Η μεγαλη μου κορη ηταν ανεκαθεν ένα τυχερο παιδι.
Χωρις να το επιδιωξει ποτε, χωρις να τη νοιαζει καν και
χωρις να είναι εξωστρεφης (το αντιθετο θα ελεγα) τραβουσε παντα το ενδιαφερον
και τη συμπαθεια των αλλων, ενηλικων και παιδιων, ειδικα των παιδιων σε σημειο σχεδον εξαρτησης.
Ποτε δε θα ξεχασω την εικονα της, στην Τριτη Δημοτικου, τοτε
που η Φιλιππα ως Πρωτακι περνουσε σχολικη φοβια και μια μερα ειχε απαιτησει να
στεκομαι στα καγκελα του σχολειου για να με βλεπει στο διαλειμμα. Όπως στεκομουν
(εγκυος στη Μαγια) εξω απ΄το σχολειο, ειδα την Ελπιδα να βγαινει στο προαυλιο,
αργα και νωχελικα σα σταρ του Χολυγουντ, κι από το δεξι της μπρατσο να την
κραταει αγκαζε η μια συμμαθητρια, από το αριστερο η άλλη, παραδιπλα άλλες δυο,
κι από πισω να την ακολουθουν σαν πιστοι φρουροι δυο-τρια αγορια.
Θυμαμαι ότι καθισε σε κατι σκαλακια και αμεσως καθισαν γυρω της
όλα τα παιδια-εκεινη ετρωγε το γιαουρτι της σαν κυρια, μιλουσαν όλα μαζι και τρωγανε
τα δικα τους, και μονο όταν εκεινη τελειωσε και σηκωθηκε, σηκωθηκαν κι εκεινα
για να παιξουν ολοι μαζι.
Ασκουσε παντα μια εντονη, θετικη επιρροη, στα αλλα παιδια.
Την εμπιστευονταν και την ακουγαν, και παρ΄ο,τι ποτε δεν το εκμεταλλευτηκε και δεν
την ενδιεφερε ουτε να είναι αρχηγος ουτε να είναι δημοφιλης, στην Εκτη
Δημοτικου εξελεγη προεδρος της ταξης.
Αγορια και κοριτσια ζητουσαν την παρεα της, ηταν ο
συνδετικος τους κρικος, ο λογος της ηταν νομος και χωρις αυτην η παρεα σπανια
συναντιοταν εκτος σχολειου.
Ολο αυτό ποτε δεν το επεδιωξε η ιδια. Ισως και καποιες φορες
να την κουραζε.
Ηταν ουσιαστικα στη δευτερη καραντινα, που η παρεα της ηταν στην
αρχη του Γυμνασιου, οταν τα «εσπασαν» μεταξυ τους. Λιγο η απομονωση, λιγο οι
κλασσικες εφηβικες παρεξηγησεις που πλεον δε γινονταν δια ζωσης αλλα
Ινσταγκραμικα, λιγο η αδυναμια επιλυσης των προβληματων αφου κανεις πλεον δε
βρισκοταν με κανεναν κι οποιος ηθελε να κρατησει μουτρα απλα αφηνε τον αλλον
στο «Διαβαστηκε», λιγο και το Αιγοκερισιο πεισμα της δικιας μου, δε θελει και πολύ
για να τα χαλασει ένα παρεακι δεκατριαχρονων.
Ετσι, τους εκανε περα σχεδον ολους, επελεξε να μιλαει μονο
με μια φιλη της, που και μ΄αυτή βρισκονται στη χαση και στη φεξη εκτος σχολειου,
και κλειστηκε στον εαυτο της και στο κινητο της. Παρεα με το ΤικΤοκ, τους τραπερς
και το Ινσταγκραμ με τους εφημερους πρωταγωνιστες του.
Παρ΄ολ΄αυτά οι φιλοι της τη διεκδικησαν επι μηνες, μια με
μηνυματα, μια με προτασεις για εξοδους, μια με «Συγγνωμη αν εκανα κατι που σε
σε πληγωσε».
Εκεινη τους αγνοουσε ολους. Μεχρι που σταματησαν να τη
διεκδικουν.
Παρα το πεισμα της, ακομη και σε μενα, τη μανα της, η μεγαλη
μου κορη δημιουργουσε παντα ένα δυνατο αισθημα εμπιστοσυνης. Ηξερα ότι ειμαι
σιγουρη μαζι της, ότι θα επραττε ως επι το πλειστον σωστα, ότι μπορω να της εχω
απολυτη εμπιστοσυνη και ότι δε θα μου ελεγε ποτε ψεμματα.
Βασισμενη σε αυτό, ξερω ότι και τωρα σ΄αυτή τη δυσκολη φαση
δε θα μου κρυψει τιποτα.
Ειναι κλειστο παιδι, αλλα πραγματα κρυφα δε θα κανει.
Αυτό που φοβαμαι περισσοτερο είναι μην της γυρισει σε
βουλιμια - κατι που ξεκαθαρα ξεκιναει στα κρυφα, αφου και στο Σισμανογλειο αλλα
και σε ολες τις ερευνες που εκανα, οι παντες συμφωνουν ότι τοτε είναι που τα
πραγματα δυσκολευουν πολύ.
Την εβδομαδα που εχει το πρωτο, προγραμματισμενο της ραντεβου
στο Κεντρο Διαταραχων Προσληψης Τροφης στο Σισμανογλειο, η Ελπιδα σα να εχει
καταλαβει τον κινδυνο, προσπαθει να τρωει λιγο περισσοτερο από το «καθολου» των
προηγουμενων ημερων.
Σα να εχει παρει αποφαση να βοηθησει τον εαυτο της, σε
συνδυασμο με τη βοηθεια που θα δεχτει-και γι΄αυτό πιστευω ότι το σημαντικοτερο
ηταν να συμφωνησει ότι χρειαζεται καποιον ειδικο. Απο τη στιγμη που μου ειπε "Ναι,δεχομαι να ζητησουμε βοηθεια" ηταν σα να εκανε το πρωτο μεγαλο βημα στη θεραπεια.
Τη βλεπω να ετοιμαζει με σχολαστικοτητα τις σαλατες της, να
μετραει τα ml του λαδιου και της μουσταρδας που θα βαλει στο dressing, να ζυγιζει με
προσοχη το τυρι και το παξιμαδι-μα τουλαχιστον τρωει. Η τρομερη εκεινη μερα που
επι 24 ωρες ηταν μονο μ΄ένα τσαι, και οι επομενες που ζουσε με σκετο μαρουλι
και Ice Tea χωρις ζαχαρη, προς το παρον μοιαζουν να εχουν παρελθει. Το
αν είναι «ανεπιστρεπτι», είναι νωρις να το πει κανεις.
Την εβδομαδα του ραντεβου στο Σισμανογλειο, ριχνει τα πολλα
χιονια στην Αττικη, αποκλειονται οι παντες και τα παντα και φυσικα μας το
αναβαλλουν-εδώ δε μπορουσαν καν να βγουν τα αυτοκινητα από τα γκαραζ, θα
τρεχαμε στα Μελισσια? Βασικα εγω και με τα ποδια θα την πηγαινα, αλλα δε θα
πηγαινε η Παιδοψυχιατρος.
Σκεφτομαι ότι εκατσε ατυχια, αλλα διαψευδομαι.
Αρχικα, μου ζηταει η ιδια να διαβασει το βιβλιο που ειχα
γραψει το 2010, με θεμα τη δικη μου περιπετεια με την anorexia nervosa. Της το δινω.
Την αμεσως επομενη μερα μου τηλεφωνει ο πατερας μου και μου
λεει ότι ψαχνοντας κατι κουτες στη σοφιτα του (που, όπως σε κάθε σοφιτα παππου,
μπορεις να βρεις τα πιο απιθανα) ανακαλυψε κατι παναρχαιες κασσετες VHS από
την εποχη που ημουν ανορεξικη, τις μετεγγραψε και κοντεψε να του ΄ρθει ταμπλας όταν
με ξαναειδε σ΄εκεινα τα πλανα-ηταν πλανα από παραλια: εγω 13 χρονων και 23μιση
κιλα, με μαγιο, ποδαρακια σα σπιρτοξυλα και μπρατσα σα σκελετωμενα κομμενα
φτερα σπουργιτιου, μια μουρη ρουφηγμενη, τι να λεμε τωρα, μια εικονα φρικτη.Ενα
εφηβο κοριτσι που αργοπεθαινει από διαιτα.
«Να στα στειλω» μου λεει.
«Να μου λειπει» του λεω.
Όμως μετα σκεφτομαι ότι ισως η Ελπιδα πρεπει να δει αυτές
τις εικονες. Ισως να την ξυπνησει το να δει τη μανα της σε τετοιο χαλι. Ισως να
τρομαξει αρκετα για να διωξει την ιδεα που κλωθογυρναει στο μυαλο της και παει
να γινει εμμονή. Ισως να είναι πολύ οδυνηρο αλλα απ΄την άλλη αφυπνιστικο.
Ο πατερας μου, μου στελνει μερικα στοπ καρε με Viber και
της τα δειχνω.
«Ελα να δεις» της λεω «πώς ημουνα στην ηλικια σου.Κοιτα.Βλεπεις?»
Το σοκαρισμενο της βλεμμα μου δινει ορμη και ωθηση να συνεχισω.
«Βλεπεις? Ειμαι 23μιση κιλα εκει. Σου αρεσει αυτό που βλεπεις? Οχι,
σωστα? Κοιτα με και τωρα. Κοιτα με! Ειμαι 55 κιλα. Εχω τα μπουτια μου, την
κυτταριτιδα μου, τα πιασιματα μου. Και τα χαιρομαι! Ξανακοιτα πώς ημουνα. Θες να
γινεις ετσι? Λεγε,θες? Αν ναι, τοτε συνεχισε να τρεφεσαι με σαλατα και τσαι. Αν
θες να διατηρησεις την υπεροχη ομορφαδα σου, τα νιατα σου, την υγεια σου, τη
ζωη σου, παρ΄το αλλιως και γυρνα πισω.»
Ολ΄αυτά δεν της τα λεω μαλωνωντας την. Προσεχω μαλιστα το
υφος και ο τονος μου να μην εχουν τιποτα το επικριτικο-κατι τετοιο θα θυμιζε ξεκαθαρα την αντιμετωπιση που ειχε η μανα μου σε μενα τοτε. Ακομα αντηχουν
καμμια φορα στ΄αυτια μου οι ατακες της «Θα σε μπαγλαρωσουμε στο νοσοκομειο!»
και «Θα σε μπουζουριασουμε στην κλινικη να σε ταιζουν με ορρο!» Τοτε ηταν που
πρωτοακουσα τα ρηματα «μπουζουριαζω» και «μπαγλαρωνω», που φυσικα παραπεμπουν
σε φυλακη – σε τιμωρια, όχι σε ιαση. Πιο πριν δεν ηξερα καν ότι υπηρχαν αυτές οι
λεξεις.
Παρ΄ο,τι εχουν περασει σχεδον 30 χρονια από τοτε,
ξαναβλεποντας την εικονα της καχεκτικης Μυρτως με τα πλευρα να φαινονται ένα προς
ένα μεσα από το μαγιο, κι εχοντας διπλα μου τη μανα μου να κοιταζει κι αυτή αποσβολωμενη,
νιωθω να με πλημμυριζει μια τεραστια οργη. Η ανταγωνιστικη μας σχεση, οι
συγκρουσεις μας, η σταση της απενεντι μου εκεινα τα χρονια, όλα ξαφνικα
γιγαντωνονται, και στο δικο της προσωπο βλεπω τον υπαιτιο για ολα.
Σπανια θυμωνω, σπανια υψωνω τη φωνη μου, κι ουτε τωρα θα την
υψωσω. Τη νιωθω να βγαινει από μεσα μου όμως πρωτογνωρα, σχεδον πρωτογονα
εξοργισμενη, σχεδον παλλομενη από θυμο ανακατεμενο με λυπη. Βαζω το κινητο με
τη χειροτερη φωτογραφια μπροστα στα ματια της μανας μου και της λεω τονιζοντας κάθε
λεξη: «Ειδες πώς με ειχες καταντησει?»
Δε λεει τιποτα κι αυτό με νευριαζει αλλα και με λυπει ακομη
περισσοτερο. Μονο μου ριχνει ένα απελπισμενο βλεμμα και στα ματια της (μελια,
ιδια με της Ελπιδας) διαβαζω μια βαθια θλιψη, μια παραδοχη, ένα «Δεν ηξερα, δεν
ηθελα. Συγγνωμη.»
Και ξαφνου η μανα μου, μου φαινεται τοσο μικροσκοπικη, τοσο
ευθραυστη, τοσο κουρασμενη, σα να φορτωθηκε σε μια στιγμη στην πλατη της αυτές τις
τρεις δεκαετιες που μας χωριζουν από τις φωτογραφιες.
Μετανιωνω μεμιας που ειπα ο,τι ειπα. Θελω να την αγκαλιασω
αλλα δεν το κανω. Για καποιον ανεξηγητο λογο, τη λυπαμαι. Ναι, χειριστηκε την
υποθεση χαλια. Ναι, τα θαλασσωσε. Όμως ηταν πολυ σκληρο αυτό που ειπα. Δεν
ηξερε. Και σιγουρα δεν το ηθελε. Ποιος θα ΄θελε κατι τετοιο? Και μηπως δεν
πληρωσε αρκετα ακριβα? Και μηπως ηταν ολοκληρωτικα δικη της ευθυνη?
Αν ναι, τοτε αν η κορη μου κυλησει στα ιδια, παει να πει
ξεκαθαρα ότι φταιω εγω?
Οι ενοχες είναι αναποσπαστο κομματι της μητροτητας, ποσο
μαλλον όταν ένα παιδι σου παθαινει κατι τετοιο.
«Ελπιδα, θελω να μου πεις αν πιστευεις ότι καπου εχω
σφαλλει, ότι καπου σε εχω πικρανει. Δε μπορει να μην εχω ευθυνη σε αυτό που σου
συμβαινει. Μηπως δεν ασχολουμαι μαζι σου οσο εχεις αναγκη? Μηπως θεωρεις ότι σε
εχω αδικησει σε σχεση με τ΄αδερφια σου? Μηπως το ότι καμμια φορα …»
«Όταν σκεφτομαι πώς θα ηταν η καλυτερη μαμα του κοσμου» με
κοβει «δε μπορω να σκεφτω καποια άλλη εκτος από εσενα.»
Με κανει αλοιφη. Δεν ξερω αν το εννοει, αλλα δεν είναι και ο
τυπος που χαιδευει αυτια. Φυσικα και δεν είναι ετσι, τα λαθη μου ως μητερα είναι
ένα βουνο σε σχεση με το λοφακι των σωστων. Όμως αν εκεινη με βλεπει ετσι, εστω
και στο 30 τοις εκατο, τοτε δε θελω τιποτ΄άλλο.
Μονο να γινει καλα.
Τη θυμαμαι μικρουλα, με τα μακρια της μαλλια, τα αφρατα της μαγουλακια, το λευκο προσωπο που ροδιζε και κοκκινιζε οταν ετρεχε κι επαιζε. Θυμαμαι μια ζωγραφια που ειχα δει παλια, με μια μαμα-γοργονα και το κοριτσακι της, ποσο, για καποιον ανεξηγητο λογο, μου θυμιζε εμας τις δυο.
Μονο να γινει καλα...
Και τοτε στο ντομινο των συμπτωσεων συμβαινει κατι τοσο
εκπληχτικο, που αρχικα νομιζω ότι καποιος μου κανει πλακα.
Την αμεσως επομενη μερα από τις φωτογραφιες, χτυπαει το
τηλεφωνο και ακουω μια γυναικεια φωνη να μου λεει: «Ειμαστε από την εκπομπη του
Αντωνη Σροιτερ, κανουμε ένα θεμα για τη νευρικη ανορεξια, καναμε ερευνα στο
διαδικτυο και ειδαμε ότι εχετε γραψει ένα βιβλιο πανω στο θεμα, θα σας ενδιεφερε
να ερθετε καλεσμενη του Αντωνη?»
Η συμπτωση είναι τοσο τρομαχτικη που μενω αφωνη για λιγα
δευτερολεπτα.
Αμα το καλοσκεφτεις, είναι απιστευτο: η κορη μου είναι ετοιμη
να γινει επισημως ανορεξικη, στην ιδια σχεδον ηλίκια που περασα κι εγω το ιδιο.
Μου ζηταει το βιβλιο μου με θεμα τη δικη μου περιπετεια για να το διαβασει. Ο
πατερας μου, χωρις να ξερει τιποτα για ολ΄αυτά, βρισκει και μου στελνει πλανα
και φωτογραφιες μου από εκεινη την εποχη. Και την άλλη μερα με ζητανε να παω
καλεσμενη σε μια εκπομπη με θεμα την anorexia nervosa, επειδη ειδαν ότι εχω γραψει
βιβλιο πανω σ΄αυτο.
Συμπαν, συμπαν, εισαι καπου εκει και παρακολουθεις?
Τα παντα κανονιζονται γρηγορα, φυσικα λεω «ναι»-αφου περα από
το ότι εχω ξαναμιλησει για το θεμα δημοσια και εχω ανεση στο φακο λογω
δουλειας, θα προωθηθει καπως και το βιβλιο μου και το κυριοτερο, η Ελπιδα θα
δει τη μανα της να μιλαει στην τηλεοραση για το τοσο σοβαρο προβλημα που
απειλει τωρα και την ιδια.
Ελπιδα ναι, εισαι τυχερο παιδι.
Τα γυρισματα γινονται σ΄ένα μεξικανικο εστιατοριο, ένα
παγωμενο Σαββατο, με τα χιονια ακομη να μην εχουν λιωσει εντελως και την
υγρασια να περονιαζει.Οι δυο μεγαλες μου κορες ερχονται μαζι και με παρακολουθουν
από τα παρασκηνια να μιλαω με τον παρουσιαστη σα να απευθυνομαι στις ιδιες, στις
ιδιες και σε όλα τα κοριτσια τις ηλικιας τους αλλα και τις μεγαλυτερες γυναικες
που βρισκονται με το ένα ποδι-ή και ολοκληρες-μεσα σε αυτόν τον κυκεωνα.
Η Φιλιππα μαλιστα εμφανιζεται μαζι μου και στα πλανα, αν
και, παρα το χαρτι που υπεγραψα ότι συναινω σε αυτό, στο τελικο μονταζ θα την
κοψουν και θα φανει ελαχιστα και μονο πλατη – προς μεγαλη της απογοητευση αφου
ηδη το ειχε «διαφημισει» (δηλαδη φλεξαρει) στους συμμαθητες της. Άλλο παιδι η
Φιλιππα. Η προσωποποιηση της εξωστρεφειας. Εντελως διαφορετικη από τη μεγαλη της
αδερφη.
Αλλα εμενα με νοιαζει η μεγαλη μου κορη, και τα λογια με τα οποια εκλεισα τη συνεντευξη: «Προτιμαω οι κορες μου να βγαινουν με το σουπερ μινι, να ξενυχτανε και να κανουν αλητειες, παρα αυτό. Θεε μου, όχι αυτό!»
«Ελπιδακι, δεσμευτηκα και δημοσιως όπως βλεπεις!» της
αστειευομαι «Δεν προκειται να σε αφησω ποτε να γινεις ανορεξικη! Θες να
καπνισεις? Θες να βγαινεις και να μη μου δινεις λογαριασμο?Θες να εχεις γκομενο απο τα 14? Καν΄ τα ολα. Μα όχι αυτό.»
Ξερω ότι είναι ισως μια ακραια αντιμετωπιση, αλλα την εννοω:
ένα παιδι που καπνιζει στην εφηβεια, ένα κοριτσι που μπλεκει με αληταμπουρες,
ξενυχταει ή φασωνεται από τα 14, ναι συμφωνοι, διατρεχει πολλους, παρα πολλους
κινδυνους. Όμως όχι σαν τον κινδυνο της νευρικης ανορεξιας. Και στην τελικη ποσα
και ποσα κοριτσια δεν περασαν μια «εξαλλη» εφηβεια και γιναν μια χαρα κοπελες
και μανες αργοτερα? Ξερω παρα πολλες. Ολες καναμε τρέλλες στην εφηβεια μας. Απ΄
την άλλη, ποσα κοριτσια επεσαν στη λουμπα της νευρικης ανορεξιας και γλυτωσαν? Ξερω
ελαχιστα - κι ειμαι ένα από αυτά.
Παιρνοντας την κατασταση στα χερια μου με την Ελπιδα,
καταλαβαινω ισως για πρωτη φορα οτι λειτουργω για εκεινη ως προτυπο. Όπως κάθε μανα
για τις κορες, και κάθε πατερας για τους γιους. Οποτε, αλλαζω κι εγω συνηθειες
για να την επηρεασω θετικα.
Εκει που τσιμπολογουσα κατι μαγειρευοντας και σπανιως
καθομουν με τα παιδια στο μεσημεριανο τραπεζι, τωρα δεν τσιμπαω στο μαγειρεμα
αλλα καθομαι και τρωω μαζι τους. Να με βλεπουν, να με βλεπει η Ελπιδα. Να
βλεπει ότι εγω θα βαλω μια κανονικοτατη μεριδα στο πιατο μου, και δευτερη αμα είναι
ωραιο το φαι, κι ας φαει εκεινη μαρουλοφυλλα. Εκει που απεφευγα τις σοκολατες
και τα γλυκα, λεω «αιντε, ας το κανουμε κι αυτό» κι αρχιζω να τρωω λιγη
σοκολατα παρεα με τη Μαγια-την απολυτη σοκολατου των Daltons.
Φροντιζω φυσικα η κορη μου να βλεπει τη φυσιολογικη μου
σταση απεναντι στο φαγητο, και εν΄απογευμα που με σερνει στο Mall σε
αναζητηση φορμας γυμναστικης και δεν εχω προλαβει να βαλω μπουκια το μεσημερι στο
στομα μου, αφου με γυρναει από μαγαζι σε μαγαζι σε ημιλιποθυμη κατασταση, της ξεκαθαριζω
πως ή πρωτα θα καθισουμε να φαμε ή σε άλλο μαγαζι εγω δε μπαινω, γιατι δε
σκοπευω να πεσω κατω από την πεινα.
«Αμα εσυ αντεχεις νηστικια τοσες ωρες Ελπιδακι μου, παω πασο,
αλλα συγγνωμη, εγω ουτε να γινω ξανα κοκκαλο μ΄ενδιαφερει, ουτε να σωριαστω
μεσα στο εμπορικο και να με μαζευουνε οι σεκιουριταδες - χμμ, εκτος αν είναι να
με μαζεψει αυτος ο μπρατσαρας εκει περα.»
Η κορη μου γελαει και προς μεγαλη μου εκπληξη συμφωνει να παμε
να φαμε κατι.
Βεβαια εκεινη παιρνει απλως μια σαλατα με κοτοπουλο από τα Goody’s, αλλα μου ζηταει να της δωσω και
δυο-τρεις πηρουνιες από τα ρεβυθια που παιρνω από τα ετοιμα του Τερκενλη.
Την άλλη μερα, της παιρνω σοκολατα με στεβια από το
περιπτερο, «Οριστε» της λεω αγνοωντας το αγριεμενο βλεμμα που μου ριχνει, «τι
με κοιτας ετσι? Η στεβια δεν είναι ζαχαρη, δεν ξερω αν τη θες τη σοκολατα, αμα
δεν τη θες δως τη σε μενα.»
Την τρωμε μαζι, μιση-μιση, μεσα στο αυτοκινητο. Περνουσαμε
παντα χρονο οι δυο μας, αλλα φροντιζω τωρα να περναμε περισσοτερο.
Ευτυχως, οι νεες διαφημιστικες καμπανιες νενανικων ρουχων
και εσωρουχων είναι με το μερος μου : εχουν αρχισει να χρησιμοποιουν πλεον ως
μοντελα πολύ πιο ζουμερες γυναικες απ’ ο,τι παλια και φροντιζω, διακριτικα, να
κανω την κορη μου να τις δει. Να τις προσεξει.
Δεν της λεω ας πουμε «Να, κοιτα, κι αυτή είναι γεματουλα αλλα είναι θεαρα» αλλα της λεω «Ρε συ κοιτα τι ωραιο σουτιεν που φοραει το μοντελο στην αφισσα!Παμε να το δοκιμασουμε?» Κι ετσι χωρις τη δικη μου εμφανη παροτρυνση, της εντυπωνεται η εικονα του ωραιου, υγιους γυναικειου σωματος, που δεν είναι αναγκαστικα ξερακιανο - απεναντιας.
Την παιρνω και παμε μεγαλες βολτες με το αυτοκινητο και της
διηγουμαι με λεπτομερειες τη δικια μου περιπετεια και το πώς τοτε σωθηκα επειδη
ερωτευτηκα («Ποια ομορφια, ο πριγκηπας Μισκιν εκανε λαθος, ο ερωτας Ελπιδακι
μου θα σωσει τον κοσμο») αλλα και πώς καταφερα τελικα να αγαπησω τον εαυτο μου.
Σχεδον κάθε απογευμα ή βραδυ μετα τα φροντιστηρια της, τρωμε μιση-μιση μια σοκολατα με στεβια και μιλαμε, ενώ οδηγω προς αγνωστες κατευθυνσεις.
Καμμια
φορα δε μιλαμε καθολου, απλα ειμαστε διπλα-διπλα, εγω οδηγος κι η ομορφη κορη
μου συνοδηγος, «Θα σε μαθω να οδηγεις πριν κλεισεις τα 15» της υποσχομαι «για
να πηζεις εσυ στην κινηση κι εγω να την αραζω διπλα σου!»
Το εννοω, θα της μαθω. Την ειχα βαλει ηδη μια φορα να
οδηγησει όταν ηταν 10, αλλα καθοταν πανω μου, πατουσα εγω τα πενταλ κι εκεινη
ειχε απλα το τιμονι.
«Τωρα όμως θα σε μαθω κανονικα!» της λεω. Ανυπομονει.
Της εξηγω ποσα ομορφα την περιμενουνε, ότι η εφηβεια είναι ζορικη
αλλα είναι και μπουμπουκιασμα, της λεω ξανα και ξανα ποσο χαιρομαι που
μεγαλωνει και ανθιζει και ποσο προτιμω να εχω να κανω με μεγαλα παιδια παρα με
νηπια και μωρα – αυτό το τελευταιο υπαρχει λογος που της το τονιζω: γνωριζω από
τη δικη μου πειρα κι από οσα εχω διαβασει, ότι ενας από τους μηχανισμους της anorexia nervosa είναι
η επιθυμια να μεινεις μικρη, να μη μεγαλωσεις, να μεινεις κοριτσακι. Της μιλαω
για τη φιλια, ότι δεν πειραζει αν δεν εχει βρει ακομη την κολλητη με την οποια
θα ταιριαξει απολυτα, αυτό θα γινει σιγουρα συντομα, της μιλαω για τον ερωτα,
για το σεξ, για την απολαυση αυτων των χαρών της ζωης, που αναμεσα τους είναι και
το φαγητο.
Της μιλαω και ειδικοτερα για το φαι: της εξηγω πως με το να
λιμοκτονει κοιμιζει το μεταβολισμο και ότι το καλυτερο για να εχει το κορμι που
ονειρευεται είναι να συνδυασει σωστη διατροφη με γυμναστικη. Της αναλυω χωρις
υπεκφυγες πραγματα που εχει διαβασει ηδη στο Ιντερνετ, σχετικα με το συνδυασμο
των τροφων και πως αν καποιος θελει να διατηρησει ένα υγιες σωμα πρεπει να
τρωει από ολες τις τροφικες ομαδες, να προσεχει τους συνδυασμους και να αθλειται.
Αποφασιζουμε να γραφτουμε μαζι γυμναστηριο μολις μπορεσω κι
εγω, αφου δε θελει να παει μονη της και την κολλητη της δεν την αφηνει η μανα της.
Ε, ρε τι με περιμενει…Θα
γελασει κάθε πικραμενος που θα προσπαθω να κανω step και
διαδρομο, εγω η καπνιστρια, που εχω να γυμναστω από την εποχη της δικιας μου
νευρικης ανορεξιας! Χαθηκε να μεναμε στο (αγαπημενο μου) περπατημα ή να καναμε καμμια
αναρριχηση? Δε βαριεσαι…Θα το κανω για την Ελπιδα. Ιδου η θυσια της μανας,
κυριες και κυριοι! Το πολύ πολύ όταν συνηθισει και ξεψαρωσει, να ξεγραφτω και
να πηγαινει μονη της. Ιδωμεν.
Παντως μιλαμε πολύ οι δυο μας. Εκεινη και μιλαει και ακουει,
αλλα προτιμαει να ακουει.
Πολλες φορες βεβαια βαριεται και με γραφει για ν΄ασχοληθει με
το κινητο της, άλλες ακουει με προσοχη. Πες-πες, κατι μενει.
Φυσικα, δεν ειμαι η σουπερ γουμαν για να καταφερνω να κουλαντριζω τρια ακομη παιδια, ένα σπιτι και να αφιερωνω τοσο χρονο στην Ελπιδα και τις βολτες μας.
Τα αλλα τρια μικροτερα αδερφια της, περνανε αναγκαστικα σε δευτερη μοιρα.
Τωρα, εχει αναγκη το παιδι που νομιζα πως «δεν ειχε αναγκη από τιποτα κι από κανεναν.» Το πρωτοτοκο.
Η μεγαλη μου. Γιατι ολοι καποια στιγμη εχουμε αναγκη να ειμαστε προτεραιοτητα.
Ειδικα όταν ειμαστε ακομη
παιδια.
Ακολουθω τη συμβουλη του καλου μου Ψυχαναλυτη, του Μαρινου: «Τωρα
σ΄αυτή τη φαση η Ελπιδα είναι που χρειαζεται πρωτιστως τη μανα της.Τα αλλα τρια
παιδια, δε θα παθουν και τιποτα αν τα αναλαβει για καποιο διαστημα περισσοτερο
ο μπαμπας τους ή η γιαγια.»
Κι ετσι, με τουτα και μ΄εκεινα, σα ν΄αρχιζω να βλεπω φως, βαθια
στην ακρη του τουνελ.
Δεν επαναπαυομαι, φυσικα Επι μερες προσπαθω να επικοινωνησω
με το Σισμανογλειο για να ξανακλεισω το ραντεβου, τελικα τους πετυχαινω, το
κλεινω, και τυχαινει τη μερα που της το βαζουνε να εχει εκδρομη με το σχολειο.
«Θελω να παω στην Παιδοψυχιατρο, στο ειπα, αλλα δε θελω να
χασω την εκδρομη. Ειναι η πρωτη εκδρομη μετα απο πολυ καιρο» μου λεει και ζυγιζοντας τα νοερα, συμφωνω μαζι της: το
υγιες για μια 14χρονη είναι να παει στην εκδρομη της ταξης της, και θα την
αντιμετωπισω ως μια υγιη 14χρονη, αυτό που είναι, αυτό που συντομα θα
ξαναγινει.
Αρα ακυρο κι αυτό το ραντεβου. Κι όμως, τη βλεπω ότι παει
καλυτερα.
Εξακολουθει να τρωει υγιεινα, ντακοσαλατες, οσπρια,
κοτοπουλο, φρουτοσαλατες, αραβικες πιτες που φτιαχνει μονη της χωρις πολλες σως,
όμως δε λεει όχι και σ΄ένα μικρο γλυκακι ή δυο καλαμακια κοτοπουλο. Το χρωμα
αρχιζει σιγα σιγα να επιστρεφει στα μαγουλα της κι οι μαυροι κυκλοι που ειχαν
αρχισει να κυκλωνουν τα ομορφα ματια της, σβηνονται. Το κεφι της επανερχεται-ε,
ενταξει, είναι παντα η Ελπιδα, δε θα γινει ποτε η «εξω καρδια» και «τρεις
λαλουν» Φιλιππα, ουτε η ενθουσιωδης παρορμητικη Μυρτω, αλλα τη βλεπω, και
καταλαβαινω. Το ενστικτο μου, αυτό της μανας, μου λεει ότι όλα πανε καλυτερα.
Κι αποφασιζω, επιτελους, να το εμπιστευτω.
Ένα μεσημερι Τριτης, σχεδον δυο μηνες από την εξομολογηση της
περι νευρικης ανορεξιας στο ταμειο του Βασιλοπουλου,στο ραντεβου με τον δικο
μου Ψυχαναλυτη (δεν αλλαζω τις συνεδριες μας με τιποτα στον κοσμο, και πιστευω ότι
ΟΛΟΙ θα επρεπε να εχουν έναν Μαρινο στη ζωη τους) του αναφερω, μεταξυ αλλων,
και τα νεα για την Ελπιδα: ότι τρωει σχεδον κανονικα, ότι σπανια ζυγιζει πλεον τις
μεριδες, ότι σιγουρα δεν εχει υποπεσει στη βουλιμια διοτι το παρακολουθω το
θεμα στενα, ότι η διαθεση της και το χαμογελο της εχουν επιστρεψει.
Εχουμε παρακολουθησει μαζι ολη αυτή την ιστορια από την αρχη
της, εχω κλαψει ποταμια στη χρωματιστη πατσγουορκ πολυθρονα του, στο μονο μερος
που, στη συγκεκριμενη περιοδο, μου επιτρεπεται να μην ειμαι βραχος δυναμης και
αντοχης.
«Ισως να ηταν μια φαση τελικα» μου λεει εκεινος «Ή ισως και όχι.Ισως
να ηταν οντως στο πρωτο βημα της νευρικης ανορεξιας και να το προλαβατε νωρις. Η
Ελπιδα δειχνει να το εχει ξεπερασει. Μην επαναπαυθειτε βεβαια, καλο είναι το
παιδι, όπως και να ΄χει, επειδη εχει δυσκολιες η εφηβεια κι επειδη είναι πολύ προσφατο
ολο αυτο, να μιλησει σε έναν ειδικο καποια στιγμη. Χωρις βιασυνη. Απλα καποια
στιγμη καντε το αυτο το ραντεβου στο Σισμανογλειο. Πραγματικα ομως, μπραβο σας.
Αντιδρασατε αστραπιαια. Ειχατε πολύ γρηγορα αντανακλαστικα.»
Τα ματια μου πλημμυριζουν. Το ξερω. Το ξερω! Αλλα θελω να
τ΄ακουσω να μου το λεει κι εκεινος, που ξερει καλυτερα.
«Ε, ναι, ενταξει, ένα μικρο ευσημακι μου το δινω…» λεω
ντροπαλα.
«Όχι! Οχι ευσημακι! Ευσημο κανονικο, και μεγαλο μαλιστα! Το
πιασατε ταχυτατα, πεσατε από πανω, αντιδρασατε αμεσα! Όχι ευσημακι,ευσημο!» με
διορθωνει αυστηρα-αυτή την αυστηροτητα που δειχνει παντα όταν παω να μειωσω ή
να υποτιμησω κατι καλο που με αφορα.
Στο δρομο του γυρισμου, ανεβαινοντας την Κηφισιας, δε μπορω
βεβαια να το σανιδωσω και να χτυπησω 181 όπως θα ΄θελα για να εκτονωσω την
απιστευτη ενταση ανακουφισης που αισθανομαι. Μπορω να αφησω όμως μερικα ακομη λυτρωτικα δακρυα να τρεξουν ελευθερα, ενώ οδηγω.
Όχι, δεν ειμαι τοσο αφελης για να πιστευω ότι αυτό ηταν, τελειωσε.
Δεν ξερω αν το στοιχημα κερδηθηκε ακομα.
Όμως όλα ειναι σε καλο δρομο.
Η Ελπιδα θα με δει λιγη ωρα αργοτερα και θα αναρωτηθει γιατι
η φατσα μου είναι κατακοκκινη σαν αστακος και τα ματια μου πρησμενα, λες και
κυλιομουν πανω σε καμπιες.
«Μη φοβασαι, δεν είναι αλλεργικη αντιδραση» της λεω γελωντας
οσο εκεινη βγαζει από την τσαντα της κατι και το ξετυλιγει.
Είναι μια σοκολατα με στεβια. Τη σπαει στη μεση και μου
απλωνει το χερι με το ένα κομματι:
«Θες μιση?»
ΥΓ - Παυλο Σιδηροπουλε, συγχωρεσε με από ΄κει που εισαι, δε
θα πειραξω τους στιχους σου. Θα αλλαξω μονο ένα γραμμα στο τελος, κι από μικρο
θα το κανω κεφαλαιο. Μονο αυτό. Και θα το κρατησω ετσι, με κεφαλαιο, μονο για
μενα:
«…και οταν θα ρθουν οι καιροι
που θα χει σβησει το κερι
στην καταιγιδα
υπερασπισου το παιδι
γιατι αν γλιτωσει το παιδι
υπαρχει Ελπιδα.»