Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

ΣΩΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ (ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΖΩΗΣ) - 1ο ΜΕΡΟΣ

 


"  Εχε το νου σου στο παιδι - γιατι αν γλυτωσει το παιδι, υπαρχει ελπιδα."                       (Παυλος Σιδηροπουλος)



Το πρωτο «κουδουνι» χτυπαει ανεπαισθητα,ένα Νοεμβριατικο πρωινο.Τοτε που βλεπω τη μικρη πρασινη ζυγαρια κουζινας,που ειχα καταχωνιασμενη εδώ και καιρο πισω-πισω σ΄ένα ντουλαπι,στη μεση του τραπεζιου. Διπλα στο κουτι με τα δημητριακα.Δεν την ειχα βαλει εγω εκει.

«Τι δουλεια εχει αυτή εδώ» σκεφτομαι και τη μαζευω για να την ξαναβαλω στη θεση της.

«Ας΄την, τη θελω εκει που ειναι» ακουγεται η φωνη της μεγαλης μου κορης πισω μου.Σηκωνω τους ωμους και την αφηνω εκει που ηταν.

Δεν παει ο νους μου στο κακο-θα τη θελει για να φτιαξει καμμια συνταγη για σκραμπ σωματος ή καμμια μασκα προσωπου που θα ειδε στο ΤικΤοκ.

Μεχρι που το ιδιο βραδυ τη βλεπω:  ζυγιζει τις φρυγανιες με το βουτυρο και τη μαρμελαδα και μετα σημειωνει κατι στο κινητο.

«Τι ζυγιζεις Ελπιδακι?»

«Κατι.»

Κατι.Συνηθισμενη απαντηση 14χρονης στη μανα.

«Κατι» ,«Ο,τι θελω εχω», «Ασε με» , «Κλεισε την πορτα βγαινοντας» είναι ατακες που ακουω σχεδον καθημερινα εδώ και εναμιση περιπου χρονο, από τοτε που η μεγαλη μου κορη μπηκε και επισημως στην εφηβεια.Ατακες που εγιναν ολο και συχνοτερες μετα την περσυνη ολεθρια χρονια με τις απανωτες καραντινες, τα κλειστα σχολεια και την απομονωση.

Εφηβεια.Και «τους εφηβους πρεπει να μπορεις να τους αντεχεις» ειχε πει καποτε η μανα μου-ισως η μονη της ατακα που εχει οντως βαση.

Αλλα…να ζυγιζει τις φρυγανιες και τα δημητριακα?Δε μ΄αρεσει αυτό.Καθολου όμως.

Την παρακολουθω και τις επομενες μερες-αλλοτε να ζυγιζει τη μεριδα του πουρε που βαζει στο πιατο της,αλλοτε τα δυο κομματακια σοκολατας που θα φαει το απογευμα,αλλοτε το ποτηρι με το γαλα-και παντα το κινητο από διπλα,οπου σημειωνει μανιωδως νουμερα,προσθετει,κανει τον ισολογισμο: οι θερμιδες της ημερας, διχως αμφιβολια.

Με ζωνουν λιγο τα φιδια.

«Ελα ρε Μυρτω,ολες τα περασαμε αυτά, εσυ ειχες κι αλλους λογους που επεσες στη νευρικη ανορεξια!» με εγκαλει στην ταξη η κολλητη μου «Δεν προκειται η Ελπιδα να παθει τετοιο πραγμα.Ολα τα κοριτσια σε αυτή την ηλικια τρωνε σκαλωμα με θερμιδες και τετοια.»

«Ελα μωρε,απλα εσυ εισαι υποψιασμενη γιατι τα περασες και φοβασαι» μου λεει μια άλλη φιλη «Κι εγω θυμαμαι ότι στα 14-15 ειχα κολλησει με διαιτες και ετρωγα ένα μαρουλι τη μερα για μια βδομαδα-ε,τοσο κρατησε,μια βδομαδα.Μετα μου περασε και ξαναρχισα τα μπεργκερ.»

Δεν ξερω αν το σκαλωμα το τρωνε όλα τα κοριτσια,αλλα το δικο μου ξαφνικα παρατηρω ότι τρωει ελαχιστα-κάθε μερα και πιο λιγο.Με βαζει να της ψωνιζω σαλατες και λαχανικα,αρνειται σθεναρα να δοκιμασει εστω και μια μπουκια από τα παλαι ποτε αγαπημενα της φαγητα που φτιαχνω, σιγα-σιγα κοβει και τα δυο-τρια κομματακια σοκολατα που τσιμπαγε κάθε απογευμα. Στο σουπερ μαρκετ τη βλεπω να διαβαζει τις θερμιδες και τα λιπαρα στις συσκευασιες του γιαουρτιου ή του τυριου cottage και ένα μεσημερι τα βαζει με τη γιαγια της που εφτιαξε και εφερε μαφινς.

«Μην ξαναφερεις τετοια στο σπιτι!» της δηλωνει αυστηρα. «Να σεβεσαι ότι εγω δε θελω ουτε να τα βλεπω ουτε να τα τρωω πια!»

Δε λεω τιποτα.

Σκεφτομαι ότι δεν πρεπει να πανικοβληθω, η Ελπιδα είναι μια φυσιολογικη εφηβη,είναι ομορφη (λες κι εχει αυτό καμμια σημασια αμα μπει στο μυαλο σου η εμμονη), εχει φιλους (παρ΄ολο που τους πιο πολλους τους αποφευγει τωρα τελευταια), δεν είναι όπως εγω στην ηλικια της. Εγω δεν ημουν παρα ένα μπαζο σε σχολειο θηλεων, Θεε μου, ηταν φριχτο, τα Γυμνασιακα μου χρονια ηταν ενας εφιαλτης- αλλα όχι, το παιδι μου δεν εχει σχεση με τη δικη μου κολασμενη εφηβεια, φαση είναι και θα περασει, ας μην εκλαβω το ότι ξεκινησε μια πιο υγιεινη διατροφη ως κακο οιωνο.


Το δευτερο «κουδουνι» με υποψιαζει λιγο περισσοτερο. Ειμαστε στα Bershka οι δυο μας, ψαχνει για παντελονι, βρισκει ένα που της αρεσει, δοκιμαζει το νουμερο 36, της κανει μια χαρα. «Δε θα το παρω όμως σε 36.Λεω να το παρω σε 34» μου ανακοινωνει.

«Αφου μια χαρα σου είναι το 36» της λεω.

«Ναι, αλλα θελω να δω αν μεχρι την Ανοιξη μπορω να χωρεσω στο 34.»

Σκεφτομαι προς στιγμην να αρνηθω να της το παρω σε 34αρι, αλλα το καταλαβαινει και μου αρχιζει τα τσαλιμια. «Ελα, σε παρακαλω, μου αρεσει πολύ αυτό το τζιν! Δε θα σου ζητησω τιποτ΄άλλο!»

«Ελπιδα» την κοβω «το 36 και το 34 είναι απλως νουμερα.Τι σημασια εχει σε τι νουμερο θα μπεις?Εισαι θεα ετσι κι αλλιως.Εισαι υπεροχη όπως εισαι.Ετσι κι αλλιως 34 δε φοραει ουτε η αδερφη σου που είναι δυο χρονια μικροτερη. Κανενα παιδι στην ηλικια σου δε φοραει 34!»

Γκαφα μου.Πολλα κοριτσια στην ηλικια της φορανε 34 και σιγουρα υπαρχουν και καποια που τους κανει μια χαρα και το 32.Υπαρχουν σωματοτυποι και σωματοτυποι-υπαρχουν και κοριτσια που δειχνουν υπεροχες μεσα στο νουμερο 42 ή στο 44-κι ακομη πιο πανω.

«Οι μισες μου συμμαθητριες φορανε 34!» μου λεει στραβωμενη «Και ή θα παρω το 34 ή δε θελω τιποτα και παμε να φυγουμε.»

Της παιρνω το 34. Δεν ξερω αν κανω σωστα ή λαθος. Στο σπιτι το δοκιμαζει και τελικα της κανει αψογα. «Τουλαχιστον δε θα προσπαθησει να χωρεσει σ΄αυτό , αφου ηδη χωραει.Μα ποτε εχασε τοσα κιλα αυτο το παιδι?Πριν το Καλοκαιρι φορουσαμε ιδιο νουμερο-το 38» σκεφτομαι και αποδιωχνω γρηγορα την ανησυχια που παει ξανα να με τυλιξει σαν ομιχλη σε θριλερ.

Το τριτο «κουδουνι» χτυπαει δυνατοτερα,πολυ δυνατοτερα,κι ερχεται στις διακοπες των Χριστουγεννων.

Ειμαστε στα Τρικαλα, περναμε ωραια, τρωμε εξω ή κανουμε πικ νικ, με τρια ακομη παιδια για ν΄ασχοληθω, πεζοποριες και δραστηριοτητες δεν εχω αντιληφθει ακομη ότι ολες αυτές τις μερες η Ελπιδα δεν τρωει σχεδον τιποτα, είναι κακοδιαθετη και νευρικη. Μεχρι που στο ταξιδι της επιστροφης, κι ενώ ολοι αρχιζουν να γκρινιαζουν  ότι βαρεθηκαν, πεινανε, πιαστηκαν τοση ωρα στ΄αμαξι και θελουν τουαλετα, διαπιστωνω ότι η 14χρονη κορη μου είναι από το πρωι μ΄ένα τσαι-και μονο με αυτό.

«Ρε Ελπιδα, εσυ δεν πεινας? Μονο ένα τσαι εχεις πιει ολη μερα» τη ρωταω ενώ μοιραζω τσουρεκι, τυρι και μπανανες στ΄ αδερφια της. Τα κουδουνια στ΄αυτια μου αρχιζουν να δυναμωνουν και να γινονται συναγερμοι.

«Δεν πειναω» είναι η κοφτη της απαντηση από το πισω καθισμα.

«Ελα παρε» της κανει η Φιλιππα μασουλωντας το τσουρεκι της και εκσφενδονιζοντας ψιχουλα παντου-παλι πλυσιμο θα θελει το αμαξι, ως συνηθως μετα από εκδρομη.

Αρνειται.

«Μα δεν είναι φυσιολογικο αυτό» επιμενω, «Δε γινεται ενας ανθρωπος να εχει πιει μονο ένα τσαι στις 10 το πρωι, να είναι 8 το βραδυ και να μην πειναει! Δε στεκει!»

Ξερω ότι δεν προκειται να παρω απαντηση, κι αυτό με φοβιζει ακομη περισσοτερο.

Μολις φτανουμε η Ελπιδα αλλαζει βιαστικα και παει στο δωματιο της για υπνο-και κινητο, βεβαιως. Νηστικη.

Όχι, αποκλειεται, σκεφτομαι. Δεν είναι αυτό που νομιζω, δεν είναι αυτό που φοβαμαι. Αποκλειεται. Ποσες πιθανοτητες εχει να συμβει στο παιδι μου αυτό που συνεβη σ΄εμενα στην ιδια ηλικια? Ελαχιστες, ελα τωρα Μυρτω, ελαχιστες. Μα κανω λαθος, η σωστη απαντηση είναι άλλη: πολυ περισσοτερες απ΄οσες νομιζω.

Τεταρτο «κουδουνι» δεν υπαρχει. Διοτι το τεταρτο κουδουνι ειναι κανονικοτατη καμπανα. Και χτυπαει την ωρα που περιμενουμε στην ουρα, στο ταμειο του σουπερ μαρκετ, την επομενη μερα του γυρισμου μας απ΄τις Χριστουγεννιατικες διακοπες.

Απλως στεκομαστε εκει στη σειρα μας, όταν η κορη μου γυριζει με διστακτικη φωνη και μου κανει την ερωτηση-φωτια:

«Μαμα,εσενα…εσενα ποσον καιρο σου κρατησε η νευρικη ανορεξια?»

Η ανασα μου κοβεται-νιωθω ακριβως αυτό: ότι δεν εχω αερα, και ότι μολις εχω δεχτει μια δυνατη μαχαιρια ακριβως στο κεντρο της καρδιας, κι ότι η καρδια μου διπλωνει και μαζευεται και ποναει μ΄έναν πονο οξυ και παγωμενο.

Γυριζω και την κοιταζω (αισθανομαι σαν αυτό να συμβαινει σε αργη κινηση) και τα ματια της γυαλιζουν. Οχι ρε Ελπιδα. Οχι,όχι ρε Ελπιδα. Οχι Θεε μου.

«Γιατι ρωτας μωρο μου?» της λεω προσπαθωντας να φανω ηρεμη «Φοβασαι ότι…σου συμβαινει κατι τετοιο?»

Περιμενω να απαντησει ένα «Τι λες μωρε» ή «Όχι, ετσι απλα ρωταω»-βασικα παρακαλαω από μεσα μου να απαντησει ετσι. Και να είναι οντως ετσι.

Αλλα αντι αυτου μου ψυθιριζει ένα «Δεν ξερω, μπορει και ναι» και τοτε ξαφνικα αρχιζουν να τρεχουν τα ματια της και όλα αυτά τα σημαδια που τοσον καιρο αγνοω θεωρωντας ότι είναι η ιδεα μου γινονται σειρηνες και ουρλιαζουν κι η πραγματικοτητα ορθωνεται μπροστα μου σα βουνο. Κι αρχιζουν και τα δικα μου ματια να τρεχουν λες και περιμεναν το συνθημα, λες και ανοιξε μια βρυση, και νιωθω έναν λυγμο να παλευει ν΄ανεβει από το στηθος μου σα να περιμενε καιρο εκει, και μια φωνη μεσα μου, το ενστικτο της μανας, να μου λεει "Ειδες, δε μ΄ακουσες, στα λεγα εγω..."


Την πιανω από τους ωμους, εκει επιτοπου, στην ουρα του ταμειου του Βασιλοπουλου, και την κλεινω στην αγκαλια μου. Ειναι το μονο που μπορω να κανω αυτή τη στιγμη. Με εχει περασει στο υψος εδώ και καιρο, αλλα πιεζω το κεφαλι της πανω στον ωμο μου, και τρανταζομαστε κι οι δυο από τα αναφιλητα, που δεν προσπαθουμε καθολου να κρυψουμε.

«Κοριτσι μου,σε παρακαλω,μη μου…»

Η προταση κοβεται αποτομα πριν φτασει από σκεψη να γινει λογια.Λαθος,λαθος!

Δεν ΣΟΥ κανει τιποτα! Μην το προσωποποιεις, μην το γυρνας σε σενα όπως εκανε κι η μανα σου! Δεν εισαι ΕΣΥ το θεμα! Είναι ΕΚΕΙΝΗ, ο εαυτος της, σ΄εκεινη το κανει!

Φλας μπακ:

«Το κανεις για να με εξευτελισεις, για να με ρεζιλεψεις, να λενε ολοι ότι το παιδι της γιατρου πεθαινει κι εκεινη δε μπορει να κανει τιποτα, ΕΜΕΝΑ θες να εξοντωσεις, δεν εισαι ανορεξικη, κακια εισαι! Κακια!»

Λογια της μανας μου, όταν,13 χρονων, εσβηνα λιγο-λιγο σαν τη φλογα από το κερακι που σωνεται, 23μιση κιλα, στην ηλικια της Ελπιδας, τοτε που προσπαθουσα να εξοντωσω τον εαυτο μου καταδικαζοντας τον σε εξαντλητικες διαιτες, τοτε που τιποτα και κανεις δε μπορουσε να με κανει να σκεφτω αλλιως, εκτος αν το αποφασιζα μονη μου.

Τωρα όμως ειμαστε στο εδώ και τωρα, κι αν οι δικοι μου γονεις τα σκατωσαν αθελα τους, τωρα είναι η δικη μου σειρα να δω «ποσα απιδια βανει ο σακος», και κραταω στην αγκαλια μου τη δικια μου, δικια μου πανεμορφη 14χρονη κορη, το πρωτοτοκο μου, που ουσιαστικα μολις μου εκανε την πιο τρομαχτικη εξομολογηση, στην ουρα του ταμειου στο σουπερ μαρκετ.

Διορθωνω τη σκεψη κι η σκεψη γινεται λογια-τα σωστα λογια- στ΄αυτι της με τα αμετρητα piercing:

«Κοριτσι μου,σε παρακαλω,μη ΣΟΥ το κανεις αυτό…»

Η ταμιας χτυπαει τα ψωνια μας κοιτωντας παραξενεμενη με την ακρη του ματιου.

Φορτωνουμε τα ψωνια στο αυτοκινητο και βαζω μπρος, με τ΄αυτια μου να βουιζουν και την καρδια μου να σφυροκοπαει.

Αυτο που θελω αυτή τη στιγμη είναι να βγω στην Εθνικη και να το πατησω στο τερμα,όπως θελω να κανω παντα όταν ειμαι υπερβολικα ζορισμενη ή υπερβολικα χαρουμενη.

Να δω τα νουμερα να ξεπερνανε την ενδειξη-σταθμο των 155 km/h, ν΄ακουω τις στροφες να ανεβαινουν, να γινεται ο δρομος μπροστα μου μια κουκκιδα, ενα φως τοσο δα στην ακρη ενος τουνελ, και τα δεξια κι αριστερα μου να μεταμορφωνονται σε συγκεχυμενα χρωματα που εναλασσονται ταχυτατα,τοσο ταχυτατα που είναι σα να μενουν σταθερα, να νιωθω το αμαξι να τριζει ολοκληρο, τις ροδες σα να ξεκολλανε από την ασφαλτο, τα νουμερα να ανεβαινουν,178-179-180-181 οσο η αδρεναλινη ποτιζει καθε μου ιντσα, και να ξερω ότι ολο, ολο είναι στα χερια μου, ολο στα ποδια μου, ολο στα 1800 κυβικα μου, εν΄αποτομο στριψιμο του τιμονιου στα ξαφνικα και τα παντα τελειωνουν-υπεροχα, ιπταμενα, ακαριαια.

Αλλα δεν είναι ωρα για τετοια. Κατ΄αρχην εχω μαζι το κοριτσι μου. Το κοριτσι μου, που με χρειαζεται εδώ. Εδώ και τωρα και πιο πολύ από ποτε.

Αντι να γυρισω προς το σπιτι, βγαινω στον παραδρομο της Εθνικης και τραβαω Νοτια.

«Πού παμε?» ρωταει η Ελπιδα διπλα μου.

«Παντως όχι σπιτι» της λεω «Παμε οπου θες ,δεν ξερω, αλλα ξερω πως τωρα θα μου μιλησεις και μετα θα με ακουσεις.»



Και μου μιλαει. Μου λεει πραγματα που ηξερα και πραγματα που δεν ηξερα. Για παραδειγμα, γνωριζα ότι παντα την ενοχλουσε που ηταν «τσουπωτουλα» κι ότι χρειαστηκε πολυς κοπος για να πειστει περσι το Καλοκαιρι να βουτηξει στη θαλασσα χωρις φαρδια μπλουζα. Δεν ηξερα όμως ότι στις δυο τελευταιες ταξεις του Δημοτικου, δυο-τρια αγορια που κατά τ΄αλλα «την αγαπουσαν», την ειχαν πει πισω από την πλατη της «χοντρη.» Και δεν το ξεχασε ποτε.

Γνωριζα ότι από περσι την Ανοιξη ειχε κοψει τα πολλα γλυκα, τα Pringles, τα ζελεδακια και τα δυο πιτογυρα στην καθισια της, ειχα δει το σωμα της ν΄αλλαζει προς το πιο λεπτο, αλλα δεν γνωριζα ότι ειχε δει στο ΤικΤοκ συμβουλες για το «Πώς να γινετε βουλιμικη» και ειχε σκεφτει να τις εφαρμοσει.

Βριζω κι αναθεματιζω απο μεσα μου (και λιγο κι απ΄εξω μου) το Ινσταγκραμ, το ΤικΤοκ και ολα αυτα τα κωλοπραγματα που χαντακωσανε τα εφηβακια, σε συνδυασμο με την περσυνη χρονια που τα κρατησε κλεισμενα μεσα, με μονη διεξοδο την εικονικη πραγματικοτητα του κινητου και των social.

Γνωριζα επισης, το εβλεπα, ότι ειχε χασει αρκετα κιλα κι ότι αυτή η αλλαγη της πηγαινε, αλλα δεν ειχα ιδεα ότι ηθελε να χασει πολλα ακομη, για να μοιασει σ΄αυτές τις φιλτραρισμενες χαζογκομενες που επιδεικνυουν τη- φιλτραρισμενη -μεση δαχτυλιδι και τους κοιλιακους τους στα βιντεακια του Ινστα.

Και φυσικα δε γνωριζα αυτό που μου ξεφουρνιζει, κλαιγοντας πλεον με αναφιλητα, τη στιγμη που συνειδητοποιω πως με την κουβεντα και χωρις να το καταλαβουμε εχουμε φτασει σχεδον στους Αμπελοκηπους: ότι πριν δυο εβδομαδες επαιζαν με τους συμμαθητες της στο διαλειμμα ένα παιχνιδι που λεγεται «Αναπτηρας».

 Πώς παιζεται αυτό? Κρατας έναν αναπτηρα και καποιος από τον κυκλο σου κανει μια ερωτηση, πχ «Ποιος νομιζεις ότι θα παντρευτει πιο γρηγορα από ολους στην παρεα?» Και δινεις τον αναπτηρα σε αυτόν που πιστευεις ότι θα βαλει πρωτος την κουλουρα. Στη συνεχεια κανεις εσυ μια ερωτηση, πχ «Ποιος πιστευεις ότι θα εχει τους καλυτερους βαθμους στο τετραμηνο?» Αυτος που εχει τον αναπτηρα τον δινει στο ατομο της επιλογης του, και παει λεγοντας. Και ποια ερωτηση, που να παρει και να σηκωσει το μ@λ@κ@ που σκεφτηκε το παιχνιδι και μαζι κι ολους τους αναπτηρες του κοσμου, ποιαν ερωτηση λες να εβαλαν στο αγορι που κραταγε τον αναπτηρα?

«Ποιος από εδώ πιστευεις ότι εχει περισσοτερες πιθανοτητες να βγει στην παραλια και να εχει πατσοκοιλα?»

Μαλιστα.

Και ο «να-μην-πω» που κρατουσε τον αναπτηρα απλωνει το κουλο του και τον δινει στην κορη μου.

Φλας μπακ:

«Ποιος είναι αυτος ο πατατας με τ΄ασπρα?»

Είναι Καλοκαιρι, ειμαι 11μιση, παραθεριζουμε στο εξοχικο μας στη Νεα Μακρη και τα φιλαρακια με τα οποια παιζω δεχονται επισκεψη από έναν 18αρη ξαδερφο τους.

Ο οποιος δε με εχει ξαναδει, προφανεστατα με περναει για αγορι ετσι όπως με βλεπει με το κοντο μαλλι και ρωταει τα ξαδερφια του «ποιος» ειμαι. Γιατι εγω ειμαι ο πατατας με τ΄ασπρα. Φοραω ασπρη μπλουζα. Κι ειμαι χοντρουλα. Και μοιαζω με αγορι. Κι υστερα…Υστερα απλα με πηρε και με σηκωσε. Νευρικη ανορεξια. Αγνωστη, τοτε, λεξη.

«Εκλαψες?» τη ρωταω και τα χερια μου σφιγγουν το τιμονι, τα ματια μου πετανε σπιθες, θελω να αρπαξω αυτό το κωλοπαιδο που εδωσε τον αναπτηρα στην κορη μου και να…να…

«Όχι.Αλλα δακρυσα.Λιγακι.»

Κοριτσι μου. Ομορφη μου. Παιδι μου. Που μια ατακα ενός αγοριου χωρις ενσυναισθηση, απειλει να σου φερει τουμπα ολη τη ζωη.

Γιατι δε μου το ειπες? Γιατι το κρατησες μεσα σου? Γιατι δεν ειπες σ΄αυτόν τον ηλιθιο συμμαθητη σου (που να πιασω τη μανα του και να τη στολισω για το βοιδι που εβγαλε) να βαλει τον αναπτηρα-και μαλιστα αναμμενο-εκει που ξερει?Γιατι δε γυρισες οργισμενη μετα από το σχολειο, να πεταξεις την τσαντα σου σε μιαν ακρη και ν΄αρχισεις να βριζεις ? Γιατι, εστω, δεν ξεσπασες τη λυπη σου πανω μου? Γιατι?

Θα ηταν τοσο, μα τοσο προτιμοτερο από αυτό που πας να κανεις τωρα.



Εχω τετοιον κομπο στο λαιμο που νομιζω ότι η ανασα μου βγαινει με συρριγμο, όπως του γιου μου όταν κανει κριση ασθματος. Κανω δεξια, την αρπαζω στην αγκαλια μου και κλαιω γοερα, κλαιει κι εκεινη, κλαιω την εφηβεια μου τη χαμενη στο βωμο μιας εμμονης, κλαιω τα χρονια που δε γυριζουν πισω, κλαιω όλα αυτά που εχασα επειδη ημουν «ο πατατας με τ΄ασπρα», μα πιο πολύ γιατι βλεπω μπροστα μου την ιστορια να επαναλαμβανεται με θυμα το παιδι μου, το παιδι μου, κι εγω δεν ηξερα τιποτα, κι εγω νομιζα ότι όλα είναι καλα, κι εγω ασχολιομουν με τα δικα μου και με όλα τ΄αλλα και μπροστα στα ματια μου η κορη μου, η ομορφη μου, κουβαλαγε τετοιο φορτιο αβασταχτο για τους τρυφερους ωμους της.

Δηλαδη θα περπατησει το μονοπατι που περπατησα εγω? Όχι, που να παρει!

Τωρα Μυρτω, τωρα, βρισκεσαι σ΄ένα από τα σημαντικοτερα σημεια της ως τωρα ζωης σου.

Τωρα, σε θελω μαγκα.

Τωρα σε θελω γρανιτη.

Τωρα είναι το στοιχημα της ζωης σου.

Μια ζωη ετρεμες και φοβοσουν μη μοιασεις στη μανα σου, μην κανεις τα λαθη που εκανε με τα παιδια της, όποτε σου ελεγε κανεις ότι της μοιαζεις, εστω στις βλεφαριδες, σ΄επιανε τεταρταιος.

ΤΩΡΑ είναι το στοιχημα, κουκλα μου.

ΕΣΥ δεν εισαι Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ. Εσυ εισαι η Μυρτω.

ΕΣΥ το παιδι σου ΘΑ ΤΟ ΣΩΣΕΙΣ.

Δηλαδη, ΕΓΩ, το παιδι ΜΟΥ, θα το σωσω.

Σκουπιζω ματια, σκουπιζω μυτες. Δεν ειναι ωρα για δραματα αλλα για δραση. Τωρα, Μυρτω, ανασκουμπωνεσαι.

Η αντιδραση μου με εντυπωσιαζει- φοβαμαι αλλα δεν παραλυω, ο πανικος μου χτυπαει την πορτα αλλα δεν του ανοιγω. Τωρα παιρνω την κατασταση στα χερια μου, πιο αποφασισμενη απο ποτε.

Αλλα χρειαζομαι ένα τσιγαρο πρωτα. Για δες, εχουμε φτασει ηδη εξω από το Γυμνασιο της. Παρκαρω. Βγαινω κι αναβω ένα Winston-βρεχει λιγο αλλα σκασιλα μου. Της λεω «Ανοιξε το παραθυρο ν΄ακους και μεινε μεσα μην κρυωσεις.»

Αρχιζω να της μιλαω, εγω εξω απ΄τ΄αυτοκινητο κατω απο τη βορχη που δυναμωνει, εκεινη μεσα, να με κοιταει με τις μελιες ματαρες της. Ακουγοντας με. Της λεω πραγματα που ηξερε και πραγματα που δεν ηξερε-το γνωριζε ας πουμε ότι κινδυνευσα να χασω τη ζωη μου από την anorexia nervosa όταν ημουν στην ηλικια της, δε γνωριζε όμως ποσο επιθετικη και λανθασμενη σταση κρατησε η μανα μου απεναντι στο θεμα. Το γνωριζε ότι στην αντιστοιχη ηλικια δεν ειχα καμμια σχεση με τη δικη της ομορφια, ημουν ένα κακασχημο κοντοκουρεμενο μπασμενο με γυαλια, δε γνωριζε όμως ποσο μισουσα τον εαυτο μου γι΄αυτό.

Παντως για τον πατατα με τ΄ασπρα το ηξερε, της το ειχα πει.

«Στο εγγυωμαι» της λεω «Θα ειμαι διπλα σου βραχος, θα σε στηριξω με ολο μου το είναι, και δε θα σε αφησω, δεν προκειται να σε αφησω να παθεις ο,τι επαθα εγω. Θα προτιμουσα να μου πεις μαμα εχω αρχισει το καπνισμα ή εχω μπλεξει με κακες παρεες, θα προτιμουσα να βγαινεις και να ξενυχτας από τα 14 και να με γραφεις στα τετοια σου, θα προτιμουσα οτιδηποτε άλλο παρα αυτό. Πας να θυσιασεις τα χρονια της εφηβειας σου, την υγεια σου, τη χαρα σου, τη ζωη σου ισως, για μια εμμονη ιδεα. Είναι ασχημο μονοπατι αυτό, Ελπιδα. Μην το παρεις. Εισαι ένα βημα πριν το πατησεις, αυτή ειν΄η αληθεια. Ή κανεις το βημα και το πατας με καταστροφικα αποτελεσματα, ή το παιρνεις αλλιως. Όπως και να ΄χει σου δινω το λογο μου: θα σε γλυτωσω απ΄αυτό. Και θα ζητησουμε βοηθεια γιατι δε μπορω να το κανω μονη μου. Θα απευθυνθουμε σε καποιον ειδικο.»

 Ευτυχως, συμφωνει. Δεχεται ότι χρειαζεται βοηθεια και δεχεται να παει σε Ψυχολογο. Ok. Αυτό είναι ένα πολύ καλο σημαδι.

Φυσικα, ενημερωνεται ο πατερας της. Τον καθιζω κατω και του εξηγω ότι "Ξερεις, Χιουστον, εχουμε προβλημα. Το και το." 

 Περιμενω να σφυριξει αδιαφορα, να μου ριξει τις ευθυνες, να μου πει ότι φταιω εγω, επειδη εχασα 17 κιλα και ξαναβρηκα το φυσιολογικο μου βαρος μετα από τα (πραγματικα παρα πολλα) κιλα της τεταρτης εγκυμοσυνης μου, επειδη της λεω συνεχεια ποσο ομορφη είναι, επειδη την εχω λασκα και δεν της βαζω αυστηρα ορια, επειδη, επειδη.

Ωστοσο με εκπλησσει: με ακουει, δακρυζει, και σιωπα.

«Και τωρα?» με ρωταει τελικα.

«Και τωρα, θα ζητησουμε βοηθεια. Αυριο κιολας θα ψαξω να βρω έναν καλο Παιδοψυχολογο. Τι στο καλο, τοσα χρονια Ψυχαναλυση κανω, τοσο κοσμο ξερω, δε θα βρω καποιον καλο για το παιδι? Ασ΄το σε μενα αυτό. Εσυ προετοιμασου γιατι ισως να ερθουν δυσκολες μερες, δεν είναι παιξε-γελασε αυτά. Και κοιτα να εισαι τρυφερος μαζι της και υποστηρικτικος. Να της μιλησεις. Να την παρεις από κοντα. Να της τονωσεις την αυτοπεποιθηση όπως μονο ενας πατερας μπορει να κανει στην κορη του. Αυτό να κανεις εσυ, και τ΄αλλα ασ΄τα σε μενα.»

Συμφωνει μ΄ένα κουνημα του κεφαλιου. Δε λεει ποτε πολλα λογια, ετσι κι αλλιως.Του ΄χει παει "να", το βλεπω. Αμ εμενα, τι μου εχει παει? Φοβαμαι, φοβαμαι περισσοτερο σχεδον από οποιαδηποτε άλλη φορα στη ζωη μου. Αλλα είναι ενας φοβος που την ιδια στιγμη μου δινει μια τεραστια δυναμη, μιαν αποφασιστικοτητα πρωτογνωρη: να γλυτωσω το κοριτσι μου από αυτόν το δρομο.

Την επομενη κιολας μερα τηλεφωνω στο Μαρινο, τον Ψυχαναλυτη μου. Του εξηγω την κατασταση, μου δινει ονοματα Παιδοψυχολογων, τα σημειωνω, αρχιζω τα τηλεφωνα. Τα πρωτα αποτελεσματα είναι απογοητευτικα: κανεις δεν αναλαμβανει περιπτωσεις νευρικης ανορεξιας. Ο ενας με στελνει στον αλλον, με παραπεμπουν σε τριτους, σε κεντρα ψυχικης υγειας εφηβων. Τζιφος. Ολοι οσοι απευθυνομαι αναλαμβανουν εφηβους με καταθλιψη, με αυτοκτονικη ή παραβατικη συμπεριφορα, μπλεγμενους με ναρκωτικα, οτιδηποτε άλλο εκτος από νευρικη ανορεξια.

«Μα γιατι δεν αναλαμβανει κανεις?» ρωταω τη μια από τις Παιδοψυχολογους/Παιδοψυχιατρους που απευθυνομαι, η οποια ασχολειται με τετοιες διαταραχες, αλλα δεν εχει καθολου ελευθερα ραντεβου ως το Μαιο.

«Είναι πολύ τζιζ θεμα η νευρικη ανορεξια» μου απανταει «Θελει ιδιαιτερη εξειδικευση και μεγαλη εμπειρια, εχει μεγαλα ποσοστα θνησιμοτητας.»

Λες και δεν το ξερω, λες και δεν το εζησα στο πετσι μου. Λες κι η ιδια δε γλυτωσα απ΄του Χαρου τα δοντια. Παρ΄ολ΄αυτά, στο ακουσμα της φρασης «μεγαλα ποσοστα θνησιμοτητας» ανατριχιαζω ολοκληρη.

Θεε μου, πώς γλυτωσα τοτε? Θα γλυτωσει η Ελπιδα? Είναι στην αρχη. Τι μας/με/την περιμενει?

Ακρη βρισκω την επομενη μερα, όταν τα απανωτα τηλεφωνηματα σε Κεντρα και ιδιωτες με οδηγουν τελικα στο Τμημα Διατροφικων Διαταραχων του Σισμανογλειου, «Πολύ καλο κεντρο, το καλυτερο στην Ελλαδα» μου εξηγουν.

Γινομαι πιεστικη ζητωντας ραντεβου, «Είναι για την κορη μου» εξηγω «και επειγομαι, το παιδι είναι στην αρχη. Τα εχω περασει και το ξερω, δεν εχω περιθωριο να μου πειτε ελα σ΄ένα μηνα, θελω να το προλαβω. Θελω ραντεβου ΧΘΕΣ.»

Μου κλεινουν για την επομενη βδομαδα-χωρις το παιδι.

«Πρωτα θελουμε τους γονεις» μου εξηγει η Παιδοψυχιατρος που θα αναλαβει την Ελπιδα. Το περιμενα.

Ο πατερας της, το ξεκαθαριζει: «Αποκλειεται να λειψω από τη δουλεια. Αν θελουνε, απογευμα.»

Είναι όμως δημοσιο νοσοκομειο και τα ραντεβου είναι πρωι-που σημαινει ότι αν ξεκινησει εκει συνεδριες, η Ελπιδα θα πρεπει τις μερες που εχει ραντεβου να χανει το σχολειο. Γυμνασιο ισον εξι απουσιες τη μερα. Στα κομματια! Να γινει καλα το παιδι, αυτό μονο με νοιαζει. Χεστηκαμε για τις απουσιες.

Ενημερωνω τη δευτερη κορη μου, τη Φιλιππα, που φυσικα εχει παρει πρεφα οτι κατι γινεται με την Ελπιδα, οτι η μεγαλη της αδελφη φλερταρει με τη νευρικη ανορεξια- αλλα οτι ολα θα πανε καλα, θα το λυσουμε. Κλαιει λιγο στην αγκαλια μου, εχει τεραστια αδυναμια στην αδερφη της. Η Ελπιδα παντα μπαινει μπροστα, ειναι η αρχηγος, ειναι η δυναμη. "Βρε" της λεω "Εδω ειμαι εγω, δεν προκειται να παθει τιποτα η αδερφη σου. Στο υπογραφω!"

Ενημερωνω οσους ενηλικες κρινω πως πρεπει να το ξερουν-βασικα οσους είναι κοντα στο παιδι. 

Τους εξηγω πώς εχει η κατασταση. Ενημερωνω τη δασκαλα της στο φροντιστηριο Αγγλικων, τη μαμα του κολλητου της, και δυο κοντινα της φιλαρακια από το σχολειο, τονιζοντας τους ότι αυτό πρεπει να μεινει μεταξυ μας (δηλαδη να μην της πουν ότι τους μιλησα), και οσο μπορουν, αν την αγαπανε, να τη στηριξουν. Εχω λιγο τυψεις γι΄αυτό το τελευταιο, δε μ΄αρεσει να κανω πραγματα που αφορουν τα παιδια μου πισω από την πλατη τους και σιγουρα αν η Ελπιδα το ηξερε θα με σκοτωνε. Όμως γνωριζω ποσο πολύ μπορει να στηριξουν μιαν εφηβη οι φιλοι, και καποιες φορες ο σκοπος αγιαζει τα μεσα.

Ενημερωνω το σχολειο της, χωρις φυσικα να περιμενω πολλα.

Εδώ είναι δημοσιο Γυμνασιο, οι καθηγητες ως επι το πλειστον κανουν διακπεραιωση, χεστηκανε για το αν ένα παιδι εχει θεμα- ειδικα αν το θεμα δεν είναι ακομη εμφανες. Διοτι η Ελπιδα, εξωτερικα, αυτή τη στιγμη είναι μια ομορφη φυσιολογικη εφηβη, κανονικη προς λεπτη. Δε μαρτυρα τιποτα απανω της ότι βρισκεται με το ένα ποδι σ΄έναν κακοτρχαλο δρομο κι ότι μεσα στην ψυχουλα της μαινονται Βοριαδες.

«Θα το εχουμε υπ΄οψιν» μου απαντα η Γυμνασιαρχης.

«Σωθηκαμε» της απαντω, αλλα από μεσα μου.




Στην κορη μου μιλαω ξεκαθαρα για τα βηματα που ακολουθω, εκτος από το ότι ενημερωσα τα δυο φιλαρακια της και το σχολειο.

Κατι υποψιαζεται βεβαια όταν σ΄ένα διαλειμμα την πιανουν και τα δυο και την αρχιζουν στα «Αδυνατισες πολύ», «Σε παρακαλω, να τρως» , «Μη χασεις αλλα κιλα» και «Αν κατι σε απασχολει και θες να μου μιλησεις, ειμαι εδώ.»

Ψυχουλες μου! Με βρισκουν ένα μεσημερι και τα δυο, στο σχολασμα του Γυμνασιου, και βιαστικα πριν ερθει η κορη μου με ενημερωνουν ότι της μιλησαν και πως είναι εδώ για εκεινη. Με συγκινουν. Τα ξερω και τα δυο από Πρωτακια του Δημοτικου, εχουν μεγαλωσει μαζι με την Ελπιδα.

Έναν ανθρωπο μονο δεν ενημερωνω για καμμια μου κινηση: τη μανα μου.

Θα αντιδρασει, θα θελησει να παρεμβει, θα αρχισει τα δικα της, τυπου «Δεν είναι καλοι εκει στο Σισμανογλειο, είναι δημοσιο, δε χρειαζεται κανεναν ειδικο το παιδι, υπερβαλλεις, ασε να δουμε πώς θα εξελιχθει» - όμως όχι, κουκλα μου! Ειδαμε πώς εξελιχθηκε το δικο σου παιδι. Το ξερω καλα, διοτι ειμαι αυτο το παιδι. Εχασε την εφηβεια του και παραλιγο και τη ζωη του. Τωρα είναι η δικη μου σειρα ως μανα. 

Η δικη μου σειρα, το δικο μου παιδι.

Μια εβδομαδα μετα, στις 11 το πρωι, περιεργαζομαι εξεταστικα τη γυναικα με τα πολύ μακρια ξανθα μαλλια και το ηρεμο, λευκο προσωπο, που καθεται απεναντι μου και τακτοποιει χαρτια με σημειωσεις σ΄ένα μεγαλο ντοσιε στηριγμενο στα γονατα της. Ειναι γυρω στα 60, εχει απαλη φωνη και φαινεται εμπειρη. Ευτυχως.

Εχω ηδη δωσει τα στοιχεια της κορης μου, εχει παρει ένα ιστορικο, ποτε αρχισε ολο αυτό, αν της εχει διακοπει η περιοδος, ποσα κιλα εχει χασει-σ΄αυτό το τελευταιο δεν ξερω να απαντησω με ακριβεια, αφου η κορη μου ποτε δεν ελεγε ποσα κιλα είναι ουτε μου αποκαλυψε ποσα είναι τωρα. «Πρεπει να εχει χασει γυρω στα 8» λεω, «κατά προσεγγιση.»

Μετα αρχιζουν οι αναμενομενες ερωτησεις για την κατασταση στην οικογενεια: τ΄αδερφια, ο ρολος των παππουδογιαγιαδων, η σχεση με τους συγγενεις, η σχεση των γονιων, ολ΄αυτά τελος παντων που ρωτανε να μαθουν οι Παιδοψυχιατροι προκειμενου να σχηματισουν εικονα για το περιβαλλον ενός παιδιου.

Οταν τελειωνουμε με ολ΄αυτα, πριν φυγω, τη ρωταω αν μπορω να της δειξω την Ελπιδα σε φωτογραφια από το κινητο μου. Μια φωτογραφια τραβηγμενη στο αυτοκινητο, με τα ξανθα πλουσια μαλλια της να χυνονται στους ωμους της, να κοιταζει το φακο μ΄ένα παιχνιδιαρικα παραπονιαρικο βλεμμα. Τιποτα δεν προδιδε την παλη που γινοταν μεσα της. Πριν τρεις βδομαδες την τραβηξα. Ειμαι η μανα της, οφειλα να καταλαβω. Πώς δεν ειχα δει ότι κατι δεν παει καλα? Γιατι αγνοησα τα κουδουνακια μεχρι που εγιναν καμπανες και σειρηνες?

«Πολύ ομορφο κοριτσι» σχολιαζει χαμογελωντας.

Τα ματια μου βουρκωνουν, η γυναικα φυσικα το προσεχει.

«Το προλαβατε νωρις, ειχατε πολύ γρηγορα αντανακλαστικα» μου λεει με καθησυχαστικη φωνη.

«Οντως?» ρωταω φυσωντας τη μυτη μου στο χαρτομαντηλο που μου δινει, «Οντως πιστευετε ότι το προλαβα νωρις?»

«Ναι.Το κοριτσι σας είναι ακομη σε φυσιολογικα κιλα, δεν εχει διακοπει η εμμηνος ρυση και δεν εχει περασει στη φαση της βουλιμιας, που εκει τα πραγματα γινονται πιο σοβαρα κι είναι πιο δυσκολο να αντιμετωπιστει.Το προλαβατε νωρις.Αντιδρασατε πολύ αμεσα.»

Βασικα το ξερω ότι αντεδρασα ταχυτατα, αλλα εχω αναγκη να το ακουσω κι από καποιον άλλο.

Της κλεινει ραντεβου για την ερχομενη Τεταρτη-αναγκαστικα θα χασει το σχολειο,είναι για τις 11 το πρωι-και φευγω.

Στο δρομο του γυρισμου σκεφτομαι ότι αν η ζωη ηταν GPS, αν ολη μας η πορεια ηταν σημειωμενη με μια γραμμη διαδρομης, εμενα αυτή τη στιγμη η «πινεζα» μου, το point που γραφει «η τοποθεσια σας» λεει: «Βρισκεστε εδώ: στο πιο μεγαλο στοιχημα της ζωης σας.»

Θα σωσω το παιδι μου από τον ολεθρο που λεγεται anorexia nervosa?

Θα καταφερω να την τραβηξω πισω πριν κανει το δευτερο βημα σ΄αυτό το μονοπατι?

Και, στην τελικη, θα τα καταφερω καλυτερα απ΄ο,τι η μανα μου?

(Συνεχιζεται…)

   

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΩΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ (ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΖΩΗΣ) - 2ο ΜΕΡΟΣ

  (Συνεχεια απο 1ο μερος) Η μεγαλη μου κορη ηταν ανεκαθεν ένα τυχερο παιδι. Χωρις να το επιδιωξει ποτε, χωρις να τη νοιαζει καν και χωρις ...