεται.

Δε μπορεις να τα κρατας πισω απο την εποχη τους τα παιδια απαιτωντας να παιζουν μονο στην αλανα όταν αλανα δεν υπαρχει κι όταν ολοι οι γυρω τους είναι με ένα Playstation αγκαλια.   
Κι ενταξει, στο Playstation ημουν ανενδοτη γιατι εχω δει τα αποτελεσματα σε πολλα παιδια και δεν προκειται να τους παρω (καλα, δεν παιρνω κι ορκο αλλα ΜΑΛΛΟΝ δεν προκειται να τους παρω!)                                            
Δε μπορω ομως να απαγορευσω στη 12χρονη κορη μου να εχει κινητο και Instagram όταν οι περισσοτεροι φιλοι της εχουν και,πλακα πλακα,παλι καλα γιατι πώς αλλιως θα επικοινωνουσαν εν μεσω εγκλεισμου? Τουλαχιστον ετσι δεν εχουν ξεχασει  ο ενας το προσωπο του αλλου.

Δε μπορεις να φερεσαι σα να παιζεις στον «Κυνοδοντα» του Λανθιμου και να τα κρατας σε έναν άλλο κοσμο τη στιγμη που, στραβα ή ισια, ο κοσμος προχωραει.

Αλλα μπορεις, να βρεις και πεντ΄εξι αλλους ομοιους, να κρατησεις ζωντανο το παιχνιδι και το «εξω» οσο μπορεις-και ειλικρινα,οσο κι αν τα μαγευει η οθονη με τα μαγικα της κολπα, τιποτα δεν είναι σαν το σκαρφαλωμα σε ένα δεντρο για ένα παιδι.

Πώς μπορει να συγκριθει η αφη του τηλεχειριστηριου με το χαδι στον κορμο ενός δεντρου,
 η μυρωδια της καινουριας παιχνιδοκονσολας όπως τη βγαζεις από το κουτι (εχει κι ονομα πλεον,
το λενε unboxing) τι συγκριση μπορει να εχει με τη μυρωδια των πευκοβελονων και του νοτισμενου χωματος όταν ερχεται βροχη?
Δε θα είναι υπερβολη να παραδεχτω ότι το παιχνιδι εξω με ενδιαφερει περισσοτερο, για τα παιδια ,    ακομη κι από το τι θα φανε.

Προτιμαω να λυσσαξουνε στο παιχνιδι, να γρατζουνισουν γονατα, να σκαρφαλωσουν δεντρα και να πασαλειφτουνε με λασπες παρα να γυρισουμε σπιτι στην ωρα μας για φαι.
 Προτιμαω να κουβαλησω ταπερ ή (ακομη πιο ανετα) να παραγγειλω απ΄εξω παρα να τους κοψω 
στη μεση την εκτονωση σε ένα παρκο ή στη φυση, γιατι είναι lunch ή bed time.

Μαθημενα ετσι, τα Daltons «τα εχασαν» αρχικα με τον υποχρεωτικο εγκλεισμο, στη συνεχεια συμβιβαστηκαν και «προσαρμοστηκαν» όπως κανουν παντα τα παιδια, μετα αποχαυνωθηκαν με τους πειρασμους της τεχνολογιας, υστερα εφτασαν στα ορια της «ιδρυματοποιησης», του στυλ «Παμε βολτα?» «Μπα, προτιμαω να δω τον περσυνο τελικο Champions League/πρωτο επεισοδιο Casa de Papel/Κλαψουλινια/μηνυματα στο Insta» και τωρα τελευταια, που πλεον εκλεισε μηνας και βαλε μ΄αυτή την ιστορια, αρχιζουν κι αναπολουν παλιες στιγμες ξεφρενης ελευθεριας και αχαλινωτου παιχνιδιου σε θαλασσες, βουνα και παρκα, χωρις χαρτακια μετακινησης, ταυτοτητες και φοβο κάθε φορα που βλεπουμε περιπολικο λες και ειμαστε οι πραγματικοι Daltons.

Ο Ζουλης ονειρευεται τη στιγμη που θα ξαναπαμε με τις φιλες μου και τα παιδια τους στο Θεολογο, σε εκεινα τα υπεροχα ενοικιαζομενα δωματια με την πισινα που κολυμπουσανε ολη μερα και βγαινανε μονο για υπνο, η Φιλιππα παραμιλαει για την Παυλιανη και το ονειρεμενο παρκο της κι η Ελπιδα με τη Μαγια δε νοιαζονται ιδιαιτερα,φτανει να τελειωνει ολο αυτό, βασικα η Μαγια είναι μονο τριων και η Ελπιδα ηθελε να παμε εξωτερικο φετος, κατι που δεν παιζει λογω καταστασης οποτε μενει απλως να το φανταζεται και να το σχεδιαζει για το απωτερο μελλον.

Στην ηλικια της ειχα την τυχη να εχω παει ηδη σε τεσσερις χωρες, Ιταλια, Αγγλια, Ελβετια                 και Γαλλια και μπορω να πω πως ηταν εμπειριες ζωης-πολύ θα ηθελα να μπορουσα να το κανω 
κι εγω αυτό με τα παιδια μου, όχι με αυτοκινητο που είναι τρομερα κουραστικο αλλα με αεροπλανο-ελα όμως που σε αεροπλανο δε μπαινω τα τελευταια χρονια (αυτή δυστυχως είναι μια φοβια 
που μου εχει μεινει από παλια και δε μπορω να την ξεπερασω) κι αφ’ ετερου και να εμπαινα 
(με υπνωση μονο!) ποιος αληθεια παει εξω φετος?

Εξω με την εννοια της αλλης χωρας, όχι. «Εξω» όμως με την εννοια του «εξω» ναι -και επιβαλλεται.
Εξω και με παρεα.

Με συγκινησε απιστευτα προχτες που μας πηρε τηλεφωνο ο κολλητος του Ζουλη, ο Μπιλυ, που προλαβε να φυγει για το πατρικο της μαμας του εκτος Αθηνας πριν αρχισουν οι απαγορευσεις κι ειχανε να μιλησουνε απο το σχολειο. 
Τον πηρε τηλεφωνο και μιλουσανε κυριολεκτικα μια ωρα, ειχα καθισει και ακουγα να τα λενε σα μεγαλοι, να λενε για το επαναληπτικο παιχνιδι του Ολυμπιακου με τη Γουλφς που «δεν εγινε γιατι ηρθε ο Κορωνοιος αλλα σιγουρα θα γινει, δε μπορει» και για τους παικτες που τους ετυχαν 
στα χαρτακια Fifa 365 και να αραδιαζουν ένα σωρο αλλα ονοματα και ποδοσφαιρικες ορολογιες 
που μου διαφευγουν-ηταν πραγματικα συγκινητικο.

Ο δε Ρομπερ, το άλλο κολληταρι του Ζουλη, τον παιρνει κάθε μερα τηλεφωνο, συνδεονται 
από τα λαπτοπ τους σε ένα χαζοπαιχνιδο και παιζουν μαζι σχολιαζοντας ταυτοχρονα τι κανουν.
«Ευτυχως Θεε μου» λεω μεσα μου «ευτυχως που εχουν φιλους, ευτυχως που εχουν να ελπιζουν 
σε κατι, σ΄αυτό το ανταμωμα, σ΄αυτό το πρωτο παιχνιδι με τη μπαλλα που θα στησουν ολα μαζι 
όταν ξαναβρεθουν-και θελω να ‘μια εκει κοντα να δω την ενταση στα προσωπακια,
το αναψοκοκκινισμα στα μαγουλα, το παθος στο βλεμμα, τον πανηγυρισμο για το πρωτο γκολ,
το πρωτο μετα την καραντινα.»

Πριν λιγες μερες λοιπον πηρα τις δυο μεγαλες (την Ελπιδα χρειαστηκε να την τραβηξω σαν τσιχλα 
από παπουτσι για να ξεκολλησει από τον καναπε), πηραμε και το ποδηλατο της μιας και τραβηξαμε πορεια-χωρις προορισμο, ετσι, απλα.

«Περναμε κατω από το σπιτι της Μαριας να της φωναξουμε?» λεω στη Φιλιππα ξαφνικα.

Σε λιγο ημασταν κατω από το μπαλκονι της συμμαθητριας της δευτερης κορης μου,                      
με την οποια τα λενε λιγακι μεσω Skype ολον αυτόν τον καιρο και της φωναζαμε να βγει.

«Ερχεστε Κηφισια?»
«Ερχομαστε!Θα παρουμε αυτοκινητο εμεις.Σε ποση ωρα εκει?»
«Θα μας παρει ένα 20λεπτο με τα ποδια να φτασουμε, τα λεμε στην πλατεια.»

Κανονιστηκε. Τα παιδια ηταν εκστασιασμενα, η Φιλιππα κυριως γιατι με το Μαρακι εχουνε 
μια προιστορια μεγαλης αγαπης-αυτό το πιτσιρικι της σταθηκε απιστευτα όταν στην Πρωτη Δημοτικου ειχε παθει κατι σαν «σχολικη φοβια», ετσι μας το ειχαν πει, κι αρνιοταν να μπει 
στην ταξη για δυο μηνες.
 Η Μαρια ηταν εκει,ολον εκεινο τον καιρο, με μια ενσυναισθηση που με εξεπληττε, 
χωρις να την ξερει γιατι δεν ειχε προλαβει να τη γνωρισει, κάθε φορα που καταφερνα να τη βαλω στο σχολειο ερχοταν διπλα, «Ελα Φιλιππα» της ελεγε «θα ειμαι εγω μαζι σου,θα σου δωσω πλαστελινες, θα καθισουμε μαζι», αυτό κι αν ηταν περιπετεια, μπηκε τελικα στην ταξη στη μεση 
του Οκτωβρη κι αφου ειχαμε κανει αποπειρα να την παμε σε άλλο σχολειο-θα γραψω καποια στιγμη γι΄αυτό, βασικα να δω για τι θα πρωτογραψω στο τελος.

Η Μαρια παντως βραχος ακλονητος, είναι διπλα στη Φιλιππα τοσα χρονια, αγαπουν η μια την άλλη πολύ, εννοειται εχουν στραβωσει κιολας κατά καιρους, παιδια είναι-αλλα η δικια μου ξερει καλα
 και της το εχω πει ότι σαν τη Μαρια δεν της σταθηκε κανεις τοτε που ειχε τα ζορια της κι αυτό 
δεν πρεπει να το ξεχασει ποτε. Της χρωσταει της Μαριας.                                                                             
Σε μιση ωρα ανταμωναμε με το Μαρακι, τη μαμα της τη Νατασσα και τη μικρη της αδελφη στην Κηφισια.
Μια Κηφισια γεματη κοσμο, ηλιολουστη, γεματη ποδηλατα και πατινια, παιδια με τους γονεις τους, ζευγαρακια, με μασκες καποιοι, καποιοι χωρις, χαμογελα στα προσωπα - να χτυπησω ξυλο νομιζω ότι σιγα σιγα συνερχομαστε κι επανερχομαστε.

Τα παιδια τρελλαθηκαν που ξαναβρεθηκαν από κοντα μετα από τοσον καιρο-μα πες μου τωρα, ποιο Skype και ποια βιντεοκληση, ποιο Zoom και ποιο Insta μπορει να μπει στη θεση της αγκαλιας, του βλεμματος του γεματου πονηρια και ορεξη για σκανδαλια, του κυνηγητου, του τρεξιματος?

Αγκυροβολησαμε μπροστα στα αδεια κι ερημα (ακομα) Chill Box, εκει που αραζουμε  με την Ελπιδα και κανουμε συνηθως τα Τικ Τοκ μας, η Μαρια εβγαλε τις ρακετες της με το αυτοκολλητο μπαλακι και στησανε τετοιο παιχνιδι που τις χαζευε ολη η Κηφισια.

Που και που περνουσε ένα αυτοκινητο του Δημου με ντουντουκα και μαγνητοφωνημενο μηνυμα που ελεγε κατι σαν «Μεινετε στο σπιτι…για τη δημοσια ασφαλεια…παρακαλουμε για τη συνεργασια των πολιτων…» αλλα νομιζω ότι κι οι ιδιοι που ηταν μεσα χαμογελουσαν κρυφα, κατω από τα μουστακια τους, αν ειχαν.
Εντωμεταξυ, εμαθα κι από τη φιλη Νατασσα ότι τοσον καιρο που περνουσα τα βραδια εξω από τα ερημα 
και κλειδαμπαρωμενα Starbucks και μελαγχολουσα που τα ΄βλεπα κλειστα κι αναπολουσα παλιες στιγμες και ζεστες Μοκες ημουν απλως ηλιθια- διοτι κάθε μερα ειναι ανοιχτα, ακουσον ακουσον, απλα κλεινουν στις 4μιση το μεσημερι-κι εγω πηγαινα παντα μετα 
τις 8. Αχ και να το ηξερα!                                                                                         Τα παντα θα ηταν πιο ανεκτα, τοσον καιρο, με μια ζεστη (Skinny,μην ξεχνιομαστε) Μοκα στο χερι.

«Ρε συ» μου λεει η Νατασσα, που είναι από τις αγαπημενες μου μαμαδες στο σχολειο γιατι είναι παντα αυθεντικη, τρελλαρα και ξερει 
να αυτοσαρκαζεται,χωρις ιχνος δηθενιας,                
«ρε συ είναι η πρωτη μερα μετα από καιρο που νιωθω σα…»
«…σα να επιστρεφεις στην κανονικοτητα!» την προλαβα.
«Ναι!» απαντησε και σκασαμε ένα πλατυ χαμογελο η μια στην άλλη.

Πραγματι, εκει εξω ηταν σαν…σαν παλια. Κοσμος, χαμος, αυτοκινητα, ναι μεν ουρες εξω 
από τα σουπερ μαρκετ, ναι μεν γαντια και αντισηπτικα στις εισοδους των μαγαζιων και των καφε αλλα…υπηρχε ζωη, υπηρχε κινηση, υπηρχε ηλιος!

«Για φαντασου» σκεφτηκα προς στιγμην «σε λιγο θα τα θυμομαστε όλα σαν ένα μακρινο ονειρο.»
Χρειαστηκε βεβαια μονο μια στιγμη για να αντικατασταθει αυτή η «ρομαντικη» σκεψη  από τη σκληρη πραγματικοτητα, που είναι ότι η επιστροφη δε θα είναι ουτε τοσο γρηγορη ουτε τοσο απλη υποθεση, χωρια που η οικονομια θα εχει υποστει τετοιο πληγμα που μπροστα της ο Κορωνοιος 
θα είναι απλο φτερνισμα.
Κι ενας φοβος: «Κι αν τωρα που αρχιζουμε και ξεμυταμε και ξανασυναντιομαστε…κι αν ερθει νέο κυμα κρουσματων, που λενε κι οι κινδυνολογοι, και μας ξανακλεισουν?»
Κοιτωντας όμως τα παιδια που ξεδινανε ελευθερα στο παιχνιδι,τη Φιλιππα να τρεχει  με αυτόν 
τον μοναδικο και τοσο αστειο της τροπο (γερνει το σωμα μπροστα και τρεχει με σχεδον ανοιχτα 
τα ποδια, είναι ταχυτατη κι απιαστη αλλα δεν εχω ξαναδει ανθρωπο να τρεχει τοσο αστεια), βλεποντας ολο αυτό γυρω μου, δε χωραγαν άλλες σκεψεις.

«Όλα θα πανε καλα, ερχεται το Καλοκαιρι, θα ξαναβγει ο ηλιος» σκεφτηκα και θυμηθηκα τη Ματινα Κυριακου, αυτη την ηρωιδα μητερα για την οποια πρωτοδιαβασα φετος τα Χριστουγεννα, τη μητερα εκεινη που εχασε το 12χρονο γιο της, λιγο πριν παει Γυμνασιο (Χριστε μου, στην ηλικια της Ελπιδας) από την επαρατη νοσο και λιγο πριν κλεισει τα ματακια του για παντα της ειχε πει «Να θυμασαι, θα ξαναβγει ο ηλιος!»
Κι εκεινη το εκανε συνθημα, το εκανε motto ζωης και το εκανε γνωστο και σ΄αλλους              
και κάθε χρονο στις γιορτες μοιραζει στα αρρωστα παιδακια που δινουν τη δικη τους μαχη δωρα 
και κονκαρδες με μια ζωγραφια του γιου της που απεικονιζει ενα αλογακι, συμβολο δυναμης, και γραμμενο πανω το συνθημα «Να θυμασαι, θα ξαναβγει ο ηλιος-Αλεξανδρος» και βρηκε ετσι το δικο της τροπο να ξορκισει την ανειπωτη θλιψη, που δεν ξορκιζεται, αλλα εστω, βρηκε το δικο της τροπο 
να χρησιμοποιησει  την αβασταχτη δυναμη αυτης της θλιψης για να δωσει χαρα.
Σεβομαι απιστευτα αυτή τη γυναικα.
Και το συνθημα του γιου της θα είναι παντα εκει στις δυσκολες στιγμες οποιες κι αν είναι αυτές, όπως κι αν ονομαζονται.


Στο γυρισμο περασαμε από το παρκακι του κυρ Θυμιου, εκεινο το παρκακι που ειχα βρεθει ξαφνικα πριν λιγες μερες που φυσαγε, ειχα υποσχεθει στην Ελπιδα ότι θα την παω 
να το δει, ειχε να παει από τοτε που βρεθηκαν εκει τυχαια γυρνωντας από τον εκκλησιασμο.
«Ναι, αυτό είναι το παρκακι!Το θυμαμαι!» αναφωνησε 
η κορη μου και σκαρφαλωσε στο πρωτο δεντρο που βρηκε για να τη βγαλω φωτογραφια με τη Φιλιππα, να την ανεβασει στο Instagram.
Σκαρφαλωσαμε πλατανους, μυρισαμε φλουδες από κορμους, γδαραμε και λιγο γονατο, ετσι όπως πρεπει, μυρισαμε
ευκαλυπτους και πλατανοφυλλα και μακαρισαμε ακομη
μια φορα τον κυρ Θυμιο που, εστω και κατά λαθος (αφου ειχε χαθει ο καημενος γυρνωντας από την εκκλησια
με τα παιδια της ταξης του) μας «εμαθε» αυτό το μερος.

Ο δρομος μας του γυρισμου περνουσε εξω απ το σχολειο 
και ημουν σιγουρη γι΄αυτό που θα ακολουθουσε:
 με μια δρασκελια της μαντρας οι κορες μου, 
εκπαιδευμενες κι οι δυο στα σκαρφαλωματα από μωρα, βρεθηκαν μεσα στο προαυλιο.

«Να το κουτσο! Να η τριλιζα!» φωναζε η Φιλιππα λες και δεν ηξερε ηδη ότι στο δαπεδο της αυλης υπαρχει ζωγραφισμενο ένα κουτσο 
και μια τριλιζα ,ενώ η Ελπιδα, πιο «ωριμη» για τετοιες διαπιστωσεις, εβγαζε φωτογραφιες και βιντεο το ερημο σχολειο για να το στειλει μετα στους συμμαθητες, λες και θα το εβλεπαν για πρωτη-ή μηπως
για τελευταια?- φορα.

Και μιας που ειπα αυτο το «τελευταια», θα ηθελα να πω κατι σε ολες αυτές τις over protective τσουτσουδες που γραφουνε στο διαδικτυο 
και κραζουν και χτυπιουνται να μην ανοιξουν τα σχολεια πριν το Σεπτεμβρη: κουλαρετε κουκλιτσες!
Προσωπικα σεβομαι απολυτα την επιλογη του καθενος και τον τροπο που μεγαλωνει τα τεκνα του, οσο δε βλαπτει αλλους.

Δε θα κατακρινω οσους φοβουνται πως τα παιδια τους θα παθουν τα χιλια μυρια αν βρεθουν στη σχολικη αιθουσα ουτε θα τους υπενθυμισω ότι αυτος ο @#$ιος που μας εκλεισε μεσα είναι πολύ λιγοτερο επικινδυνος για τα παιδια από, ας πουμε, τον Η1Ν1.

Θα τους πω μονο, μιας και πολλοι από αυτους τους γονεις κακοχαρακτηριζουν οσους ανυπομονουν ν’ ανοιξουν τα σχολεια, ότι ξερω τουλαχιστον 10 παιδια αυτή τη στιγμη, εκτος απο τα δικα μου,
που παρακαλανε -τα ιδια,οχι οι γονεις- να γινει αυτο.  

Θα τους πω οτι ο γιος της κολλητης μου,συνομιληκος με το Ζουλη, κλαιει στη σκεψη ότι μπορει 
να μην ξαναδει τη δασκαλα του, που δε θα την εχει του χρονου.
Θα τους πω ότι η Ελπιδα και οι συμμαθητες της θα πανε του χρονου Γυμνασιο και είναι αδυνατον 
να μην αποχαιρετιστουν, να μην αποτισουν φορο τιμης στα μοναδικα 6 χρονια που εζησαν εκει, 
να μην πουν αντιο στο Δασκαλο τους, σε όλα οσα περασαν εκει μεσα, σε αυτό το προαυλιο 
που παντα θα αντηχει από τα γελια και τις φωνες τους.
Θα τους πω ότι η Φιλιππα και οι φιλοι της εχουν σκαρωσει περιπετειες και πλακες και παιχνιδια 
και όλα αυτά τους περιμενουν να τα υλοποιησουν, να γραψουν τη δικη τους ιστορια- οπως ολα τα παιδια δικαιουνται.
Θα τους πω ότι τωρα τελευταια ο γιος μου ολο και πιο συχνα μου αναφερει το σχολειο και κάθε φορα που περπαταμε και βλεπει μια μεγαλη κουκουναρα τη μαζευει και τη φυλαει στην τσεπη 
του φουτερ του, για όταν ξανανοιξουν, «για να παιζουμε ποδοσφαιρο γιατι δεν αφηνουν μπαλλες, βεβαια μια φορα ειχαμε παρει απο το αποθηκακι χωρις να μας καταλαβουν και μετα μας την πηρανε, δεν πειραζει, καλες κι οι κουκουναρες.»
Κι αρχιζει τις ιστοριες για το τρομερο "ψαλιδακι" που εκανε μια μερα στο Ρομπερ, για την ταπα 
που του κερδισε κι εκεινος δεν του την εδινε και πιαστηκανε στα χερια στη μεση του προαυλιου 
και τρεξανε οι αδερφες του ενος και τα ξαδερφια του αλλου και κανανε "κερκιδα",για τους συμμαθητες του που οι περισσοτεροι «είναι Γαυροι και μονο λιγοι Βαζελοι κι Αεκτζηδες...

Και θα κρατησω εγω μετα απ΄όλα αυτά τα παιδια στο σπιτι, να τα δελεαζω με χειροτεχνιες 
και κατασκευες με χρυσοσκονες και κανσον?
Τα παιδια πρεπει να είναι εκει εξω.
Και να γυρνανε «εδώ μεσα» για θαλπωρη,φαγητο και υπνο.
 Αυτή είναι η δικη μου κοσμοθεωρια-όχι απαραιτητα σωστη αλλα δικη μου.
Τα παιδια είναι σαν τ΄αγριολουλουδα, νομιζω.
Πρεπει να τα αφησεις ησυχα, να τα περιβαλλεις με αγαπη αλλα να τ΄αφησεις να ανθισουν χωρις παρεμβολες-φροντιζει η φυση γι΄αυτο.
Δε θελουν ουτε υπερπροστασια ουτε υπερβολικο ποτισμα (αλληγορικα το εννοω το ποτισμα, δεν εννοω μην τα ταιζετε!) ουτε υπερβολικη ενασχοληση ουτε υπερβολικα «από πανω.»

Θελουν ελευθερια, προστασια μεν αλλα με ορια,ορια στην προστασια όχι στην ελευθερια, θελουν παιχνιδι, ηλιο και βροχη και θαλασσα, δεντρα και γρασιδι και λασπες,θελουν να τους μιλησεις 
για πεντε πραγματα όταν θα βρισκονται στην καταλληλη ηλικια,προετοιμασε τα 
κι ας΄τα λοιπον ν’ ανθισουν σαν τα αγριολουλουδα, ας΄τα να κοκκινισουν τα μαγουλα τους, 
να σκληρυνει η πατουσα τους απο την ξυπολησια, να αλατιστει το δερμα τους από τις βουτιες, 
να ματωσουνε τα γονατα κι οι αγκωνες, να σταξει το μαλλι από τον ιδρωτα, ας΄τα να γινουνε μες΄τα ζουμια και να πασαλειφτουνε τρωγωντας το ροδακινο και το καρπουζι, να σκαρωσουν τη σκανδαλια και την περιπετεια με το συνοδοιπορο που θα διαλεξουνε και θα τα διαλεξει στη ζωη, 
τον κολλητο ή την κολλητη τους.

Δε μπορω ν΄ακουω στα παρκα μαμαδες να φωναζουνε «Μην τρεχεις,θα λερωθεις!» 
(ε,και? Τι πειραζει, αληθεια?), «Μη,θα χτυπησεις!» «Μη» το ένα «Μη» το άλλο, «Μη στην τσουληθρα αναποδα…»
Α καλα, αυτό με την τσουληθρα μεγαλο καημο το εχουν ορισμενοι.
Θυμαμαι ηταν μικρα ακομη τα Daltons, η Μαγια πρεπει να ηταν αγεννητη, ημασταν σε μια παιδικη χαρα χωρις κοσμο -οποτε ανεβαιναν αναποδα την τσουληθρα (μια από τις μεγαλυτερες χαρες ολων των παιδιων) χωρις να ενοχλουν κανεναν. Ξαφνικα ερχεται άλλο ένα πιτσιρικακι με τους γονεις του, γυρω στα 4 με 5 χρονων πρεπει να ηταν, κανει κι αυτό ν΄ανεβει αναποδα, βαζει φωνη η μανα του «ΟΧΙ! Όχι αναποδα εσυ!» «Μα τα αλλα παιδια…» κανει να πει αυτό με κομμενα τα φτερα
 «Δεν ξερω τι κανουν οι αλλοι, ΕΜΕΙΣ παμε ΠΑΝΤΑ από τον ΙΣΙΟ δρομο!» το εκοψε η μητερα.
Απογοητευμενο, υπακουσε.

Δε θα την κρινω, δε μ΄αρεσει να το κανω, δε με νοιαζει να μου το κανουν, καθενας όπως νομιζει μεγαλωνει τα παιδια του.
Κι εγω τα μεγαλωνω με την τσουληθρα αναποδα.
Να ΄ναι αλανακια θελω, αγριμακια, καλοκαρδα και ντομπρα μαγκακια.                                                  
 Να ξερουν τους δρομους, τις κακοτοπιες και τα μυστικα περασματα.Να ξερουν τη γειτονια, 
την παραλια, το καλυτερο σημειο για βουτιες, το καλυτερο δεντρο για σκαρφαλωμα,                       
το μαγαζι με την καλυτερη βαφλα-κι ας μην είναι βιολογικη.

Οι Pink Floyd καποτε ελεγαν «Hey,teacher,leave the kids alone»- νομιζω πως αν το ξαναεγραφαν τωρα θα ελεγαν «Hey, parents, leave the kids alone.» Ε μα ναι.

Δεν εφτιαξα αυτό το Blog για να το παιξω «καλη μαμα» ουτε για να αποδειξω κατι.                 
Ολους θα μας κρινει η ιστορια και το αποτελεσμα-και το αποτελεσμα του εργου μας ως γονεις 
είναι τα παιδια μας.
Κανω πολλα λαθη ως γονιος.
Δε μου είναι ευκολο να επιβληθω, συνηθως με τουμπαρουν, δεν ειμαι τοσο καλη μαγειρισσα 
οσο θα ηθελα, καπνιζω μπροστα τους (σε αποσταση και ποτε μεσα στο σπιτι,ε!),ενιοτε ειμαι αθυροστομη, τα αφηνω να βριζονται και να δερνονται μεταξυ τους (ποτε ομως να μη χτυπησουν/βρισουν ξενο παιδι)  και σιγουρα δε θα εχουν να θυμουνται από μενα τραπεζια και πεντανοστιμα κουλουρακια. Δεν εχω κανει καμμια κατασκευη μαζι τους τωρα στην καραντινα οπως ηδη ειπα και βαριεμαι αφορητα τα περισσοτερα επιτραπεζια πλην του ταβλιου.
Επισης δεν τα εχω βοηθησει ιδιαιτερα στο διαβασμα (μονο το Ζουλη που το απαιτει
 από μονος του) και παντα στις συγκεντρωσεις γονεων, απ το Νηπιαγωγειο ακομη,περιμενα 
να τελειωνουν οι δασκαλοι με τα περι αποδοσης στα μαθηματα για να ρωτησω αυτό που οντως μ΄ενδιεφερε: «Είναι κοινωνικα παιδια? Είναι χαρουμενα? Παιζουν στο διαλειμμα? Εχουν φιλους?»
 Αυτό με νοιαζει βασικα.

Γιατι δεν ξεχασα ποτε ποσο τελεια, ποσο αξεχαστα,ποσο συναρπαστικα είναι να εισαι παιδι.                                                                                 
Ισως επειδη εχασα καποια από τα παιδικα και τα εφηβικα μου χρονια από δικα μου λαθη 
και μου ξεγλυστρησαν μεσα από τα χερια μου ανεπιστρεπτι, ισως γι΄αυτό εχω τρομερη ευαισθησια στο να ΖΗΣΟΥΝ τα παιδια την κάθε τους ηλικιακη φαση ετσι όπως πρεπει.
Και να παιξουν, να παιξουν πολύ.
Να χορτασουν ηλιο.

Από τη μερα που βρεθηκαμε με το Μαρακι, κάθε απογευμα περναμε κατω από το σπιτι της 
και της φωναζουμε να βγει, την παιρνουμε μαζι μας και βολταρουμε.
Κυνηγιουνται με τα ποδηλατα στον ποδηλατοδρομο, κανουν Τικ Τοκ, παιζουν ρακετες-ναι, στο κεντρο της πολης.
Αφου ειναι κλειστα τα παρκα και τα σχολεια, δεν πειραζει, θα βολευτουμε με ο,τι εχουμε.

«Ημασταν στον αερα, σ΄ένα άλλο ταξιδι πριγκηπες μιας νιοτης τοσο μακρινης,        περασανε τα χρονια και είναι σαν μια μερα-οσα καναμε δεν τα σβησε κανεις…»

«Τι τραγουδας παλι μωρε, ελα, 
θα μας κανεις ρεζιλιιιι» αρχισε
η Ελπιδα- κι ειχε ένα δικιο, γιατι συνηθως τραγουδαω όταν ειμαστε μονοι μας 
σε ησυχους δρομους κι όχι με…αγνωστο κοσμο- και τωρα ηδη βαδιζαμε το δρομο του γυρισμου και βρισκομασταν μπροστα από το βιβλιοπωλειο τον Ευρυπιδη, 
διπλα τα Zillions ηταν με μια ουρα μεχρι απεναντι για καφε
κι ο φουρνος το ιδιο 
και ποδηλατα περνουσαν και κοσμος περπαταγε και παιδακια με πατινια ετρεχαν και ζευγαρακια κάθε ηλικιας περνουσαν αγκαλιασμενα κι η καρδια μου
σα να μεγαλωσε, σα να ανασανε-
«…και ξαφνικα,ξαφνικα…ειμαστε στον αερα όπως παλια-                                        οπως παλια…ειμαστε στον αερα όπως παλια…» συνεχισα εγω ακαθεκτη και εκλεισα στην Ελπιδα 
το ματι, γιατι νομιζω ότι ειχε δικιο 
ο μικρος Αλεξανδρος, κατι ηξερε αυτος ο πιτσιρικας, σοφος ηδη μεσα στην αδικια της ζωης που βιωνε,θα ξαναβγει ο ηλιος, συντομα θα ξαναβγει, πολύ συντομα, παντα ξαναβγαινει.
Παντα, ειτε το θελουμε ειτε όχι.
Ειτε ειμαστε εκει ειτε οχι.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

LOCK DOWN, ΑΓΧΟΣ ΚΙ ΕΦΗΒΕΙΑ


LOCK DOWN, ΑΓΧΟΣ ΚΙ ΕΦΗΒΕΙΑ

«Δεν είναι τιποτα, δεν εχετε ουτε πρησμενο αδενα, αγχος εχετε» απεφανθη η γιατρος μεσα            από τη μασκα της και απομακρυνε τα γαντοφορεμενα, λεπτα της χερια από το λαιμο μου.
«Και αυτος ο κομπος…αγχος, ε?» ρωτησα ακολουθωντας τη στο γραφειο της.
Εγνευσε «ναι» και μου χαμογελασε απολογουμενη που δε μπορει να με χαιρετισει δια χειραψιας,
«Είναι η κατασταση τετοια βλεπετε…»                                                              
«Ναι,ναι καταλαβαινω, μην ανησυχειτε…»

Περπατωντας προς το αυτοκινητο-δεν ειχα ορεξη να παω με τα ποδια αν κι ηταν κοντα-σκεφτομουν πώς στο καλο εφτασα να νιωθω έναν τετοιο κομπο στο λαιμο που να με ενοχλει σχεδον ολη τη μερα απλα και μονο από το αγχος.

Βεβαια, εγω συγκεκριμενα δε θα επρεπε να το αναρωτιεμαι αυτό.
Στο παρελθον εχω περασει δια πυρος και σιδηρου με το θεμα «αγχος» και «στρες», με δυσβασταχτες φοβιες για τους δικους μου, για τα παιδια μου και για μενα και αν μη τι άλλο εχω περασει                  από καταστασεις που ναι μεν με γονατισαν αλλα μου εδωσαν και την ευκαιρια να ψαξω πολύ              την ψυχη μου-και το θεμα της ψυχης,της Ψυχολογιας και της Ψυχαναλυσης ειδικοτερα.
Πρωτον, όμως, αυτά συνεβησαν στο μακρινο παρελθον και δευτερον ποτε μα ποτε των ποτων             δεν ειχα ψυχοσωματικα. Ποτε.
Μιλουσα πολύ για τα αγχη και τις φοβιες μου,ειχα κι εχω καλους φιλους, μου σταθηκαν,δεν εκρυβα τιποτα, ολοι  ηξεραν τι περνουσα, δεν παριστανα κατι άλλο από αυτό που ημουν κι ισως γι΄αυτό ακριβως, επειδη δηλαδη δεν το «εθαβα», δε μου ειχε ξεσπασει σε ψυχοσωματικο ποτε.
Αρα τι?

Τωρα «το θαβω?»

Ναι, μπορει,γιατι πρεπει να "κρατησω", οσο κραταει αυτό,για τον εαυτο μου και τα Daltons.

Απ΄την άλλη, υπαρχει και κανεις που δε στρεσαρεται αυτον τον καιρο, χωρις να ειναι λοβοτομημενος?


Το βραδυ, αργα,
παρα το μανιασμενο αερα
που λυσσαγε εκει εξω,
πηρα τους δρομους. Ολομοναχη.

Με βολευε που φυσαγε τοσο πολυ
γιατι δε θα αναγκαζομουν να σκαω από τη ζεστη  με το περπατημα και να καταληγω παλι  
να κουβαλαω το μπουφαν στα χερια από τα μισα της διαδρομης κινδυνευοντας να μου πεσουν 
από τις τσεπες διαφορα.
 Ετσι πρεπει να εχασα την αστυνομικη μου ταυτοτητα, θα μου ΄πεσε από το μπουφαν κι ετσι τωρα κυκλοφορω με την πολυτεκνικη ή της Ενωσης Συντακτων που πολύ αμφιβαλλω αν θα «περασουν» σε περιπτωση ελεγχου.

Οποτε φυσαει τοσο πολύ θυμαμαι μια συνετευξη της Ολυμπιας Δουκακη, της μεγαλης αυτης ηθοποιου που εχει κανει καριερα στην Αμερικη.
Την ειχαν ρωτησει αν φοβαται το θανατο κι ειχε απαντησει «Λυπαμαι για όλα αυτά που θα αφησω όταν φυγω.»  Και μεταξυ αλλων ειχε αναφερει τον ανεμο.

«I love the wind…» ειχε πει με ονειροπολα φωνη και στο πλανο θυμαμαι εδειχνε ένα δεντρο 
που του πηγαινοφερνει τα κλαδια ο αερας, στην κορυφη ενός λοφου.
Δεν ξερω γιατι μου εμεινε τοσο πολύ αυτή η ατακα, μαλλον γιατι κι εγω αγαπω τον ανεμο, 
κυριως το Χειμωνα μιας και το Καλοκαιρι δεν τολμαμε να τον αγαπησουμε, συνηθως προμηνυει πυρκαγιες,απαγορευτικο αποπλου, τιποτα ευχαριστο.
Βεβαια το φετινο Καλοκαιρι ο αποπλους μαλλον θα είναι δυσκολος από πολλες αποψεις.

«Να βαλω τα μεταξωτα και να φυσαει, στα εργοστασια μπροστα και στα σκουπιδια πλαι…» τραγουδουσα από μεσα μου βαδιζοντας στην αποκοσμη ησυχια της νυχτας και της καραντινας.

Τα παραθυρα στα σπιτια φωτισμενα.
 Η Μελινα Κανα αντικατασταθηκε συντομα στ΄αυτια μου από τους Pink Floyd, “Hello,is there anybody in there…” αν και στην πραγματικοτητα το αντιθετο αναρωτιομουν: “is there anybody out there?”

Ψυχη δεν περνουσε. Ουτε καν αδεσποτο σκυλι.
 Μονο ο ανεμος ακουγοταν που σφυριζε  στα φυλλα. Ωραιος ηχος. Αρχεγονος.

Περασα κατω από το σπιτι του κολλητου της μεγαλης μου κορης, του γλυκου αυτου αγοριου              που την αγαπαει από την Πρωτη Δημοτικου κι εχει σταθει διπλα της βραχος και φιλος πραγματικος- ακομη κι όταν εκεινη αγαπησε έναν άλλο ομορφουλη.
Το αυτοκινητο της οικογενειας ηταν παρκαρισμενο από κατω, φωτα στο σαλονι, η μαμα του 
(και φιλη μου) θα ετοιμαζε το βραδυνο, τα παιδια θα αραζαν στην τηλεοραση ή θα επαιζαν επιτραπεζια, ισως και να ηταν σε βιντεοκληση με την κορη μου αυτή τη στιγμη.

Ποσες και ποσες φορες δεν ειχα αφησει εδώ τον ξανθουλη πιτσιρικα,μετα από βολτες                      που τους πηγαινα στο Mall ή μετα από παρτυ του σχολειου-κι εκεινος παντα χαιρετουσε 
τη δικια μου και βαδιζε προς την αυλοπορτα τοσο ωραια, τοσο παιχνιδιαρικα, σχεδον χοροπηδωντας, κανοντας ένα σαλτο στα σκαλια και κανοντας μας σινιαλο από την εισοδο του σπιτιου ότι ενταξει,     του ανοιξαν από πανω, μπορουμε να φυγουμε ησυχοι.
Ποσες και ποσες βολτες στην Κηφισια, ποσα Καλαντα με τις παρεες των παιδιων, να μετρανε 
μετα τις εισπραξεις στα παγκακια, να βγαινει ολο λαθος η μοιρασια, να αναλαμβανουν τη διαιρεση
οι μεγαλοι, όχι διχως συστολη, α ναι, ηταν τυχερα τα παιδια σ΄αυτό το θεμα,ταιριαξαν πολύ
με τα συνομιληκα τους στο σχολειο, εκαναν φιλους,με τις περισσοτερες μαμαδες ειμαι κι εγω αρκετα κοντα, μιλαμε στα τηλεφωνα συχνα, «Τι θα γινει ρε συ, πώς τα βλεπεις,θα ξανανοιξουν τα σχολεια, θα ξαναβρεθουμε πουθενα πριν το Σεπτεμβρη?» αναρωτιομαστε και συμφωνουμε ολες 
ότι στα παιδια μας λειπει, τελικα, πολυ ολο αυτό που ζουσαν πριν.
Κι ας βαρυγκομουσαν με το πρωινο ξυπνημα και τα μαθηματα.
Τρεχοντας θα ξαναγυρναγαν σ΄ολα αυτα, αυριο κιολας.
Θα εδιναν ευχαριστως και τα κινητα τους ακομη για να επιστρεψουν.

Η μεγαλη μου του χρονου θα παει Γυμνασιο. Δε θα εχουν ουτε καν την ευκαιρια να αποχαιρετιστουν με τους συμμαθητες? 
Δε θα συνεχισουν όλα μαζι, καποια θα πανε αλλου, δε θα κανουν καν φιναλε, θα τελειωσει τοσο αποτομα η εξαχρονη, υπεροχη πορεια τους στο Δημοτικο?

Σε ένα γκρουπ στο Facebook εγραφε μια κι εκραζε οσους γονεις ανυπομονουν να ξανανοιξουν 
οι «σχολικες μοναδες»:                                                                                            
«Είναι γονεις που ουδεποτε ασχοληθηκαν με τα παιδια τους, που τα παρκαρανε παντα δεξια
 κι αριστερα και ανυπομονουν να τα ξεφορτωθουν!» υποστηριζε.
Μαλιστα.
Προφανως η κυρια ειτε εχει παιδια κατω των 4 ετων ειτε είναι η απολυτη πρηχτρα δασκαλων/διευθυντων/καθηγητων φροντιστηριου, από τις γνωστες helicopter moms  που θελουν να εχουν 
τον ελεγχο στα παντα και δεν αφηνουν το βλασταρι να αυτονομηθει ουτε καν για να κανει μπανιο μονο του.
Δεν ξερω, μπορει και να υπερβαλλω. Δε μπορεις να κρινεις τον άλλο από μια διαδικτυακη ατακα.

Το 12χρονο παιδι όμως και το 10χρονο ανηκει στο σχολειο του.
 Ανηκει στην παρεα του, στα φιλαρακια του, στις πρωτες εξοδους (διακριτικη συνοδεια μαμας, ακομη), ανηκει στα πρωτα σκιρτηματα, ανηκει στην πρωτη «μπουκαλα» που παιξανε
 στο αποκριατικο παρτυ του σχολειου, ανηκει στα φτερα του, που ετοιμαζεται να τ’ ανοιξει 
και κανεις δεν εχει δικαιωμα, γαμωτο, κανεις δε μπορει να του το στερησει αυτο.

Πληρωνοντας μια ζεστη σοκολατα στα Everest, η κοπελα στο ταμειο μου μιλησε από μονη της. 
«Με το που νυχτωνει, δεν αντεχεται…»
Μου εδειξε με ένα νευμα τον ερημο δρομο εξω.
«Αυτή η ησυχια, αυτή η ερημια…είναι σα να μη ζουμε στην πραγματικοτητα,
σα να ζουμε κατι αλλο.»

Περπατησα λιγο προς τα μαγαζια, ολομοναχη σε μια αδεια πολη, μονο τα μηχανακια 
των ντελιβεραδων περναγανε-σχεδον τους ζηλεψα, κρατανε μια κανονικοτητα αυτοι, τους βλεπω καμμια φορα που πλησιαζουν δυο-δυο στις διασταυρωσεις και τα λενε, συνηθως σε καποια γλωσσα που δεν καταλαβαινω, κι ας είναι από διαφορετικα μαγαζια, συνεννοουνται αυτοι, τους ενωνουν 
πιο πολλα απ’ τη φιρμα της κάθε πιτσαριας.

Κάθε γωνια της ερημωμενης πολης ειχε κατι να μου ξυπνησει, μια αναμνηση, ένα χαμογελο.
Θλιβερο και γεματο ξεραμενα φυλλα απ΄εξω το Floca, που ειχαμε κατσει τοσες φορες με τη μαμα της συμμαθητριας της Φιλιππας, οσο τα παιδια ηταν σε καποιο Escape room εκει κοντα…
Αριστερα και προς τα πανω τα Starbucks, ποσες αναμνησεις κι από δω, καφεδες με φιλους                  και συναδελφους, ατελειωτες συζητησεις, γελια και τσιγαρα, αναμονες στην ουρα, εφηβακια 
να κανουν χαβαλε και να βγαζουν σελφι,ειχα φερει την Ελπιδα με το αγορι της στο πρωτο τους ραντεβου εδώ κι ειχαμε κατσει εξω, αυτά σε τραπεζακι κι εγω λιγο πιο κει για να μην τα ενοχλω, 
για δες τωρα, κλειδαμπαρωμενα και τα Starbucks, σκοταδι σε ολο το τετραγωνο που τετοια ωρα 
θα ηταν γεματο νεολαια, θελω να παω προς τα κει αλλα φοβαμαι λιγο, εχει κατι το τρομαχτικο
 αυτή η σκοτεινια, αυτή η ερημια.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               Πιο ‘κει τα Ζαρα, που μια εποχη, τα ειχαμε «χτισει» με την αδελφη μου, κάθε Σαββατο εκει, απεναντι αλλα μαγαζια, τα ακριβα, με υπερκυριλε ρουχα  που ποτε δε θα με ενδιεφεραν 
αλλα και παλι, είναι λυπηρο, οι βιτρινες, με τις κουκλες τους ντυμενες με σκοπο να σαγηνευσουν
την περαστικη, να μπει και να θαυμασει, τωρα στεκουν εκει σταματημενες θα μου πεις σταματημενες ηταν παντα,είναι κουκλες, hello! - αλλα είναι αλλιωτικο αυτό το «σταματημα», είναι σα να παγωσε
 ο χρονος, σα να πατησε καποιος το pause ξαφνικα  και η ζωη να μπηκε στον παγο,να συνεχιζεται “κανονικα” μονο για καποια παραξενα πλασματα όπως οι διανομεις, οι δημοσιογραφοι, 
οι νοσοκομειακοι γιατροι, τετοια πλασματα-κι εμεις ολοι οι υπολοιποι να εχουμε περασει 
σε μιαν ακρη, μια άλλη οχθη, ενας στιχος των No Doubt αρχισε να παιζει στο εσωτερικο μου ραδιοφωνο «I can see us dying- are we?» κι αμεσως μετα η σκεψη «Εισαι χαζη, γινεσαι μελοδραματικη, θα περασουν όλα, εδώ εζησε πολεμους η ανθρωποτητα και λοιμους και τοσα δεινα…»   

Κι ομως, τι μερα θα ξημερωσει μετα από όλα αυτά, τι θα γινει ο κοσμος, οι επιχειρησεις, 
πώς θα ανακαμψει η οικονομια, οι χωρες που νομιζαν ότι ηταν πανισχυρες κι ηρθε αυτό το τοσο δα πραματακι, αορατο με γυμνο ματι και τα διελυσε όλα, τι θα γινουν τα παιδια μας, που θα παει
 η ευτυχισμενη παιδικη ηλικια που τους υποσχεθηκαμε, η κορη μου, η Ελπιδα, ηταν προεδρος 
στην ταξη της, δεν προλαβε το κοριτσακι μου, δεν προλαβε να κανει αυτά που ηθελε, ισως να μη γινει αποφοιτηση καν, θα βρεθουνε στο Γυμνασιο τα Εκτακια ξεριζωμενα βιαια από το μικρο σχολειο τους, αναγκασμενα  να μεγαλωσουν σ΄ένα βραδυ-και τα Πρωτακια, με το που συνηθισαν 
τα μικρουλια τσουπ, παλι από την αρχη...
 Να ένα φορεματακι  με μια αλεπου σε μια βιτρινα, ποσο θα μ΄αρεσε για την πρωτη μερα της Μαγιας στον παιδικο σταθμο, είναι σημαντικο το τι θα βαλει πρωτη μερα, η πρωτη της φιλη, 
αυτη που δεν εχει γνωρισει ακομη, παντα θα το θυμαται, «Θυμασαι» θα λενε αργοτερα «που πρωτη μερα που σε γνωρισα φοραγες το φορεμα με την αλεπου?», θα της εκανα κοτσιδακια,θα ξεκινουσε τωρα τον Απριλιο που εχει και τα γενεθλια της...

Σκεφτομαι τη Μαγια, τον πατερα μου, το Ζουλη, τη Φιλιππα, ποσο αγχος μπορει να κρυβουν μεσα τους κι αυτα και να μην το δειχνουν, τι να κανουν τωρα κι οι φιλοι τους,και τα μοναχοπαιδια τι να κανουν που είναι σ΄ένα σπιτι με ένα ταμπλετ ολη μερα αγκαλια κι οι γιαγιαδες οι μονες τους, 
κι οι παππουδες οι μονοι τους, ανθρωποι κλεισμενοι σε διαμερισματα, να ακουνε την τρομολαγνεια των ειδησεων ολη μερα, "δε χαλαρωνουν τα μετρα" και "ενα στραβοπατημα τωρα θα ηταν μοιραιο", "προστιμο" ,"δηλωση μετακινησης",αποσταση, απομονωση, πώς γιναμε ετσι από έναν αορατο εχθρο-και ξαφνικα αντιλαμβανομαι πως περπατωντας και χωρις να το καταλαβω εχω βρεθει στο «παρκακι του κυριου Θυμιου.»

Ο κυρ Θυμιος ηταν ο δασκαλος της κορης μου της μεγαλης στην Τριτη και την Τεταρτη Δημοτικου και καποτε, μετα από έναν εκκλησιασμο που ειχαν παει με τα ποδια, εχασε το δρομο στο γυρισμο 
για το σχολειο και βρεθηκε με την ταξη του σε ένα μικρο παρκο που παει παραλληλα με ένα ποταμακι, γνωστο ποταμακι της περιοχης.
Τα παιδια δεν το ηξεραν το παρκακι, γεματο δεντρα, πλατανια υπεραιωνοβια, δρομακια 
και μονοπατακια και μυστικες αλεες, τυχαια βρεθηκαν εκει, ο κυριος Θυμιος ο καημενος προσπαθουσε να βρει το δρομο, τα παιδια παρακαλουσαν να μην τον βρει, ηταν μαγευτικα
και παραξενα εκει μεσα, τελικα τον βρηκε αλλα η κορη μου εχει να λεει ότι για οσο εμειναν εκει ηταν από τις ωραιοτερες της στιγμες στο σχολειο, ηταν σα να ειχαν μεταφερθει ξαφνικα σε έναν παραμυθενιο κοσμο χωρις να ξερουν καν πώς εγινε, όπως κι εγω τωρα- κι από τοτε το λεμε
 «το παρκακι του κυρ Θυμιου.»
Του κυρ Θυμιου που ηταν δασκαλος παλαιας κοπης, λιγο αυστηρος αλλα τ΄αγαπαγε τα παιδια
 κι αυτά τον αγαπουσανε, η ταξη της κορης μου ηταν η τελευταια του πριν τη συνταξη, εκεινη υποστηριζε ότι «δεν την πηγαινε μια» αλλα εκεινος τη φωναζε «Περσεφονη», «η ωραια Περσεφονη», παει ο κυρ Θυμιος, πηρε συνταξη, ειχε ερθει να τα δει περσυ, να δει τα τελευταια 
του μαθητουδια, τους εφερε σοκοφρετακια και τα αγκαλιασε και ειπε στην Ελπιδα «Τι κανεις, Περσεφονη?» και τι στο καλο εχω παθει εγω τωρα, ειμαι στο ερημο παρκακι με τον παραξενο, χλωμο φωτισμο και τα δεντρα που χορευουν τα κλαδια τους από το λυσσασμενο αερα και για δες, απιστευτο, εχω πλανταξει στο κλαμμα μεσα στη νυχτα για τον κυρ Θυμιο, που τους εφερε σοκοφρετακια και που φυσικα δεν είναι η αιτια, η θυμηση του είναι μονο η αφορμη.
Εχω πλανταξει και δεν ξερω κι εγω γιατι απ΄όλα.

Που είναι η Περσεφονη σου τωρα κυρ Θυμιο μου, η ομορφη Περσεφονη, η Ελπιδα μου, 
που δε μιλιεται τελευταια, που μπηκε στην εφηβεια, που είναι με ένα κινητο στο χερι ολη μερα, γιατι δεν την ενδιαφερει κατι αλλο,που αγριευει όταν πας να της μιλησεις, που πανω που τα εφτιαξε
 με το αγορι που αγαπουσε απο την Τριτη Δημοτικου, πανω που προλαβανε να παιξουν μια φορα «μπουκαλα»,πανω που τους πηγα στο πρωτο τους ραντεβου στα Starbucks να πιουνε μιλκ σεικ, αποχωριστηκαν τοσο αποτομα, η καρτουλα της του Αγιου Βαλεντινου ισως να είναι ακομη 
στην τσαντα του, παντως το κολιε που της χαρισε εκεινη το φοραει παντα…

«Αγχος» ερχονται στ΄αυτια μου ξανα τα λογια της γιατρου νωριτερα τ΄απογευμα. «Αγχος.»

Την άλλη μερα κατά το μεσημερακι ειπα στην κορη μου: «Θα ερθεις μαζι μου?»
«Που?» ρωτησε βαριεστημενα από τον καναπε χωρις καν να σηκωσει το κεφαλι της από την οθονη του κινητου.
Μικρο εφηβακι μου…
Για φαντασου,αυτό είναι το πρωτο μωρο που γεννησα. Τοση δα ηταν στα χερια μου (καλα, με βαρος 4,150 δεν τη λες και «τοση δα» ακριβως), ένα μωρο που αποκοιμιοταν στο στηθος μου και τωρα παω να την αγκαλιασω και με σπρωχνει.
Αυτη η κοριτσαρα με το απιστευτο μαλλι που κοντευει να με περασει σε μποι.                          
Ειναι η πρωτοτοκη μου.

«Που θες να παμε?»
Σηκωσε τους ωμους αδιαφορα- αυτή η απαθης αδιαφορια της που με τσακιζει τωρα τελευταια.
«Παντως για περπατημα δεν ερχομαι» διευκρινισε.
«Ωραια, σουπερ μαρκετ ερχεσαι? Με το αυτοκινητο» διευκρινισα κι εγω πριν πει όχι.             
 «Θα σου παρω κι ένα αρωμα, οποιο σ΄αρεσει.»

Φυγαμε.
Και δε γυρισαμε πριν τις 8 το βραδυ. 
Και μιλουσαμε, μιλουσαμε σε ολο το δρομο.
Και για άλλη μια φορα ενιωσα την αναγκη της
να με εχει για λιγο μονη της κι αυτή, αποκλειστικα.
Να ειμαι η μαμα κι η φιλη της, ο προστατης
και ο οδηγος της, ο βραχος κι η εξομολογητρια της,
το χερι που θα την οδηγησει από αυτό το περασμα
από την παιδικη ηλικια στην εφηβεια
και μετα στην ενηλικιωση, 
αυτη που θα τη διδαξει όχι το δρομο το δικο μου
 αλλα το πώς να βρει το δικο της.

Και βγαλαμε φωτογραφιες.
Και γελασαμε.
Και μου εδειξε χορευτικα.
Και βρηκαμε ανοιχτο ένα Mikel και παραγγειλαμε ζεστη Μοκα εγω κι αυτή ζεστη σοκολατα
και ο γλυκυτατος νεαρος μας τα εκανε και τα δυο κρυα
αλλα χαλαλι του, αφου βρηκαμε ανοιχτο Mikel.
 Τωρα ξερουμε που θα ερχομαστε και ποια θα είναι η «ουαου διασκεδαση της ημερας.»
Ενας καφες παντα κανει τα πραγματα λιγο πιο χαρουμενα.

Και της πηρα κι αρωμα, ένα απ΄αυτά του σωρου που πουλανε τα σουπερ μαρκετ αλλα θα μυριζει τοσο ξεχωριστα επανω  της και θα το βαλει όταν ξαναδει το ομορφο αγορι της -και θα τον ξαναδει, σιγουρα, πριν το Σεπτεμβρη.

Και πηγαμε στα Goodys και κατσαμε και φαγαμε στο αυτοκινητο γιατι απαγορευεται  να καθισεις εκει,και τοτε θυμηθηκαμε κι οι δυο ότι ειχε μαθημα Αγγλικων σε πεντε λεπτα μεσω Skype και μου λεει «Μαμα, ας μην κανω σημερα μαθημα, πειραζει?Δε θελω να παμε σπιτι» και της λεω «Εννοειται πως δεν πειραζει, φυγαμε για οπου θες» ,
 το χαρτακι μας εγραφε βεβαια «Β2-σουπερ μαρκετ» ως λογο μετακινησης αλλα δε βαριεσαι,ας με σταματαγε κανεις 
να μου πει που πας με το παιδι και θα του λεγα καμμια κουβεντα.
«Που παμε? Να θεραπευσουμε το αγχος μας παμε,
να δραπετευσουμε, να μιλησουμε, να ξεφυγουμε,    ν΄αναπνευσουμε, παμε στο πουθενα» θα απαντουσα.             Και μετα θα ετρωγα το προστιμο των 300 ευρω και θα ισιωνα μια και καλη.

 Όταν γυρισαμε σπιτι, αργα το απογευμα και πιασαμε 
 να φορτωνουμε τις φωτογραφιες από το κινητο της Ελπιδας   στον υπολογιστη (θελει να τις περναει το συντομοτερο  δυνατο μη και γινει κατι και χαθουν τα…ενσταντανε) αναμεσα σε αχρηστα screen shots 
και βιντεακια του Τικ Τοκ και ποζες με αυτια κουνελου και μυτη γατουλας και λοιπα, ειδα και τρεις-τεσσερις στη σειρα οπου η κορη μου ειχε ποζαρει στην καμερα, μονη της στο δωματιο της, 
με τα πιο θλιμμενα ματια που εχω δει πανω της στα 12 χρονια που την εχω παιδι μου.

 Κοιτωντας καλυτερα, ειδα ότι τα μαγουλακια της τα παντα ροδαλα κι αφρατα,τα αυλακωναν δακρυα. Προχθεσινες οι φωτογραφιες,βασει ημερομηνιας.

«Ελα δω καλε, τι εγινε εδώ?» τη ρωτησα αμφιβαλλοντας την ιδια στιγμη αν ηταν σωστο αυτό που εκανα ή αν επρεπε να κανω σα να μην το ειδα.
«Τιποτα ρε μαμα, προσπαθουσα να δω αν μπορω να κλαψω στα ψευτικα» μου πεταξε δηθεν αδιαφορα.

Η Ελπιδα. Να κλαψει στα ψευτικα. Αυτη που δυσκολα κλαιει και στ΄αληθεια.
Που δε μπορει να πει ψεμματα ουτε για πλακα. Αν αυτες οι φωτογραφιες είναι αποτελεσμα «προσπαθειας ψευτικου κλαμματος» τοτε η κορη μου αξιζει το Οσκαρ ηθοποιιας! Και δεν είναι καλη ηθοποιος, το ξερω.
Εκλαιγε μονη της, προχθες, κλεισμενη στο δωματιο της, απλα.
Αυτό ηταν. Η αιτια δεν εχει σημασια, ετσι κι αλλιως την ξερω ηδη.
Το θεμα είναι ότι εκλαιγε μονη της, στο δωματιο της, προχθες.                                                              Και δεν πηρα πρεφα.

«Όχι τα παιδια, γαμωτο, όχι τα παιδια!» μου ηρθε να φωναξω και να χτυπησω το χερι στο τραπεζι. Σκισε μας εμας, ας μας τσακισει το αγχος, ετσι κι αλλιως ειτε ενεργα ειτε με την αδιαφορια μας
εμεις τα καναμε μανταρα -αλλα ΟΧΙ τα παιδια!
Διοτι, στην εφηβεια είναι, εννοειται πως και θα κλειστει
στο δωματιο της και θα κλαψει και θα ακουσει λυπητερα τραγουδια και θα γινει μελοδραματικη-εδώ γινομαι εγω ολοκληρη γαιδουρα-και θα περασει κι  απογοητευσεις
και θα δακρυσει κρυφα αλλα να είναι οι λογοι
οι υγιεις, οι νορμαλ.
Αυτοι που αν δεν τους βιωσεις 
δεν προχωρας παραπερα στο επομενο level,
να ‘ναι αυτοι οι λογοι κι όχι αυτό το σταματημα,
η παγωμαρα, αυτό το pause, αυτή η αποκοσμη ερημια,
 αυτή η αντιπερα οχθη που βρεθηκαμε ξαφνικα,
σαν κουκλες σε μια βιτρινα που περιμενουν ακινητες ν΄αλλαξει η σαιζον κι η κολεξιον, να τις ντυσουν
με καινουρια,να φυγουν τα παλια.

Σαν το παραμυθι της Ωραιας Κοιμωμενης,
καπως ετσι ειμαστε.
Που μολις τρυπηθηκε εκεινη από το αδραχτι 
εμειναν όλα σταματημενα για 100 χρονια.

Στην πραγματικη ζωη, εφαγε ενας τυπος μια νυχτεριδα (μας λενε)
 και επεσε σε βαθια καταψυξη ολη η υφηλιος.

Ποσο θα κρατησει αυτό σ΄εμας, στην κανονικη ζωη την εξω απ΄τα παραμυθια?

Ποτε θα πατηθει ξανα το Play? Το Play…υπο πολλες εννοιες.        
                                                               
Το Play για το παιχνιδι, τη χαρα, τη συνεχεια, την ελευθερια, το «μπροστα».

Προς το παρον ειμαστε ακομη στο Pause.

Κι όχι τιποτ΄άλλο: στην πραγματικη ζωη δεν εχει και Fast Forward.




Κυριακή 5 Απριλίου 2020

(NOT) SUCH A PERFECT DAY...


(NOT) SUCH A PERFECT DAY

Δεν ειναι ολες οι μερες ιδιες.
Κι αυτο ελειπε, να ζουσαμε σε μια flat line.

Και όπως δεν είναι ολες οι μερες ιδιες στην κανονικη ζωη,ετσι δεν είναι και στην καραντινα.

Υπο συνθηκες ομαλης καθημερινοτητας, φανταζομαι ότι η μερα σημερα θα βαδιζε ως εξης:
Η 3χρονη Μαγια, που παρεκαμψε τα λεγομενα terrible twos αλλα τα μετεθεσε σε horrible threes, λογικα δε θα συνεργαζοταν σε τιποτα: από το να φαει μεχρι να βαλει παπουτσια για να παμε 
να παρουμε τ΄αδερφια της από το σχολειο.

Θα ηταν μια μερα γεματη δραστηριοτητες, Δευτερα ή Τεταρτη ας πουμε, που θα σημαινε ότι ολοι 
θα επρεπε να φανε στην ωρα τους,να διαβασουν και να φυγουμε.

Λογικα,δε θα τους αρεσε το φαι («Αρακα? ΓΙΑΤΙ αρακα?») παρ΄ο,τι θα το ειχαμε συμφωνησει
από το προηγουμενο βραδυ κι επειδη δε γινεται να πανε νηστικα στα διαφορα εξωσχολικα 
θα υπεκυπτα να φτιαξω κατι άλλο προχειρο την ιδια στιγμη που η Μαγια θα με τραβολογαγε 
από τη μπλουζα φωναζοντας «Μπιλιά!Μπιλιά!»

Μιλαει κανονικοτατα από εναμιση ετους αλλα το στηθος,το θηλασμο δηλαδη,επιμενει να το λεει «Μπιλιά» σε μια δικη της αυθορμητη λεξιπλασια.              
                                           
 Θα ζητουσε λοιπον Μπιλιά επισταμενως την ιδια στιγμη που εγω θα ετοιμαζα αυγα τηγανιτα
 ή τραχανα (ένα γρηγορο φαι που απαιτει όμως να εισαι από πανω) και οι υπολοιποι 
θα προσπαθουσαν να ξεκινησουν διαβασμα εν μεσω φωνων Μαγιας και δικων τους μινι-τσακωμων.

Θα θηλαζα τη Μαγια μεχρι να φανε, κατά πασα πιθανοτητα αν ειχε ξυπνησει νωρις θα την επαιρνε
 ο υπνος, δε θα ξυπναγε μεχρι την ωρα των Αγγλικων της Φιλιππας και θα αναγκαζομουν
 να την παρω κοιμισμενη, θα ξυπνουσε στο ασανσερ και θα τσιριζε, δε θα ηθελε να μπει 
στο αυτοκινητο, μετα δε θα ηθελε να δεθει στο αυτοκινητο, μετα δε θα ηθελε να κατεβει 
από το αυτοκινητο.

Θα αργουσαμε κανα πενταλεπτο στο φροντιστηριο, η Φιλιππα
 θα γκρινιαζε γιατι δε θελει να αργει, θα επρεπε να την ανεβασω εγω ως πανω 
για να τη δικαιολογησω, η Μαγια δε θα ηθελενα ακολουθησει,θα την επαιρνα μαζι μου
 με το ζορι -και λογικα θα εβρεχε καρεκλες.

Θα πηγαινε καπως ετσι ολο το απογευμα, με ποδοσφαιρο Ζουλη και Φιλιππας (σε διαφορετικες ομαδες και γηπεδα), Αγγλικα-βολευ Ελπιδας και γκρινια Μαγιας-και στο τελος θα γυρνουσαμε αργα 
το βραδυ, θα τους κυνηγουσα λιγο για να διαβασουνε τα εναπομειναντα, οι μεγαλες θα με γραφανε γιατι θα κανανε βιντεοκληση με τους συμμαθητες (που θα ξαναεβλεπαν σε λιγες ωρες παλι 
στο σχολειο) και μολις ολοι αποκοιμιοντουσαν και την αραζα εξω στο μπαλκονι για τσιγαρο                  θα διαπιστωνα ότι εχω ξεχασει να παρω γαλα για το πρωι.
Καπως ετσι…

Ε,και? 

Βρε ας ημασταν στην κανονικη μας ζωη ολοι κι ας ηταν κι ετσι και πιο ζορικα (ας πουμε, 
να ηταν ένα από τα τεσσερα με ιωση,ο Ζουλης να μην εβρισκε το ισοθερμικο μπλουζακι 
για την προπονηση,η Ελπιδα να ειχε στραβωσει με την κολλητη της,τετοια.)

Φανταστειτε τωρα η μερα να είναι ετσι κι αλλιως γραφτο να παει αναποδα-και να εισαι
 σε καραντινα.
Ε, μια τετοια μερα είναι η σημερινη.
Παρεπιπτοντως Δευτερα κλεινουμε και 3η εβδομαδα «εντος» και μεχρι προσφατα ελεγα
 ότι με τα Daltons καλα μας εχει παει, μεσες-ακρες. 
Χωρις ιδιαιτερες εξαρσεις και τσιτωματα.

Σημερα ωστοσο οποιοσδηποτε ενηλικας θα μπορουσε να προσφερει ένα χερι βοηθειας δεν είναι διαθεσιμος-αρα μονη μου ολη την ημερα με τα Daltons, που σιγα, εχουμε παει και διακοπες μονοι μας
 και το εχουμε κα-τα-ευ-χα-ριστηθει, και πολλες φορες τα κουλαντριζω ολομοναχη 
και μια χαρα-αλλα η Μαγια περναει, ειπαμε, τα horrible threes (τα κλεινει τελη Απριλη και περιμενει  και παρτυ,κουνια που την κουναγε) και η Ελπιδα τα incredible twelvesκοινως,
τα δυο «ακρα»,το μικροτερο και το μεγαλυτερο είναι σε δυο δυσκολες ηλικιες: νηπιο και εφηβακι
και μαλιστα στην αρχη της εφηβειας.

Αν με ρωτατε προτιμαω χιλιες φορες την εφηβεια.

Τουλαχιστον, αν δειξεις κατανοηση κι ενσυναισθηση, συνεννοεισαι.

Η Ελπιδα μπορει να μη μιλιεται καποιες μερες και να ειναι μεσα στην αντιδραση και το "οχι" αλλα καποιες αλλες, κυριως οταν την παιρνω μαζι σε ψωνια και βολτες, 
παιρνει πολυ τα πανω της- ειδικα χθες που της πηρα 
και επαναχρησιμοποιουμενη μαυρη υφασματινη μασκα 
για το σουπερ μαρκετ (την ηθελε μαυρη 
για να ειναι πιο "σικ") και πηγαμε
 και βολτα με το αυτοκινητο, 
οι δυο μας μονο, ηταν αλλο παιδι.

Οι ηλικιες από 2μιση μεχρι 5 παντα με κουραζαν περισσοτερο κι από τη νεογνικη, γιατι είναι η φαση 
που ουσιαστικα το παιδι αυτονομειται και θετει τα ορια του στον εαυτο του και στο περιβαλλον του, δοκιμαζοντας παραλληλα τα ορια των γυρω του.
Και κυριως της μανας του.

Η Μαγια από το πρωι σημερα ηθελε να είμαστε ολη την ωρα αυτοκολλητες και να θηλαζει.

Αυτη ειναι μια φαση που την περνανε πολλα μακροχρονια θηλαζοντα παιδια, τα πιανει ενα κατι γυρω στα 2μιση με 3 και μπορει να σε εχουν και να σε ξεζουμιζουν ολη μερα.
Και ξαφνικα, μια μερα, αν το χειριστεις σωστα, αποθηλαζουν μονα τους σα να μην τρεχει καστανο.
Δεν ηταν ομως η σημερινη αυτη η μερα για τη μικρη μου.

Να εχω ένα καρο δουλειες, να πρεπει να ξεκολλησω τη μεγαλη από το @#$%!κινητο (που αναθεμα την ωρα και τη στιγμη που της το πηραμε, αναθεμα!) και να τη βαλω να διαβασει, να πρεπει να κανω ηλεκτρικη σκουπα γιατι τα ψιχουλα κι η σκονη ειχαν κανει σταθμη πλεον στο πατωμα
 και να συμμαζεψω τη ντουλαπα του Ζουλη που την ειχα ξεκινησει από χτες βραδυ-κι η μικρη 
να θελει να θηλαζει σα νεογεννητο!

Εδώ να κανω μια διευκρινιση: εχω αναφερει πολλες φορες ότι ειμαι καπνιστρια.
Ισως καποιοι που διαβαζουν αυτό το Blog και δε με ξερουν καλα να αναρωτιουνται 
«Μα καπνιζει και θηλαζει?Παει καλα αυτή?»
Θα εξηγησω λοιπον συνοπτικα,γιατι θα κανω καποια στιγμη ξεχωριστη αναρτηση για το θηλασμο,     ότι ο Παγκοσμιος Οργανισμος Υγειας που τοσο τον ακουμε και τον τιμαμε αυτες στις μερες συστηνει στις θηλαζουσες που θελουν να συνεχισουν το καπνισμα,να καπνιζουν το πολύ μεχρι 5 τσιγαρα 
την ημερα, παντα βεβαια μακρια από το παιδι και να τηρουν κανονες υγιεινης όπως πλυσιμο δοντιων/χεριων μετα το τσιγαρο και χρονικη αποσταση 90 λεπτων από την τελευταια τζουρα 
ως τον επομενο θηλασμο. 
Και πανω από όλα, αυτό που τονιζει είναι πως το καπνισμα ΔΕΝ αποτελει αντενδειξη 
για το θηλασμο.
Βαζω μια «ανω τελεια» σε αυτό το θεμα κι όπως εγραψα θα επανελθω σε επομενη αναρτηση αναλυτικοτερα.

Η μικρη λοιπον σημερα ηθελε αποκλειστικοτητες.

 Μεχρι και τουβλακια που καθισα να παιξουμε, κάθε τρεις και λιγο παραταγε το χτισιμο του παλατιου για τον Τομας το τρενακι 
και με ψαχουλευε για «Μπιλιά».

Τα αλλα εντωμεταξυ εχουν κι αυτά τις αναγκες τους.
Σε φροντιδα, σε χαδι, σε ενασχοληση.

Ναι μεν βαζουν πλεον μονα τους πρωινο οι μεγαλες 
(αυτό ελειπε,12 και 10 χρονων) και σιγα σιγα το κανει κι ο μικρος 
αλλα είναι κι αυτά παιδια.

Για να τους βαλω να φανε μεσημεριανο και προκειμενου να ζεστανω το κοτοπουλο με τις χυλοπιτες και τον αρακα, παρκαρα τη Μαγια κανονικοτατα στον υπολογιστη να δει Κλαψουλινια- ηταν ο μονος τροπος--ελα όμως που οσο εγω ετοιμαζα κατι επαθε το ηχειο!

Μπηγει τα κλαμματα η Μαγια. 

Ανεβαινω να της το φτιαξω, παταω κατά λαθος ένα κουμπι 
και σβηνουν τα παντα,οθονη,WiFi,ηχεια,χαμος, αρχιζουν οι μεγαλες 
«Τι πατησες,παει το WiFi και παιζαμε ένα παιχνιδι!», χειροτερο κλαμμα η Μαγια, 
να κινδυνευει να αρπαξει το φαι, στελνω τη Φιλιππα πανω να περιμενει με τη Μαγια να ξανανοιξει 
ο υπολογιστης μεχρι να σερβιρω, να χτυπανε τα τηλεφωνα, να το σηκωνουμε και να μη μιλαει κανεις,να γκρινιαζει ο Ζουλης ότι δεν τον βοηθαει η Ελπιδα να αλειψει ψωμι με Μερνετα (ειχε φαει φαγητο νωριτερα, αφου ξυπναει αξημερωτα αυτές τις μερες), να τσιριζει η Μαγια 
για τα Κλαψουλινια…
Επικες στιγμες!

Με τα πολλα αναβει παλι ο υπολογιστης, της βαζει η Φιλιππα τα Κλαψουλινια μεχρι να σερβιρω, πετιεται διαφημιση (τα ωραια του Youtube ειν΄αυτά), της βγαζει τη διαφημιση, 
αρχιζει να ουρλιαζει η μικρη γιατι τελικα την ηθελε τη διαφημιση και αντε ξαναβρες τη τωρα 
για να της τη βαλεις και να ησυχασει.

Εγω τραγουδουσα από μεσα μου το «The light in our soul» για να κρατησω χαρακτηρα, 
και προσπαθουσα να ηρεμησω τα πνευματα, διοτι ποιο το νοημα να μαλωσεις 
και να υψωσεις τη φωνη σε μια ηδη τεταμενη κατασταση? 
Δε θα εχεις καλο feed back, η φωνη φερνει φωνη και δεν το θελουμε αυτό, σωστα?

Σερβιρω, ακουω τα εξ΄αμαξης για τον αρακα από τη Φιλιππα, της λεω το κλασσικο «Αυτό είναι
 το φαι,διαλεγεις ή αυτό ή χυλοπιτες με κοτοπουλο», διαλεγει το δευτερο, της ζεσταινω, 
μου λεει ότι τελικα δεν της αρεσει ουτε αυτό και θελει κι αυτή ψωμι με Μερεντα σαν το Ζουλη,
 η Μαγια στο μεταξυ εχει ηρεμησει και βλεπει τα Κλαψουλινια της αλλα που και που θυμαται 
ότι της εβγαλε η Φιλιππα τη διαφημιση που ηθελε να δει και πεταει κατι γκρινιες ολιγων δευτερολεπτων μεν, ικανες να σου τσιτωσουν το "ειναι", δε.

Κι επειδη ειχε καβαλησει ηδη το αλογακι του παραλογισμου (ενταξει,δικαιως, ειναι και τριων, 
εδω το καβαλαμε οι μεγαλοι) την επιασε και μια κρισαρα "γιατι ο αρακας δεν εχει πορτοκαλι χρωμα-ΔΕΝ τον τρωω!"

Αποφασιζω να παω να τελειωσω τη ντουλαπα του Ζουλη και μετα να βγω μπαλκονι με τα φιλαρακια μου τα Winston μπλε.
Στρωνομαι μπροστα στη ντουλαπα οπου επικρατει το χαος, αρχιζω να διπλωνω, ερχεται ο Ζουλης, θελει κι άλλο ψωμι με Μερεντα (35 κιλα θα βγει αυτος από την καραντινα κι εγω θα ΄χω φτασει 55) αλλα ελα που η Φιλιππα πηρε τις δυο τελευταιες φετες ψωμιου κι εχουν μεινει μονο οι γωνιες 
που κανεις δε θελει!

«Ζουλη βρεχει, ειμαστε μονοι μας, τα σουπερ μαρκετ είναι κλειστα και δε μπορω να βγω με ολους σας μαζι να παμε στο Ok Market τωρα, βολεψου με τις γωνιες» απανταω τραβωντας μεσα από το σωρο των καθαρων ρουχων κατι ιδρωμενα βρωμερα μπλουζακια,κατ΄ευθειαν για πλυντηριο.

«Ωραια, αλειψε μου τις γωνιες» συμβιβαζεται ο λεβεντης μου, «Για δοκιμασε μονος σου γιατι εχω δουλιτσα ακομη» του αντιπροτεινω, «Όχι,θελω εσυ» επιμενει, «Φιλιππα ή Ελπιδα, αλειψτε του
 μια από τις δυο σας το ψωμι με Μερεντα» λεω στις μεγαλες που είναι χαμενες στο διαδικτυο
 και παλι, «Να το κανει μονος του» απαντανε με μια φωνη, «Θελω εσυ!» να επιμενει ο γιος,
την ιδια στιγμη που η Μαγια δηλωνει ότι δεν ξεχασε τη διαφημιση που ηθελε να δει
 με ένα νέο κυμα γκρινιας!

Επειδη ξερω ότι ακρη δε θα βγει, παραταω αυτό που κανω (πραγμα που γενικως δε μ΄αρεσει, 
θελω τετοιες δουλειες να τις τελειωνω οταν τις αρχιζω) και παω να του ετοιμασω 
αυτό που θελει, επιστρεφω στη ντουλαπα, ολοκληρωνω τη δουλεια, 
βγαινω για ένα τσιγαρο και θρονιαζομαι στο παγκακι από παλεττες για να διαπιστωσω ότι ειναι, λογικοτατα,τι άλλο,μουσκεμα από τη βροχη.

Βροχη. Μαλιστα. «Υπεροχη μερα, Λιο» θυμαμαι μια από τις αγαπημενες μου ατακες 
από τα Χελωνονιντζακια «Υπεροχη μερα..»
Διοτι φυσικα , η βροχη σημαινει ότι κατά πασα πιθανοτητα δε θα μπορεσω και να ξεπορτισω αργοτερα, τουλαχιστον όχι αν συνεχιστει με αυτό το ρυθμο.
 Με ψιλοβροχο παω, με τουλουμια όχι.
Δεν το εχω καψει τοσο πολυ ακομη!

Με το που μπηκα από το μπαλκονι κι αφου διαπιστωσα με ανακουφιση ότι όλα εβαιναν καλως, δηλαδη η Μαγια εβλεπε τα Κλαψουλινια της ησυχη, ο Ζουλης χαζευε έναν (προπερσυνο) αγωνα 
στο λαπτοπ της γιαγιας και η Φιλιππα με την Ελπιδα εκαναν βιντεοκληση με τη μιση ταξη 
της Ελπιδας, αποφασισα να λουφαξω λιγο διπλα στον αγορακο μου στον καναπε,
ετσι να κλεισω λιγο τα ματια μου διπλα του και να σκεφτω που θα παω για περπατημα με την πρωτη ευκαιρια.

Φυσικα, ηταν εκεινη ακριβως τη στιγμη που η Μαγια αποφασισε ότι δε θελει να δει άλλο παιδικα
 και ότι θελει να ερθει διπλα μου στον καναπε για-τι άλλο-Μπιλιά.
Μολις με ειδε και αγκαλια με τον αδερφο της, λες και της χτυπησε νευρο.
 Ο Ζουλης πολύ χαλαστηκε με την ολη αναμπουμπουλα και το στριμωξιδι, την εσπρωξε, 
εκεινη του ΄χωσε μια αναποδη από τις καλες της που ακριβως επειδη δεν την περιμενε ο Ζουλης σαστισε,της ανταπεδωσε με αγκωνια,του ανταπαντησε με τσιριδα στο αυτι και κλωτσια,
αυτος απαντησε με σπρωξια,το «Βαρυ Πυροβολικο» (λεγε με Ελπιδα) εσπευσε να υπερασπιστει 
τη μικροτερη αστραφτωντας μια αναποδη στον αδερφο της, ολα αυτα μεσα σε δευτερολεπτα-βλεποντας ότι αγριευει το πραγμα (παντα αγριευει οταν μπαινει στη μεση η Ελπιδα) αποφασιζω
 να επεμβω, κανω να τους χωρισω κι εκεινη ακριβως τη στιγμη ένα οξυ τσιμπημα στο δεξι στηθος 
από το οποιο θηλαζε η Μαγια πριν λιγο μου κοβει την ανασα.

Οχι, δεν ηταν εμφραγμα!

Κανω ετσι,τι να δω,ένα μυρμηγκι, μαυρο, θρεμμενο και μοχθηρο μου ειχε καταφερει μια τσιμπια
 μα τι τσιμπια-και δεν ηταν η πρωτη φορα, φαινεται ότι τα τραβαει το γαλα τ΄ατιμα,τι να πω,
 παντως στο ιδιο σημειο με ειχε ξανατσιμπησει μερμηγκας περσυ το Καλοκαιρι. 

Το διωχνω αηδιασμενη, δεν εχω θεμα με τα εντομα αλλα όχι και πανω μου κιολας, 
μπηγει τα κλαμματα η Μαγια που της πειραξε άλλος το Μπιλιά της, την παω μεσα, 
με τουτα και με ΄κεινα καταφερνω να την κοιμισω αφου με εβαλε να της πω εφτα φορες 
το ΙΔΙΟ παραμυθι.

Εντωμεταξυ, ετσι για να «δεσει» και να επιβεβαιωθει ο νομος του Μερφυ , το κινητο μου τα τιναξε τελειως.
Από κει που επι εβδομαδες εδειχνε τα παντα πρασινα (νοσταλγωντας, αραγε, τη χρυση δεκαετια 
του ’80 και του «Τσοβολα δως΄τα όλα» κι ας ηταν "αγεννητο?") τωρα απλα δε δειχνει τιποτα. 
Δεν ανοιγει καν.
Παρηγγειλα ένα καινουριο μεσω Ιντερνετ αλλα τρεχα γυρευε ποτε θα ερθει, εντωμεταξυ σημερα διαπιστωσαμε ότι το σταθερο  επισης δε δουλευει διοτι οποιος και να μας καλεσει
 ή οποιον κι αν καλεσουμε απλα δε μας ακουνε.

Πραγμα που σημαινει ότι με το που καταφερα να κοιμισω τη Μαγια αρχισαν να παιρνουν τηλεφωνο διαδοχικα οι: πατερας μου/μανα μου/κολλητη μου κι ενώ εγω τους ακουγα και τους μιλουσα αυτοι φωναζαν συνεχεια «Ναι?Ναι?Δεν ακουγεσαι!Ξαναπαιρνω!» με αποτελεσμα να χτυπαει το σταθερο επι εικοσι λεπτα ασταματητα, να ξυπναει η μικρη,να το σηκωνουμε, παλι να μη μας ακουνε,
 να ξαναπαιρνουνε-και να μην εχω καν κινητο να ειδοποιησω για τη βλαβη.

Να προσθεσω  ότι εκτος από κινητο και σταθερο μας χαλασαν εδώ και μια εβδομαδα τα εξης:
-Παραθυρο δωματιου μου,το οποιο παραμενει κλειστο μονο με πατεντα κι αμα χαλασει η πατεντα μεσα στη νυχτα ανοιγει διαπλατα και χορευουμε παρεα το χορο της βροχης.
-Γωνιακο ντουλαπι κουζινας, βγηκε ενας μεντεσες  από τη θεση του και τριβεται στην πορτα 
του φουρνου.
-Ηλεκτρικη σκουπα. Μεγα πληγμα! Η ηλεκτρικη είναι η ψυχοθεραπεια μας, εμενα και της κολλητης μου κι ετσι και μας χαλασει καηκαμε. Και μονο που ακουμε το τσικ τσικ από τη σκονη
 και τα ψιχουλα που τραβιουνται στο σωληνα, κατι παθαινουμε (με την καλη εννοια)
 κι ετσι όταν διαπιστωσα ότι η δικη μου χαλασε και δεν υπηρχε περιπτωση να φτιαχτει προ ληξης καραντινας η μανα μου με λυπηθηκε και μου δανεισε προσωρινα τη δικη της. 
Η οποια σημερα ρουφηξε ένα μπρελοκ της Φιλιππας που σκαλωσε στο σωληνα, 
αδυνατω να το βγαλω και φυσικα δε ρουφαει πλεον καλα.
 Όλα του γαμου δυσκολα και τιποτα δε μπορει να φτιαχτει οσο κραταει αυτη η ιστορια.

Ναι λοιπον, δεν είναι ολες οι μερες ιδιες.
Κι αυτο ειναι καλο γιατι θελει ποικιλια η ζωη.
Πώς θα απολαυσεις το δροσερο νερο οταν δεν εχεις νιωσει τη διψα στο πετσι σου?

Σε μερες εγκλεισμου οπως αυτες που διανυουμε, δεν εχεις παντα ορεξη να ασχοληθεις 
με κατασκευες, μαγειρικες, διαβασμα, να κανεις κατι εποικοδομητικο για τα παιδια τελος παντων. Βασικα, ας το ομολογησουμε, δεν εχεις παντα ορεξη να ασχοληθεις ΜΕ τα παιδια. 
Καποιες φορες θες απλα, θελω απλα, για να μιλησω στον Πρωτο Ενικο κι όχι στον απενοχοποιητικο Δευτερο, να κανω κατι μονο για μενα, να αραξω, να φυγω, να παρω την κολλητη μου
 και να παμε για καφε και να μην πουμε καν για παιδια και μαγειρεματα, να πουμε απλα τα δικα μας, να πουμε για τα παλια μας, να πουμε για το πρωτο μας τσιγαρο-το δικο μου ηταν ένα Marlboro 
σ΄ενα ροκαδικο με την κολλητη μου και το τοτε αγορι της και την ειχα ακουσει τοσο ασχημα 
που ειχα βγει εξω, ειχα κατσει στο πεζοδρομιο (ολοι ηταν τυφλα, κανεις δε μου εδινε σημασια)
 και παρακαλουσα από μεσα μου «Ας μου περασει αυτό το χαλι που νιωθω και υποσχομαι, 
δε θα το ξαναβαλω στο στομα μου!»

Να μια υποσχεση που δεν κρατησα λοιπον.

Κι όχι μονο δεν την κρατησα αλλα ακριβως το ότι δεν την κρατησα με «κραταει» πολλες φορες 
όταν στριμωχνομαι-να, σαν μια τετοια μερα, που ολοι ζητανε κατι από μενα,, ψυχη και σωμα, 
μεχρι και τα μυρμηγκια- κι εγω ανυπομονω απλα για τη στιγμη που θα κανω κατι για εμενα-
κι ετσι όπως γιναμε, εν μεσω καραντινας και παλιοκαιρου, αυτό το κατι δε μπορει παρα να είναι
 ένα μεταμεσονυχτιο τσιγαρο στο μπαλκονι (θα στρωσω ενα μπουφαν στο παγκακι) με τα ματια κλειστα κι έναν καφε στο άλλο χερι. Πινω ανετα καφε τη νυχτα, δε με πειραζει.

Κακη συνηθεια αλλα την αγαπω, δεν κρυβομαι απο τα παιδια μου (δεν υπαρχει λογος)  
και γελαω με τη διαπιστωση οτι "ειμαστε η γενια που καπνιζε κρυφα απο τους γονεις της και τωρα κρυφα απο τα παιδια της", την αποχωριστηκα μονο στις εγκυμοσυνες μου με ευλαβικη σχολαστικοτητα που θα ζηλευε κι ο Παπαδοπουλος (ο Σπυρος) και τη συνεχιζω (μεχρι 5 τη μερα οπως λεει ο ΠΟΥ) με σχολαστικη  ευλαβια-και εν γνωσει της βλαβης.

Κι ας ας με συγχωρεσει η ανωτερη αυτή δυναμη που επικαλεστηκα τοτε εκεινο το βραδυ και τελικα δεν τηρησα το λογο μου…               
                                                                                   
Ηταν η πρωτη,η τελευταια (ελπιζω) και η μοναδικη φορα.





ΣΩΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ (ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΖΩΗΣ) - 2ο ΜΕΡΟΣ

  (Συνεχεια απο 1ο μερος) Η μεγαλη μου κορη ηταν ανεκαθεν ένα τυχερο παιδι. Χωρις να το επιδιωξει ποτε, χωρις να τη νοιαζει καν και χωρις ...