«Τα παιδια ζωγραφιζουν στον τοιχο-δυο καρδιες κι έναν ηλιο στη μεση-παιρνω φως απ΄τον ηλιο και φτιαχνω την αγαπη-και μου λες πως σ΄αρεσει…» (Τα παιδια ζωγραφιζουν στον τοιχο,στιχοι Μιχαλης Μπουρμπουλης,μουσικη Γιωργος Χατζηνασιος,τραγουδι Τανια Τσανακλιδου)
Της ειχα ξεκαθαρισει ότι κραγιον δεν προκειται να βαλω στον
αιωνα τον απαντα γιατι με ζεσταινει και μου δημιουργει μια ασφυκτικη αισθηση,ασε
που δαγκανω,πειραζω και γλειφω συνεχεια τα χειλια μου,αρα θα το φαω στο πρωτο
δεκαλεπτο.Ομως της ειχα υποσχεθει πως,στην τελευταια της γιορτη για το Δημοτικο,αυτή
της 25ης, θα ερθω να την καμαρωσω όπως θελει-κυριλε με θελει?Κυριλε
θα παω. Δηλαδη,θα πηγαινα.
Αν ειχε γινει γιορτη.Αν
δεν μας ειχε προλαβει ο Κορωνοιος.Αν δεν ειχε γινει locdown.Αν δεν ειχαν τσακισει τα
παιδια μας στερωντας τους ο,τι δικαιουνταν σαν παιδια.Αν δεν ειχαμε βρεθει από
τη μια μερα στην άλλη σε μιαν άλλη πραγματικοτητα,πιασμενοι εξ΄απηνης.
Αυτά,περσυ.Last year.
Η τελευταια γιορτη της Ελπιδας και των συμμαθητων
της για το Δημοτικο,το κυκνειο ασμα τους πριν το πεταγμα για το Γυμνασιο,δεν
εγινε ποτε.
Κι ετσι βρεθηκαν στο Γυμνασιο πριν καλα καλα το καταλαβουν,και πανω που πηγαν να το καταλαβουν παει κι αυτο.Αυτα τα παιδια,τα Πρωτογυμνασιακια,τα λυπαμαι σχεδον οσο και τα Πρωτακια του Δημοτικου.Δεν προλαβαν καν να γνωρισουν το χωρο,τους Καθηγητες,τους καινουριους συμμαθητες.Κι ολα αυτα στην αρχη της εφηβειας τους,πανω που εχουν να διαχειριστουν ενα καρο αλλαγες σωματικες,ψυχολογικες,μαθησιακες.
Φετος παντως δεν εχει «εξ΄απηνης.» Φετος το περιμεναμε,από περσυ μας
τα λεγανε. «Δευτερο και χειροτερο κυμα από Οκτωβρη» μας φωναζανε, «Αντε από κει
βρε τρομολαγνοι,τιποτα δε θα γινει,ξεμπερδεψαμε» σκεφτομασταν ορισμενοι (κι εγω
μαζι,δεν το κρυβω) και τελικα εγινε ο,τι ηταν ειπωμενο πως θα γινει.Και μειναμε
οι αισιοδοξοι (για να μην πω,οι ανοητοι) με την αισιοδοξια μας στο χερι.Κι
εκλεισε ηδη ενας χρονος από εκεινη τη μερα: ημουν θυμαμαι στο Mall με τα
παιδια,χαζευα κατι φο μπιζου σ΄ένα μαγαζι στο μειον ένα και αρχιζουν να σκανε
τηλεφωνα σχεδον ταυτοχρονα σε ολες τις πελατισσες,αλληνης ηταν ο αντρας,αλληνης
η μανα,αλληνης η κολλητη,και ολες με μια φωνη να λενε «Μας κλεινουνε!Κλεινουν από
αυριο τα σχολεια!» και βγαινω και το λεω στα παιδια μου που περιμεναν απ΄εξω
γιατι βαριοντουσαν να μπουν, και αρχιζουν τους αλλαλαγμους χαρας, «Κλεισαν τα
σχολεια,κλεισαν τα σχολεια!Yes!»

Και να περναει ο καιρος και να ειμαστε μεσα,και να μετατρεπεται η αρχικη χαρα των παιδιων σε ανησυχια,ανια και απορια,και να περναει ο καιρος και τα σχολεια να μην ανοιγουν,και να σου οι μασκες,αρχικα οι σκετες και μετα με σχεδιακια κι εξυπνα λογοτυπα,και να σου τα Ντετολ,και δως΄του αποστασεις,και δωσ’ του οι ουρες,και δωσ’ του τηλεοπτικα σποτακια για το πώς να μεινουμε ασφαλεις,και να σου κι ο δευτερος γυρος φετος,και δως΄του καυγαδες στα μαμαδογκρουπς για το αν «πρεπει ή όχι να στειλουμε τα παιδια μας σχολειο αν ξανανοιξουνε» και να περναει ο καιρος και τελικα ακομη κι οι πιο σκληροπυρηνικοι/υπερπροστατευτικοι γονεις να εχουν φτασει να παρακαλανε να τ΄ανοιξουν ΧΘΕΣ.Οχι αμεσα.ΧΘΕΣ.
Για φαντασου,υπαρχουν παιδια,τα φετινα Πρωτακια του
Δημοτικου,που δεν εχουν προλαβει να παρουν καν μυρωδια σχολειου.Διοτι το
σχολειο εχει μια δικη του,ξεχωριστη κι απολυτα υπεροχη μυρωδια.Μια μυρωδια που
οσο κι αν προσπαθησα και ως μαθητρια αλλα και ως μητερα μαθητων αργοτερα,να
καταλαβω από που προερχεται και πώς γινεται να παραμενει ιδια ανα τα ετη,δεν
καταφερα να βγαλω ακρη. Δεν προερχεται ουτε από τις αρωματικες γομες,ουτε από τη
μυτη των μολυβιων,ουτε από τη σκονη της κιμωλιας (τοτε) ή το χρωμα του
μαρκαδορου (πλεον) ουτε από το ξυλο που ΄ναι φτιαγμενα τα θρανια. Είναι κατι
μυστηριακο,μοναδικο και ανεξηγητο-είναι η μυρωδια του σχολειου.
Η μανα μου,κάθε χρονο την πρωτη μερα της σχολικης χρονιας,με
το που βλεπει τα εγγονια της μετα το σχολασμα σκυβει και οσφραινεται τα μαλλια
τους. «Για να μυρισω,για να μυρισω…μμμ,τελεια,μυρωδια σχολειου!» λεει μετα από μερικες
εισπνοες. Κάθε χρονο το κανει,είναι σαν παραδοση,μετα τον Αγιασμο.Και το κανει και σε ασχετες φασεις,οπως ας πουμε αν τα δει μολις σχολασουν το μεσημερι.
Αρνουμαι να χρησιμοποιησω παρελθοντικο χρονο,να γραψω «εσκυβε»,«μυριζε»,
«το εκανε».
Βεβαια,ουτε ο Ενεστωτας κολλαει.Φετος «δε σκυβει», «δε
μυριζει»,πολύ απλα γιατι κανενα παιδι δεν εχει στα μαλλια τη μυρωδια του σχολειου
πλεον.
Πλεον μυριζουν ολοι αντισηπτικο.Αν με ρωτατε,επειδη εχω κι ένα
θεματακι με τις χημικες μυρωδιες και δεν τις αντεχω,χιλιες φορες να χωθω σε μια
ιδρωμενη,απλυτη αντρικη μασχαλη παρα να αγγιξει τη μυτη μου μυρωδια χλωρινης
και αντισηπτικου.Το πρωτο,παει στο καλο,ενιοτε μπορεις να το πεις κι αφροδισιακο.Το
δευτερο,εμενα προσωπικα,μπορει να με ταβλιασει κατω.
Σημερα λοιπον,ηταν η πρωτη σχολικη γιορτη του Ζουλη: την 25η
Μαρτιου την αναλαμβανει η Τριτη Δημοτικου και σαν Τριτακι που είναι,θα
ελεγε ποιημα για τους ηρωες του ΄21.
Μεσω Webex,εννοειται.
Δεν ειχα ποτε ιδιαιτερο ενδιαφερον για τις εθνικες
γιορτες,δε με συγκινουσαν και πολύ-ισως από κοντρα στη νοοτροπια του αυστηρου
ιδιωτικου που φοιτησα στο Δημοτικο,οπου δινοταν τεραστια σημασια σε οτιδηποτε «εθνικο».Απο
εορτη εως φρονημα και πνευμα.
Το ειχα ξαναγραψει,περσυ εδώ στο Blog,στην αναρτηση περι «δημοσιου κι
ιδιωτικου»: το μονο καλο που μπορω να θυμηθω από τη σχολικη μου ζωη ηταν οι «γιορτες-υπερπαραγωγες»
που καναμε.Σκηνοθεσια,σκηνικα,ρολοι,μουσικες,όλα ηταν απιστευτα προσεγμενα και
προετοιμασμενα τουλαχιστον εναμιση μηνα πριν,πραγμα που μας συναρπαζε ως παιδια
που ημασταν και μας δημιουργουσε μια γλυκια προσμονη για τη Μεγαλη Μερα της παραστασης.Ανυπομονουσαμε,οποιον
ρολο κι αν ειχαμε,πρωταγωνιστικο ή δευτερο-τριτο.Εγω συνηθως μικρα ρολακια επαιρνα,ημουν παντελως αταλαντη στην υποκριτικη.
Στο δημοσιο που παν τα παιδια μου,και φανταζομαι στα
περισσοτερα δημοσια,τα πραγματα είναι πιο ηπια,λιγοτερο «υπερπαραγωγικα» στις γιορτες. Ετσι κι αλλιως,οι δυνατοτητες οικονομικα και χρονικα,είναι προφανως
λιγοτερες κι οσο μερακλης και προθυμος να είναι ενας δασκαλος ή μια
δασκαλα,ενας κουκος δε φερνει την Ανοιξη,ειδικα αν δεν υπαρχει στηριξη κι
εθελοντισμος κι από τους γονεις-ως Συλλογος αλλα και ατομικα.Το καλλιτεχνικο
αυτο κομματι είναι και ο μοναδικος λογος που θα εβαζα υποψηφιοτητα για το
Συλλογο,αν θα εβαζα κι αν ποτε γινουν εκλογες βεβαιως-αλλα αυτό είναι μια άλλη ιστορια.
Ο Ζουλης λοιπον πεντε (κυριολεκτικα πεντε) λεπτα πριν
συνδεθει στο Webex για τη σχολικη εορτη της 25ης,θυμαται ότι χρειαζεται
ασπρο πουκαμισο και τζην. «Βρε ατιμε τωρα μου το λες?Κατσε να βρω ένα παλιο της
Φιλιππας,αυτό που φοραγε περσυ στη γιορτη του Πολυτεχνειου…Και θες και τζην ε? Σου
κανει αραγε εκεινο που φοραγες στη γιορτη της 28ης?» «Δε θελω το
πουκαμισο της Φιλιππας,θα είναι κοριτσιστικο» «Περιμενε να το βρω πρωτα και
γκρινιαζεις μετα. Α ρε Ζουλη,α ρε Ζουλη!»
Το βρισκω-είναι unisex ευτυχως,αλλα ηταν καποτε μακρυμανικο
και του ειχαμε κοψει τα μανικια μονοι μας με ψαλιδι χαρτοκοπτικης γιατι το θελαμε κοντομανικο. «Τα μανικια είναι χαλια κομμενα,δεν
το βαζω!» «Θα στα γυρισω ρε αγορι μου,θα στο φταξω και δε θα φαινεται.Για ρουφα
τωρα κοιλια να δουμε αν θα κουμπωσει το τζην (που πολύ αμφιβαλλω,το φορουσε όταν
ηταν 24 κιλα περσυ και τωρα είναι 36 και μισο-δωδεκα κιλα εβαλε ο πασας μου από
το πρωτο lockdown,με
τοσο μασουλερι και καθισιο,που να τους παρει και να τους σηκωσει που
λουκετωσανε τα σχολεια και τις δραστηριοτητες και καταδικασανε τα παιδια μας
στην οθονη…)»
Το τζην,με τα πολλα,κουμπωνει (ετσι και βηξει,το κουμπι θα εκτιναχτει σε τροχια γυρω απ΄τον ηλιο),τα μανικια γυριζονται αξιοπρεπως να μη φαινονται οι ατσαλες περσυνες ψαλιδιες,κι ο γιος μου παιρνει θεση όχι στη σκηνη αλλα στο κομπιουτερ,ετοιμος να συνδεθει στην τηλεεκπαιδευση-που είναι τηλεγιορτη,εκτακτως,για σημερα.
Στερεωνει στα ποδια του και το χαρτι με το ποιημα του (που μας εστειλε η δασκαλα με μειλ και το τυπωσαμε) σε
περιπτωση που ξεχασει τα λογια-ε ρε να δω τι θα ΄κανε αμα ηταν αναγκασμενος να
το πει μπροστα σε live κοσμο,στο σχολειο.Και τι το θελε το τζην?Αφου θα φαινεται από
τη μεση και πανω-κι αμα.Συνηθως φαινονται μονο από ωμους και πανω στα διαδικτυακα.Αναλογως
πώς θα ρυθμισεις «το πλανο.»
«Φερε μου και την πιτσα μου»
«Πας καλα αγορι μου,θα εχετε γιορτη και θα ΄χεις διπλα την
πιτσα?Κρατησου,μιαμιση ωρα είναι και θα τελειωσετε,θα φας μετα.Και κατσε να σου
στρωσω λιγο το γιακα.Ορθιος είναι πιο ωραιος.»
«Ασε με,δεν τον θελω ορθιο!Και πειναω τωρα,τωρα να μου
φερεις την πιτσα.»
Είναι σουρεαλ.Οχι,πραγματικα: ΕΙΝΑΙ σουρεαλ.Σχολικη εορτη 25ης
μεσω καμερας,συνοδεια πιτσας,με το
ποιημα στα γονατα ή στερεωμενο διπλα στην οθονη,τη μαμα διπλα με ρομπα και
κλαμερ-διοτι ετσι ακριβως ειμαι αυτή τη στιγμη,χωρια τα αλευρια που εχω πανω
μου από τη δευτερη πιτσα που φτιαχνω,για τα υπολοιπα παιδια.Ο Ζουλης θελει μια ολοκληρη
μονος του,ευτυχως του την εκανα μικρη,δεν κανει να παρει αλλα κιλα,αντε και
ποτε θ΄ανοιξει και το ποδοσφαιρο να τους βαλει κι ο προπονητης σε ένα προγραμμα,αυτόν
τουλαχιστον τον ακουει…
Τα παιδια συνδεονται όλα,η γιορτη αρχιζει με τον Εθνικο Υμνο.Η
δασκαλα τους τα εχει ετοιμασει όλα με πολύ μερακι.Και τεραστια υπομονη.Αθλο
κανει κάθε μερα η γυναικα.
Οι απαγγελιες ξεκινουν,οι παιδικες φωνουλες και φατσουλες,η κάθε
μια στο μικροφωνο και την καμερα της,ψηφιοποιουνται,γινονται κωδικας στο
δυαδικο συστημα και μεταφερονται σε όλα τα σπιτια της ταξης,από τα ηχεια και τα
ακουστικα.Αλλα απαγγελουν πομπωδως,άλλα βαριεστημενα,άλλα με ζηλο.Οπως μπορει
το καθενα.Ολα με τα πουκαμισακια τους,τα χτενισμενα τους μαλλακια.Μια γιορτη-τηλεγιορτη.Αναμεσα στις απαγγελιες,τραγουδια του ΄21 απο το Youtube.Εστω κι ετσι.εστω απο μακρια,να νιωσουν τα Τριτακια οτι δε χασαν την ευκαιρια,την καναν τη γιορτουλα τους.
Θυμαμαι ξανα το Νομεβρη του ’19,περσυ,που η ταξη της Φιλιππας,ως Τεταρτακια τοτε,ειχε αναλαβει την επετειο για το Πολυτεχνειο.
Ημουν φρεσκοχειρουργημενη,κανονικα
δε θα μου ειχαν δωσει εξιτηριο γιατι ειχα ανεβασει έναν πυρετο,μαλλον λογω
μαστιτιδας επειδη ειχα τεσσερις μερες να θηλασω τη Μαγια και ειχα τιγκαρει στο
γαλα.Ωστοσο ειχα προειδοποιησει το χειρουργο: «Ακουστε,την Παρασκευη λεει
ποιημα η κορη μου στο σχολειο για το Πολυτεχνειο.Θα σας πω απλα ότι αποκλειεται
να μην ειμαι εκει.Αν δε μου δωσετε εξιτηριο Πεμπτη,να ξερετε ότι εγω θα παρω
τον ορρο,θα τον βγαλω μονη μου,θα μαζεψω τα πραγματα μου και θα παω να δω την
κορη μου.»
Θα το εκανα,ω ναι,θα το εκανα.Δεν υπηρχε περιπτωση να μην παω.
Μου εδωσε εξιτηριο Πεμπτη πρωι και την επομενη μερα ημουν στην αιθουσα εκδηλωσεων του σχολειου,να καμαρωσω το κοριτσι μου και τους συμμαθητες
της σε μιαν υπεροχη,υπεροχη γιορτη.Μια γιορτη τοσο συγκινητικη που κλαιγανε
σχεδον ολοι οι γονεις και που την εκλεισαν τοσο ομορφα και χαρουμενα,με το γνωστο
τραγουδι της Τσανακλιδου,οι φωνες τους ενωμενες στο πιο αισιοδοξο μηνυμα,η δασκαλα τους η Φωτεινη με το στρογγυλο προσωπακι και τα γυαλακια της να τα κοιταει περηφανη και γελαστη,ολη η αιθουσα γεματη απο τις νοτες και τις παιδικες φωνες,σα χαρουμενη ψαλμωδια,ο νοεμβριατικος ηλιος να ντυνεται για λιγο ανοιξιατικος και να τρυπωνει απ΄τα τζαμια για ν΄ακουσει κι αυτος: "Τα παιδια ζωγραφιζουν στον τοιχο,δυο καρδιες κι έναν
ηλιο στη μεση…"
Πού να ξεραμε τοτε,πού να ξεραμε.Δεν ειχαμε ιδεα πώς (κι από
πού) θα γινοταν η επομενη σχολικη γιορτη.Διαδικτυακα,πιξελωτα,ψηφιακα-κι απ΄τα σπιτια μας.Να μας
το λεγανε δε θα το πιστευαμε.
Κανονικα,θα εβαζα λοιπον τα "καλα" μου-μαλλον τζην και τις καφε μου ψηλοτακουνες μποτες που φτανουν ως το γονατο.Ισως ένα πουκαμισο από πανω,λευκο,να ταιριαζουμε με το γιο μου.
Θα ειχαν ανοιξει τη μεγαλη αιθουσα,αυτή που χωριζεται σε δυο
μικροτερες και γινεται δυο ταξεις χαρη σε μια συρομενη πορτα-φυσαρμονικα.Θα
γινοταν χαμος από καλοντυμενες μαμαδες,μπαμπαδες με καμερες,συγκινημενες
γιαγιαδες,μικροτερα και μεγαλυτερα αδελφια-τα πρωτα θα χαζευαν με δεος το
σχολειο που τα περιμενει,τα δευτερα θα νοσταλγουσαν με κρυφο κι ανομολογητο καημο
το σχολειο που αφησαν.
Θα εστρωνα στα γρηγορα το πουκαμισο και το γιακα του γιου
μου,πριν παει να στηθει μαζι με τα αλλα πιτσιρικια στη σκηνη.Το ιδιο θα κανανε
διπλα μου κι οι άλλες μαμαδες αγοριων.Μοιαζει σα να ΄ναι νομοτελειακη η κινηση- η τελευταια πινελια,πριν τη μεγαλη στιγμη του γιου,πρεπει να μπει απο τη μανα.
Θα κρατουσα από το χερι τη Μαγια,θα χαιρετουσα τους αλλους
γονεις,θα αγκαλιαζομασταν,με τις πολλες τις αγκαλιες οι μαμαδες θα ανταλλασσαμε
και αρωματα, «Ποιο φορας?Μυριζει τελεια!» «Το White Musk χρονια
τωρα,εσυ?» «Αχ κατσε καλε να σε καθαρισω,σε λερωσα με κραγιον!». Θα ειχε ακομη
νοημα να φορας κραγιον.Και θα μπορουσες να λερωσεις το μαγουλο καποιου κατά λαθος,μ΄ένα
φιλι.Γιατι ακομη θα δινονταν φιλιά.
Θα εκανε πολλη ζεστη.Οσο κρυο κι αν εκανε εξω,μεσα θα ειχε
πολλη ζεστη.Τοσοι ανθρωποι μαζεμενοι,λογικο.Τοσες ζεστες καρδιες σε μιαν αιθουσα.
Η Μαγια θα δυσανασχετουσε στα ποδια μου, «Να,περιμενε
λιγο,τωρα θα ξεκινησει,θα βγει ο Ζουλης,θα πει ποιημα» «Βαριεμαι,θελω να παω
στην αυλη με τη Φιλιππα»,θα την κατεβαζα στην αυλη οπου η Φιλιππα και οι φιλοι της
θα ειχαν ηδη στησει ματσακι με τη μπαλλα που θα ειχαμε φερει,η
Ελπιδα,γυμνασιοκοριτσο πια,θα εκοβε βολτες με τους φιλους της στο προαυλιο,δε
θα ειχε περασει ουτε χρονος από τοτε που ανηκαν ολοι τους εδώ,οι μνημες από τα
τρεχαλητα και τα παιχνιδια τους θα ηταν ακομη νωπες,θα ξορκιζαν τη συγκινηση
κανοντας χορους ΤικΤοκ στο πεζουλι εξω απ΄το κυλικειο της κυρα Ποπης.
Η μπαλλα από το ματσακι θα επεφτε πανω στο κινητο ενός απ΄τα
γυμνασιακια, «Μανοοο,την εβαψες!» «Δεν ημουν εγω!» «Φιλιππα εσυ την εριξες?» «Δεν
το ηθελα,συγγνωμη!»,σε δευτερολεπτα θα στηνοταν κυνηγητο, «Ρε παιδια,θα
προσεχει κανεις τη Μαγια?Δε θελει να κατσει πανω και σε λιγο αρχιζει η γιορτη!»,καποια
μαμα θα με φωναζε από το παραθυρο «Ελα,αρχιζουνε!»,θα ετρεχα πανω ανεβαινοντας
δυο-δυο τα σκαλια (δυσκολο με ψηλοτακουνη μποτα) και παρατωντας τη μικρη στην Ελπιδα,είναι η πρωτη σχολικη
γιορτη του Ζουλη,δεν το χανω με τιποτα,θα πει και ποιημα,ναι,ποτε δεν ειχα
ιδιαιτερο καημο για τις εθνικες γιορτες αλλα στις σχολικες κλαιω πριν καλα-καλα
αρχισουν.«Συγγνωμη…συγγνωμη,να περασω λιγο…συγγνωμη»,θα καθομουν στη θεση μου
διπλα στη φιλη μου,στο πιανο η δασκαλα της μουσικης θα ξεκινουσε τις πρωτες
νοτες από τα Κλεφτοπουλα ή το Φλαμπουρο,το δακρυ θα ξεκιναγε να τρεχει ποταμι, «Μπα σε καλο
μου,τι με πιανει ρε γαμωτο,κάθε φορα»,κι όμως δε θα ημουν μονο εγω,γυρω μου όλα
τα ματια θα γυαλιζαν.
Τα παιδια,μεσα στα λευκα τους πουκαμισακια ή ντυμενα
Μπουμπουλινες,Οθωνες και Αμαλιες,παρατεταγμενα διπλα στο πιανο θα
τραγουδουσαν,και θα ανεβαιναν οι φωνες τους προς τα πανω σαν καπνος από θυμιατο,θα
ανεβαιναν σαν ψαλμωδιες,είναι εκπληκτικο το ποσο αγγελικα ακουγονται οι φωνες
των παιδιων στις χορωδιες,σε ανατριχιαζουν,είναι τοσο κατανυκτικο,τοσο
αγνο,φωνες αγγελων-οριστε,να γιατι τρεχουν ποταμια τα ματια των μαμαδων στις γιορτες.Γιατι
εκεινες τις στιγμες δονειται το είναι τους από αγαπη,από περηφανεια,από κατι
ανωτερο,για το δικο τους το σπλαχνο που στεκεται εκει μπροστα στο μικροφωνο και
για όλα τα συμμαθητουδια του,που μαζι πορευονται την παιδικη τους ηλικια,μαζι
ανθιζουνε,διπλα-διπλα,πλαι-πλαι,χερι-χερι.
Θα κοιταζα το γιο μου μεσα στο ασπρο του πουκαμισο,που θα με
ειχε παιδεψει για να κατσει να του στρωσω το γιακα («Εμενα να ξερεις Ζουλη τα
πουκαμισα μ΄αρεσουνε στα αγορακια με σηκωμενο γιακα» «Εμενα όμως δε μ΄αρεσουνε
καν τα πουκαμισα,μολις τελειωσει η γιορτη θα το βγαλω αμεσως.Παρε μου και αλλαξια,δε
θα παιξω μπαλλα ετσι.»)Θα τον κοιταζα και θα ηξερα ακριβως τι
σκεφτεται,σκεφτεται «Αιντε να τελειωνουμε να κατεβουμε για ποδοσφαιρο με τους αλλους,λοιπον,εγω
θα διαλεξω στην ομαδα μου πρωτο το Ρομπερ,μετα το Νικολα…»,
Ελπιζω τουλαχιστον να τα πει με στομφο και βροντερα,τοσες
προβες το εχει κανει,μπα,δεν πα΄να τα πει όπως θελει,κουκλος είναι,τουλαχιστον
εγω κουκλο τον βλεπω,το μελαχροινακι μου,το Περουβιανακι μου,τ΄αγορι μου.
Τα κοριτσια,παντα πιο ωριμα,θα εδιναν ρεσιταλ ερμηνειας.Θα
χρωματιζαν τη φωνη τους όπως πρεπει,θα εδιναν εμφαση στα σωστα σημεια.Η δασκαλα τους θα κουνουσε ικανοποιημενη το κεφαλι και θα τα καμαρωνε,καπου-καπου θα τους
διορθωνε το μικροφωνο που θα σφυριζε,καπου καπου ο ηχος θα κοβοτανε,καποιος θα
ειχε βγαλει κατά λαθος το καλωδιο του ενισχυτη από την πριζα,λογικο με τοσο
κοσμο,το θεμα θα λυνοταν αμεσα,δεν τρεχει τιποτα,όλα καλα,τα παιδια θα
συνεχιζαν με τα ποιηματα τους-και να η σειρα του Ζουλη,αχ ας μην τα ξεχασει τα
λογια του,ξεκινα λεβεντακο μου,τι ομορφος που εισαι ετσι μελανουρακι με το
ασπρο σου πουκαμισο…
Θα κρατουσα την αναπνοη μου για οσα δευτερολεπτα κραταει το
ποιημα του,θα χειροκροτουσα λες και πηρε πτυχιο όταν θα τελειωνε.
Στο τελος της γιορτης θα σκουπιζαμε δακρυα και μυτες,θα
διναμε συγχαρητηρια στις δασκαλες και τα παιδια,που θα ετρεχαν στην αυλη για
μπαλλα και παιχνιδι, «Το νου σου,μη και λερωσεις το πουκαμισο με λασπες» «Κοιτα
μη σκισεις το παντελονι το καλο,κι είναι του ξαδερφου σου»,θα μας εγραφαν κανονικοτατα
και καλα θα εκαναν,θα τρωγαμε πιτσες και λουκανικοπιτακια που θα ειχε φερει ο
Συλλογος Γονεων και θα ειχαν στηθει από νωρις σε αυτοσχεδιο μπουφε από ενωμενα
θρανια…
«Μαμα,τρεχα,ερχεται η σειρα μου!»
Παραταω το ζυμαρι για τη δευτερη πιτσα,μαζι και τις σκεψεις μου για το «τι θα γινοταν αν τα πραγματα ηταν κανονικα» και τρεχω στη σκαλα.Η Μαγια με τραβολογαει απ΄το ποδι «Μην πας επανω,θελω να ζωγραφισουμε!» «Θα πει ποιημα ο Ζουλης,παμε,παμε να τον δεις κι εσυ!Φιλιππααα,παλι εχεις παρει το κινητο μου?Φερ΄το,θελω να τραβηξω το Ζουλη!» φωναζω στην κορη μου που (υποτιθεται πως) κανει Webex με την κολλητη της από το δωματιο μου.Ανεβαινω δυο-δυο τα σκαλια (ευκολο,ειμαι ξυπολητη) με τα χερια και τα μουτρα αλευρωμενα,το μαλλι ακομη βρεγμενο (πριν λιγο λουστηκα) και πιασμενο,φορωντας πυτζαμες και τη ροζ ρομπα μου με τ΄αστερακια.
Παιρνω θεση στην καρεκλα διπλα στο Ζουλη (αφου πρωτα περναω κατά
λαθος μπροστα από την καμερα) και ετοιμαζομαι να τον καμαρωσω στην πρωτη του
σχολικη εορτη,που σιγουρα αλλιως την ειχαμε φανταστει,αλλα ενταξει.
«Από το Εικοσιενα,
σαν αστερι της αυγης
λαμψη στελνεις ολοενα
ως τα περατα της γης…»
ξεκιναει να απαγγελει ο γιος μου,με το χερι στο ποντικι του
υπολογιστη για να κλεισει το μικροφωνο του όταν τελειωσει (παλι καλα που το ανοιξε),καθισμενος στην
πολυθρονα του,με την πιτσα να αχνιζει όχι στον μπουφε τον φτιαγμενο από ενωμενα θρανια
αλλα στο τραπεζακι διπλα του.
Δε συγκινουμαι.Κι ας είναι η πρωτη σχολικη γιορτη του Ζουλη.Δεν εχει να κανει με κεινον,εξυπακουεται.Οι δακρυικοι μου ποροι δεν αναβλυζουν ουτε ρανιδα από δακρυ.Αρνουνται.Δικιο εχουν.
Δε γινετ΄ετσι.
Εδώ είναι και τα ποιηματα,εδώ και τα τραγουδια με τα
Κλεφτοπουλα και τη Μπουμπουλινα και τη Μαυρογενους,εδώ και το πουκαμισο το
ασπρο με τα γυρισμενα μανικια,εδώ κι η πιτσα.
Αλλα λειπει ολο το υπολοιπο-ο κοσμος,οι καρεκλες,οι
συγκινημενες γιαγιαδες,το στριμωξιδι,η ζεστη,οι μπαμπαδες με τις καμερες,το πιανο,τα
υψωμενα κινητα,τα κραγιον από τα φιλια στα μαγουλα,τα ανακατεμενα αρωματα των
μαμαδων,τα μεγαλυτερα και τα μικροτερα αδελφια στην αυλη,το ματσακι,τα ενωμενα θρανια,το
κυνηγητο,οι φωνες της χορωδιας που ανεβαινουν προς τα πανω κι είναι σαν καπνος από
ένα θυμιατο.Και κατι ακομη.
Κατι που ανακατευεται με τον καπνο από το θυμιατο και τις
μυρωδιες των ανθρωπων και δενει ολη τη συνταγη:η μυρωδια του σχολειου.Αυτη η
ανεξηγητη,η αμιμητη μυρωδια,που δεν προερχεται ουτε από τις αρωματικες
γομες,ουτε από τις μυτες των μολυβιων,ουτε από το ξυλο των θρανιων.Κανεις δεν
ξερει από που προερχεται.Και δε χρειαζεται να ξερει κανεις-είναι μια μυρωδια
μυστηριακη,που σε σημαδευει και η μνημη της σε συνοδευει σε ολη σου τη ζωη και
καμμια άλλη δεν της μοιαζει.
«Ενταξει,παει τελειωσε,θα προχωρησουν κι οι εμβολιασμοι,θα
΄ρθει και Καλοκαιρι,θα κοπασει ολο αυτό.Φαγαμε το γαιδαρο,η ουρα εμεινε» λεει
μια φιλη μου.
Μωρε φαγαμε το γαιδαρο,εμεινε η ουρα,αλλα αμα σου ριξει μια
ο γαιδαρος με την ουρα ετσι όπως είναι και σκληρη κι εχει τη φουντιτσα στην
ακρη,θα τα δεις όλα κωλυωμενα.
Αυτή τη φορα δε θα βιαστω να υπεραισιοδοξησω σχετικα με το
τελος αυτης της ιστοριας.
Για καντε λιγο ησυχια κι αφουγκραστειτε-νομιζω πως αχνοακουγονται:
«…τα παιδια τραγουδουν μες τους δρομους
Κι η φωνη τους τον κοσμο αλλαζει
Τα σκοταδια σκορπανε κι η μερα λουλουδιζει
σαν ανθος στο περβαζι…»
Αμην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου