Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

ΣΩΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ (ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΖΩΗΣ) - 2ο ΜΕΡΟΣ


 
(Συνεχεια απο 1ο μερος)

Η μεγαλη μου κορη ηταν ανεκαθεν ένα τυχερο παιδι.

Χωρις να το επιδιωξει ποτε, χωρις να τη νοιαζει καν και χωρις να είναι εξωστρεφης (το αντιθετο θα ελεγα) τραβουσε παντα το ενδιαφερον και τη συμπαθεια των αλλων, ενηλικων και παιδιων, ειδικα των παιδιων σε σημειο σχεδον εξαρτησης.

Ποτε δε θα ξεχασω την εικονα της, στην Τριτη Δημοτικου, τοτε που η Φιλιππα ως Πρωτακι περνουσε σχολικη φοβια και μια μερα ειχε απαιτησει να στεκομαι στα καγκελα του σχολειου για να με βλεπει στο διαλειμμα. Όπως στεκομουν (εγκυος στη Μαγια) εξω απ΄το σχολειο, ειδα την Ελπιδα να βγαινει στο προαυλιο, αργα και νωχελικα σα σταρ του Χολυγουντ, κι από το δεξι της μπρατσο να την κραταει αγκαζε η μια συμμαθητρια, από το αριστερο η άλλη, παραδιπλα άλλες δυο, κι από πισω να την ακολουθουν σαν πιστοι φρουροι δυο-τρια αγορια.

Θυμαμαι ότι καθισε σε κατι σκαλακια και αμεσως καθισαν γυρω της όλα τα παιδια-εκεινη ετρωγε το γιαουρτι της σαν κυρια, μιλουσαν όλα μαζι και τρωγανε τα δικα τους, και μονο όταν εκεινη τελειωσε και σηκωθηκε, σηκωθηκαν κι εκεινα για να παιξουν ολοι μαζι.

Ασκουσε παντα μια εντονη, θετικη επιρροη, στα αλλα παιδια. Την εμπιστευονταν και την ακουγαν, και παρ΄ο,τι ποτε δεν το εκμεταλλευτηκε και δεν την ενδιεφερε ουτε να είναι αρχηγος ουτε να είναι δημοφιλης, στην Εκτη Δημοτικου εξελεγη προεδρος της ταξης.

Αγορια και κοριτσια ζητουσαν την παρεα της, ηταν ο συνδετικος τους κρικος, ο λογος της ηταν νομος και χωρις αυτην η παρεα σπανια συναντιοταν εκτος σχολειου.

Ολο αυτό ποτε δεν το επεδιωξε η ιδια. Ισως και καποιες φορες να την κουραζε.

Ηταν ουσιαστικα στη δευτερη καραντινα, που η παρεα της ηταν στην αρχη του Γυμνασιου, οταν τα «εσπασαν» μεταξυ τους. Λιγο η απομονωση, λιγο οι κλασσικες εφηβικες παρεξηγησεις που πλεον δε γινονταν δια ζωσης αλλα Ινσταγκραμικα, λιγο η αδυναμια επιλυσης των προβληματων αφου κανεις πλεον δε βρισκοταν με κανεναν κι οποιος ηθελε να κρατησει μουτρα απλα αφηνε τον αλλον στο «Διαβαστηκε», λιγο και το Αιγοκερισιο πεισμα της δικιας μου, δε θελει και πολύ για να τα χαλασει ένα παρεακι δεκατριαχρονων.

Ετσι, τους εκανε περα σχεδον ολους, επελεξε να μιλαει μονο με μια φιλη της, που και μ΄αυτή βρισκονται στη χαση και στη φεξη εκτος σχολειου, και κλειστηκε στον εαυτο της και στο κινητο της. Παρεα με το ΤικΤοκ, τους τραπερς και το Ινσταγκραμ με τους εφημερους πρωταγωνιστες του.

Παρ΄ολ΄αυτά οι φιλοι της τη διεκδικησαν επι μηνες, μια με μηνυματα, μια με προτασεις για εξοδους, μια με «Συγγνωμη αν εκανα κατι που σε σε πληγωσε».

Εκεινη τους αγνοουσε ολους. Μεχρι που σταματησαν να τη διεκδικουν.

Παρα το πεισμα της, ακομη και σε μενα, τη μανα της, η μεγαλη μου κορη δημιουργουσε παντα ένα δυνατο αισθημα εμπιστοσυνης. Ηξερα ότι ειμαι σιγουρη μαζι της, ότι θα επραττε ως επι το πλειστον σωστα, ότι μπορω να της εχω απολυτη εμπιστοσυνη και ότι δε θα μου ελεγε ποτε ψεμματα.

Βασισμενη σε αυτό, ξερω ότι και τωρα σ΄αυτή τη δυσκολη φαση δε θα μου κρυψει τιποτα.

Ειναι κλειστο παιδι, αλλα πραγματα κρυφα δε θα κανει.

Αυτό που φοβαμαι περισσοτερο είναι μην της γυρισει σε βουλιμια - κατι που ξεκαθαρα ξεκιναει στα κρυφα, αφου και στο Σισμανογλειο αλλα και σε ολες τις ερευνες που εκανα, οι παντες συμφωνουν ότι τοτε είναι που τα πραγματα δυσκολευουν πολύ.

Την εβδομαδα που εχει το πρωτο, προγραμματισμενο της ραντεβου στο Κεντρο Διαταραχων Προσληψης Τροφης στο Σισμανογλειο, η Ελπιδα σα να εχει καταλαβει τον κινδυνο, προσπαθει να τρωει λιγο περισσοτερο από το «καθολου» των προηγουμενων ημερων.

Σα να εχει παρει αποφαση να βοηθησει τον εαυτο της, σε συνδυασμο με τη βοηθεια που θα δεχτει-και γι΄αυτό πιστευω ότι το σημαντικοτερο ηταν να συμφωνησει ότι χρειαζεται καποιον ειδικο. Απο τη στιγμη που μου ειπε "Ναι,δεχομαι να ζητησουμε βοηθεια" ηταν σα να εκανε το πρωτο μεγαλο βημα στη θεραπεια.

Τη βλεπω να ετοιμαζει με σχολαστικοτητα τις σαλατες της, να μετραει τα ml του λαδιου και της μουσταρδας που θα βαλει στο dressing, να ζυγιζει με προσοχη το τυρι και το παξιμαδι-μα τουλαχιστον τρωει. Η τρομερη εκεινη μερα που επι 24 ωρες ηταν μονο μ΄ένα τσαι, και οι επομενες που ζουσε με σκετο μαρουλι και Ice Tea χωρις ζαχαρη, προς το παρον μοιαζουν να εχουν παρελθει. Το αν είναι «ανεπιστρεπτι», είναι νωρις να το πει κανεις.

Την εβδομαδα του ραντεβου στο Σισμανογλειο, ριχνει τα πολλα χιονια στην Αττικη, αποκλειονται οι παντες και τα παντα και φυσικα μας το αναβαλλουν-εδώ δε μπορουσαν καν να βγουν τα αυτοκινητα από τα γκαραζ, θα τρεχαμε στα Μελισσια? Βασικα εγω και με τα ποδια θα την πηγαινα, αλλα δε θα πηγαινε η Παιδοψυχιατρος.

Σκεφτομαι ότι εκατσε ατυχια, αλλα διαψευδομαι.


Ένα εκπληκτικο μπαραζ συμπτωσεων ερχεται ως από μηχανης θεος να ταρακουνησει την κορη μου περισσοτερο από οτιδηποτε άλλο.

Αρχικα, μου ζηταει η ιδια να διαβασει το βιβλιο που ειχα γραψει το 2010, με θεμα τη δικη μου περιπετεια με την anorexia nervosa. Της το δινω.

Την αμεσως επομενη μερα μου τηλεφωνει ο πατερας μου και μου λεει ότι ψαχνοντας κατι κουτες στη σοφιτα του (που, όπως σε κάθε σοφιτα παππου, μπορεις να βρεις τα πιο απιθανα) ανακαλυψε κατι παναρχαιες κασσετες VHS από την εποχη που ημουν ανορεξικη, τις μετεγγραψε και κοντεψε να του ΄ρθει ταμπλας όταν με ξαναειδε σ΄εκεινα τα πλανα-ηταν πλανα από παραλια: εγω 13 χρονων και 23μιση κιλα, με μαγιο, ποδαρακια σα σπιρτοξυλα και μπρατσα σα σκελετωμενα κομμενα φτερα σπουργιτιου, μια μουρη ρουφηγμενη, τι να λεμε τωρα, μια εικονα φρικτη.Ενα εφηβο κοριτσι που αργοπεθαινει από διαιτα.

«Να στα στειλω» μου λεει.

«Να μου λειπει» του λεω.

Όμως μετα σκεφτομαι ότι ισως η Ελπιδα πρεπει να δει αυτές τις εικονες. Ισως να την ξυπνησει το να δει τη μανα της σε τετοιο χαλι. Ισως να τρομαξει αρκετα για να διωξει την ιδεα που κλωθογυρναει στο μυαλο της και παει να γινει εμμονή. Ισως να είναι πολύ οδυνηρο αλλα απ΄την άλλη αφυπνιστικο.

Ο πατερας μου, μου στελνει μερικα στοπ καρε με Viber και της τα δειχνω.

«Ελα να δεις» της λεω «πώς ημουνα στην ηλικια σου.Κοιτα.Βλεπεις?»

Το σοκαρισμενο της βλεμμα μου δινει ορμη και ωθηση να συνεχισω.

«Βλεπεις? Ειμαι 23μιση κιλα εκει. Σου αρεσει αυτό που βλεπεις? Οχι, σωστα? Κοιτα με και τωρα. Κοιτα με! Ειμαι 55 κιλα. Εχω τα μπουτια μου, την κυτταριτιδα μου, τα πιασιματα μου. Και τα χαιρομαι! Ξανακοιτα πώς ημουνα. Θες να γινεις ετσι? Λεγε,θες? Αν ναι, τοτε συνεχισε να τρεφεσαι με σαλατα και τσαι. Αν θες να διατηρησεις την υπεροχη ομορφαδα σου, τα νιατα σου, την υγεια σου, τη ζωη σου, παρ΄το αλλιως και γυρνα πισω.»

Ολ΄αυτά δεν της τα λεω μαλωνωντας την. Προσεχω μαλιστα το υφος και ο τονος μου να μην εχουν τιποτα το επικριτικο-κατι τετοιο θα θυμιζε ξεκαθαρα την αντιμετωπιση που ειχε η μανα μου σε μενα τοτε. Ακομα αντηχουν καμμια φορα στ΄αυτια μου οι ατακες της «Θα σε μπαγλαρωσουμε στο νοσοκομειο!» και «Θα σε μπουζουριασουμε στην κλινικη να σε ταιζουν με ορρο!» Τοτε ηταν που πρωτοακουσα τα ρηματα «μπουζουριαζω» και «μπαγλαρωνω», που φυσικα παραπεμπουν σε φυλακη – σε τιμωρια, όχι σε ιαση. Πιο πριν δεν ηξερα καν ότι υπηρχαν αυτές οι λεξεις.


Δειχνω και στη μανα μου τις φωτογραφιες.Δε θυμοταν καν την υπαρξη τους.

Παρ΄ο,τι εχουν περασει σχεδον 30 χρονια από τοτε, ξαναβλεποντας την εικονα της καχεκτικης Μυρτως με τα πλευρα να φαινονται ένα προς ένα μεσα από το μαγιο, κι εχοντας διπλα μου τη μανα μου να κοιταζει κι αυτή αποσβολωμενη, νιωθω να με πλημμυριζει μια τεραστια οργη. Η ανταγωνιστικη μας σχεση, οι συγκρουσεις μας, η σταση της απενεντι μου εκεινα τα χρονια, όλα ξαφνικα γιγαντωνονται, και στο δικο της προσωπο βλεπω τον υπαιτιο για ολα.

Σπανια θυμωνω, σπανια υψωνω τη φωνη μου, κι ουτε τωρα θα την υψωσω. Τη νιωθω να βγαινει από μεσα μου όμως πρωτογνωρα, σχεδον πρωτογονα εξοργισμενη, σχεδον παλλομενη από θυμο ανακατεμενο με λυπη. Βαζω το κινητο με τη χειροτερη φωτογραφια μπροστα στα ματια της μανας μου και της λεω τονιζοντας κάθε λεξη: «Ειδες πώς με ειχες καταντησει?»

Δε λεει τιποτα κι αυτό με νευριαζει αλλα και με λυπει ακομη περισσοτερο. Μονο μου ριχνει ένα απελπισμενο βλεμμα και στα ματια της (μελια, ιδια με της Ελπιδας) διαβαζω μια βαθια θλιψη, μια παραδοχη, ένα «Δεν ηξερα, δεν ηθελα. Συγγνωμη.»

Και ξαφνου η μανα μου, μου φαινεται τοσο μικροσκοπικη, τοσο ευθραυστη, τοσο κουρασμενη, σα να φορτωθηκε σε μια στιγμη στην πλατη της αυτές τις τρεις δεκαετιες που μας χωριζουν από τις φωτογραφιες.

Μετανιωνω μεμιας που ειπα ο,τι ειπα. Θελω να την αγκαλιασω αλλα δεν το κανω. Για καποιον ανεξηγητο λογο, τη λυπαμαι. Ναι, χειριστηκε την υποθεση χαλια. Ναι, τα θαλασσωσε. Όμως ηταν πολυ σκληρο αυτό που ειπα. Δεν ηξερε. Και σιγουρα δεν το ηθελε. Ποιος θα ΄θελε κατι τετοιο? Και μηπως δεν πληρωσε αρκετα ακριβα? Και μηπως ηταν ολοκληρωτικα δικη της ευθυνη?

Αν ναι, τοτε αν η κορη μου κυλησει στα ιδια, παει να πει ξεκαθαρα ότι φταιω εγω?

Οι ενοχες είναι αναποσπαστο κομματι της μητροτητας, ποσο μαλλον όταν ένα παιδι σου παθαινει κατι τετοιο.

«Ελπιδα, θελω να μου πεις αν πιστευεις ότι καπου εχω σφαλλει, ότι καπου σε εχω πικρανει. Δε μπορει να μην εχω ευθυνη σε αυτό που σου συμβαινει. Μηπως δεν ασχολουμαι μαζι σου οσο εχεις αναγκη? Μηπως θεωρεις ότι σε εχω αδικησει σε σχεση με τ΄αδερφια σου? Μηπως το ότι καμμια φορα …»

«Όταν σκεφτομαι πώς θα ηταν η καλυτερη μαμα του κοσμου» με κοβει «δε μπορω να σκεφτω καποια άλλη εκτος από εσενα.»

Με κανει αλοιφη. Δεν ξερω αν το εννοει, αλλα δεν είναι και ο τυπος που χαιδευει αυτια. Φυσικα και δεν είναι ετσι, τα λαθη μου ως μητερα είναι ένα βουνο σε σχεση με το λοφακι των σωστων. Όμως αν εκεινη με βλεπει ετσι, εστω και στο 30 τοις εκατο, τοτε δε θελω τιποτ΄άλλο.

Μονο να γινει καλα.

Τη θυμαμαι μικρουλα, με τα μακρια της μαλλια, τα αφρατα της μαγουλακια, το λευκο προσωπο που ροδιζε και κοκκινιζε οταν ετρεχε κι επαιζε. Θυμαμαι μια ζωγραφια που ειχα δει παλια, με μια μαμα-γοργονα και το κοριτσακι της, ποσο, για καποιον ανεξηγητο λογο, μου θυμιζε εμας τις δυο.

Μονο να γινει καλα...

Και τοτε στο ντομινο των συμπτωσεων συμβαινει κατι τοσο εκπληχτικο, που αρχικα νομιζω ότι καποιος μου κανει πλακα.

Την αμεσως επομενη μερα από τις φωτογραφιες, χτυπαει το τηλεφωνο και ακουω μια γυναικεια φωνη να μου λεει: «Ειμαστε από την εκπομπη του Αντωνη Σροιτερ, κανουμε ένα θεμα για τη νευρικη ανορεξια, καναμε ερευνα στο διαδικτυο και ειδαμε ότι εχετε γραψει ένα βιβλιο πανω στο θεμα, θα σας ενδιεφερε να ερθετε καλεσμενη του Αντωνη?»

Η συμπτωση είναι τοσο τρομαχτικη που μενω αφωνη για λιγα δευτερολεπτα.

Αμα το καλοσκεφτεις, είναι απιστευτο: η κορη μου είναι ετοιμη να γινει επισημως ανορεξικη, στην ιδια σχεδον ηλίκια που περασα κι εγω το ιδιο. Μου ζηταει το βιβλιο μου με θεμα τη δικη μου περιπετεια για να το διαβασει. Ο πατερας μου, χωρις να ξερει τιποτα για ολ΄αυτά, βρισκει και μου στελνει πλανα και φωτογραφιες μου από εκεινη την εποχη. Και την άλλη μερα με ζητανε να παω καλεσμενη σε μια εκπομπη με θεμα την anorexia nervosa, επειδη ειδαν ότι εχω γραψει βιβλιο πανω σ΄αυτο.

Συμπαν, συμπαν, εισαι καπου εκει και παρακολουθεις?

Τα παντα κανονιζονται γρηγορα, φυσικα λεω «ναι»-αφου περα από το ότι εχω ξαναμιλησει για το θεμα δημοσια και εχω ανεση στο φακο λογω δουλειας, θα προωθηθει καπως και το βιβλιο μου και το κυριοτερο, η Ελπιδα θα δει τη μανα της να μιλαει στην τηλεοραση για το τοσο σοβαρο προβλημα που απειλει τωρα και την ιδια.

Ελπιδα ναι, εισαι τυχερο παιδι.

Τα γυρισματα γινονται σ΄ένα μεξικανικο εστιατοριο, ένα παγωμενο Σαββατο, με τα χιονια ακομη να μην εχουν λιωσει εντελως και την υγρασια να περονιαζει.Οι δυο μεγαλες μου κορες ερχονται μαζι και με παρακολουθουν από τα παρασκηνια να μιλαω με τον παρουσιαστη σα να απευθυνομαι στις ιδιες, στις ιδιες και σε όλα τα κοριτσια τις ηλικιας τους αλλα και τις μεγαλυτερες γυναικες που βρισκονται με το ένα ποδι-ή και ολοκληρες-μεσα σε αυτόν τον κυκεωνα.

Η Φιλιππα μαλιστα εμφανιζεται μαζι μου και στα πλανα, αν και, παρα το χαρτι που υπεγραψα ότι συναινω σε αυτό, στο τελικο μονταζ θα την κοψουν και θα φανει ελαχιστα και μονο πλατη – προς μεγαλη της απογοητευση αφου ηδη το ειχε «διαφημισει» (δηλαδη φλεξαρει) στους συμμαθητες της. Άλλο παιδι η Φιλιππα. Η προσωποποιηση της εξωστρεφειας. Εντελως διαφορετικη από τη μεγαλη της αδερφη.



Η συνεντευξη παει αψογα, η εκπομπη προβαλλεται δεκα μερες μετα, φιλοι και γνωστοι με παιρνουν τηλεφωνο, το inbox και το messenger μου γεμιζουν μηνυματα.

Αλλα εμενα με νοιαζει η μεγαλη μου κορη, και τα λογια με τα οποια εκλεισα τη συνεντευξη: «Προτιμαω οι κορες μου να βγαινουν με το σουπερ μινι, να ξενυχτανε και να κανουν αλητειες, παρα αυτό. Θεε μου, όχι αυτό!»

«Ελπιδακι, δεσμευτηκα και δημοσιως όπως βλεπεις!» της αστειευομαι «Δεν προκειται να σε αφησω ποτε να γινεις ανορεξικη! Θες να καπνισεις? Θες να βγαινεις και να μη μου δινεις λογαριασμο?Θες να εχεις γκομενο απο τα 14? Καν΄ τα ολα. Μα όχι αυτό.»

Ξερω ότι είναι ισως μια ακραια αντιμετωπιση, αλλα την εννοω: ένα παιδι που καπνιζει στην εφηβεια, ένα κοριτσι που μπλεκει με αληταμπουρες, ξενυχταει ή φασωνεται από τα 14, ναι συμφωνοι, διατρεχει πολλους, παρα πολλους κινδυνους. Όμως όχι σαν τον κινδυνο της νευρικης ανορεξιας. Και στην τελικη ποσα και ποσα κοριτσια δεν περασαν μια «εξαλλη» εφηβεια και γιναν μια χαρα κοπελες και μανες αργοτερα? Ξερω παρα πολλες. Ολες καναμε τρέλλες στην εφηβεια μας. Απ΄ την άλλη, ποσα κοριτσια επεσαν στη λουμπα της νευρικης ανορεξιας και γλυτωσαν? Ξερω ελαχιστα - κι ειμαι ένα από αυτά.

Παιρνοντας την κατασταση στα χερια μου με την Ελπιδα, καταλαβαινω ισως για πρωτη φορα οτι λειτουργω για εκεινη ως προτυπο. Όπως κάθε μανα για τις κορες, και κάθε πατερας για τους γιους. Οποτε, αλλαζω κι εγω συνηθειες για να την επηρεασω θετικα.

Εκει που τσιμπολογουσα κατι μαγειρευοντας και σπανιως καθομουν με τα παιδια στο μεσημεριανο τραπεζι, τωρα δεν τσιμπαω στο μαγειρεμα αλλα καθομαι και τρωω μαζι τους. Να με βλεπουν, να με βλεπει η Ελπιδα. Να βλεπει ότι εγω θα βαλω μια κανονικοτατη μεριδα στο πιατο μου, και δευτερη αμα είναι ωραιο το φαι, κι ας φαει εκεινη μαρουλοφυλλα. Εκει που απεφευγα τις σοκολατες και τα γλυκα, λεω «αιντε, ας το κανουμε κι αυτό» κι αρχιζω να τρωω λιγη σοκολατα παρεα με τη Μαγια-την απολυτη σοκολατου των Daltons.

Φροντιζω φυσικα η κορη μου να βλεπει τη φυσιολογικη μου σταση απεναντι στο φαγητο, και εν΄απογευμα που με σερνει στο Mall σε αναζητηση φορμας γυμναστικης και δεν εχω προλαβει να βαλω μπουκια το μεσημερι στο στομα μου, αφου με γυρναει από μαγαζι σε μαγαζι σε ημιλιποθυμη κατασταση, της ξεκαθαριζω πως ή πρωτα θα καθισουμε να φαμε ή σε άλλο μαγαζι εγω δε μπαινω, γιατι δε σκοπευω να πεσω κατω από την πεινα.

«Αμα εσυ αντεχεις νηστικια τοσες ωρες Ελπιδακι μου, παω πασο, αλλα συγγνωμη, εγω ουτε να γινω ξανα κοκκαλο μ΄ενδιαφερει, ουτε να σωριαστω μεσα στο εμπορικο και να με μαζευουνε οι σεκιουριταδες - χμμ, εκτος αν είναι να με μαζεψει αυτος ο μπρατσαρας εκει περα.»

Η κορη μου γελαει και προς μεγαλη μου εκπληξη συμφωνει να παμε να φαμε κατι.

Βεβαια εκεινη παιρνει απλως μια σαλατα με κοτοπουλο από τα Goodys, αλλα μου ζηταει να της δωσω και δυο-τρεις πηρουνιες από τα ρεβυθια που παιρνω από τα ετοιμα του Τερκενλη.

Την άλλη μερα, της παιρνω σοκολατα με στεβια από το περιπτερο, «Οριστε» της λεω αγνοωντας το αγριεμενο βλεμμα που μου ριχνει, «τι με κοιτας ετσι? Η στεβια δεν είναι ζαχαρη, δεν ξερω αν τη θες τη σοκολατα, αμα δεν τη θες δως τη σε μενα.»

Την τρωμε μαζι, μιση-μιση, μεσα στο αυτοκινητο. Περνουσαμε παντα χρονο οι δυο μας, αλλα φροντιζω τωρα να περναμε περισσοτερο.

Ευτυχως, οι νεες διαφημιστικες καμπανιες νενανικων ρουχων και εσωρουχων είναι με το μερος μου : εχουν αρχισει να χρησιμοποιουν πλεον ως μοντελα πολύ πιο ζουμερες γυναικες απ’ ο,τι παλια και φροντιζω, διακριτικα, να κανω την κορη μου να τις δει. Να τις προσεξει.

Δεν της λεω ας πουμε «Να, κοιτα, κι αυτή είναι γεματουλα αλλα είναι θεαρα» αλλα της λεω «Ρε συ κοιτα τι ωραιο σουτιεν που φοραει το μοντελο στην αφισσα!Παμε να το δοκιμασουμε?» Κι ετσι χωρις τη δικη μου εμφανη παροτρυνση, της εντυπωνεται η εικονα του ωραιου, υγιους γυναικειου σωματος, που δεν είναι αναγκαστικα ξερακιανο - απεναντιας.



Την παιρνω και παμε μεγαλες βολτες με το αυτοκινητο και της διηγουμαι με λεπτομερειες τη δικια μου περιπετεια και το πώς τοτε σωθηκα επειδη ερωτευτηκα («Ποια ομορφια, ο πριγκηπας Μισκιν εκανε λαθος, ο ερωτας Ελπιδακι μου θα σωσει τον κοσμο») αλλα και πώς καταφερα τελικα να αγαπησω τον εαυτο μου.

Σχεδον κάθε απογευμα ή βραδυ μετα τα φροντιστηρια της, τρωμε μιση-μιση μια σοκολατα με στεβια και μιλαμε, ενώ οδηγω προς αγνωστες κατευθυνσεις. 

Καμμια φορα δε μιλαμε καθολου, απλα ειμαστε διπλα-διπλα, εγω οδηγος κι η ομορφη κορη μου συνοδηγος, «Θα σε μαθω να οδηγεις πριν κλεισεις τα 15» της υποσχομαι «για να πηζεις εσυ στην κινηση κι εγω να την αραζω διπλα σου!»

Το εννοω, θα της μαθω. Την ειχα βαλει ηδη μια φορα να οδηγησει όταν ηταν 10, αλλα καθοταν πανω μου, πατουσα εγω τα πενταλ κι εκεινη ειχε απλα το τιμονι.

«Τωρα όμως θα σε μαθω κανονικα!» της λεω. Ανυπομονει.

Της εξηγω ποσα ομορφα την περιμενουνε, ότι η εφηβεια είναι ζορικη αλλα είναι και μπουμπουκιασμα, της λεω ξανα και ξανα ποσο χαιρομαι που μεγαλωνει και ανθιζει και ποσο προτιμω να εχω να κανω με μεγαλα παιδια παρα με νηπια και μωρα – αυτό το τελευταιο υπαρχει λογος που της το τονιζω: γνωριζω από τη δικη μου πειρα κι από οσα εχω διαβασει, ότι ενας από τους μηχανισμους της anorexia nervosa είναι η επιθυμια να μεινεις μικρη, να μη μεγαλωσεις, να μεινεις κοριτσακι. Της μιλαω για τη φιλια, ότι δεν πειραζει αν δεν εχει βρει ακομη την κολλητη με την οποια θα ταιριαξει απολυτα, αυτό θα γινει σιγουρα συντομα, της μιλαω για τον ερωτα, για το σεξ, για την απολαυση αυτων των χαρών της ζωης, που αναμεσα τους είναι και το φαγητο.

Της μιλαω και ειδικοτερα για το φαι: της εξηγω πως με το να λιμοκτονει κοιμιζει το μεταβολισμο και ότι το καλυτερο για να εχει το κορμι που ονειρευεται είναι να συνδυασει σωστη διατροφη με γυμναστικη. Της αναλυω χωρις υπεκφυγες πραγματα που εχει διαβασει ηδη στο Ιντερνετ, σχετικα με το συνδυασμο των τροφων και πως αν καποιος θελει να διατηρησει ένα υγιες σωμα πρεπει να τρωει από ολες τις τροφικες ομαδες, να προσεχει τους συνδυασμους και να αθλειται.

Αποφασιζουμε να γραφτουμε μαζι γυμναστηριο μολις μπορεσω κι εγω, αφου δε θελει να παει μονη της και την κολλητη της δεν την αφηνει η μανα της.

 Ε, ρε τι με περιμενει…Θα γελασει κάθε πικραμενος που θα προσπαθω να κανω step και διαδρομο, εγω η καπνιστρια, που εχω να γυμναστω από την εποχη της δικιας μου νευρικης ανορεξιας! Χαθηκε να μεναμε στο (αγαπημενο μου) περπατημα ή να καναμε καμμια αναρριχηση? Δε βαριεσαι…Θα το κανω για την Ελπιδα. Ιδου η θυσια της μανας, κυριες και κυριοι! Το πολύ πολύ όταν συνηθισει και ξεψαρωσει, να ξεγραφτω και να πηγαινει μονη της. Ιδωμεν.

Παντως μιλαμε πολύ οι δυο μας. Εκεινη και μιλαει και ακουει, αλλα προτιμαει να ακουει.

Πολλες φορες βεβαια βαριεται και με γραφει για ν΄ασχοληθει με το κινητο της, άλλες ακουει με προσοχη. Πες-πες, κατι μενει.

Φυσικα, δεν ειμαι η σουπερ γουμαν για να καταφερνω να κουλαντριζω τρια ακομη παιδια, ένα σπιτι και να αφιερωνω τοσο χρονο στην Ελπιδα και τις βολτες μας. 

Τα αλλα τρια μικροτερα αδερφια της, περνανε αναγκαστικα σε δευτερη μοιρα. 

Τωρα, εχει αναγκη το παιδι που νομιζα πως «δεν ειχε αναγκη από τιποτα κι από κανεναν.» Το πρωτοτοκο.        

Η μεγαλη μου. Γιατι ολοι καποια στιγμη εχουμε αναγκη να ειμαστε προτεραιοτητα. 

Ειδικα όταν ειμαστε ακομη παιδια.

Ακολουθω τη συμβουλη του καλου μου Ψυχαναλυτη, του Μαρινου: «Τωρα σ΄αυτή τη φαση η Ελπιδα είναι που χρειαζεται πρωτιστως τη μανα της.Τα αλλα τρια παιδια, δε θα παθουν και τιποτα αν τα αναλαβει για καποιο διαστημα περισσοτερο ο μπαμπας τους ή η γιαγια.»

Κι ετσι, με τουτα και μ΄εκεινα, σα ν΄αρχιζω να βλεπω φως, βαθια στην ακρη του τουνελ.

Δεν επαναπαυομαι, φυσικα Επι μερες προσπαθω να επικοινωνησω με το Σισμανογλειο για να ξανακλεισω το ραντεβου, τελικα τους πετυχαινω, το κλεινω, και τυχαινει τη μερα που της το βαζουνε να εχει εκδρομη με το σχολειο.

«Θελω να παω στην Παιδοψυχιατρο, στο ειπα, αλλα δε θελω να χασω την εκδρομη. Ειναι η πρωτη εκδρομη μετα απο πολυ καιρο» μου λεει και ζυγιζοντας τα νοερα, συμφωνω μαζι της: το υγιες για μια 14χρονη είναι να παει στην εκδρομη της ταξης της, και θα την αντιμετωπισω ως μια υγιη 14χρονη, αυτό που είναι, αυτό που συντομα θα ξαναγινει.

Αρα ακυρο κι αυτό το ραντεβου. Κι όμως, τη βλεπω ότι παει καλυτερα.

Εξακολουθει να τρωει υγιεινα, ντακοσαλατες, οσπρια, κοτοπουλο, φρουτοσαλατες, αραβικες πιτες που φτιαχνει μονη της χωρις πολλες σως, όμως δε λεει όχι και σ΄ένα μικρο γλυκακι ή δυο καλαμακια κοτοπουλο. Το χρωμα αρχιζει σιγα σιγα να επιστρεφει στα μαγουλα της κι οι μαυροι κυκλοι που ειχαν αρχισει να κυκλωνουν τα ομορφα ματια της, σβηνονται. Το κεφι της επανερχεται-ε, ενταξει, είναι παντα η Ελπιδα, δε θα γινει ποτε η «εξω καρδια» και «τρεις λαλουν» Φιλιππα, ουτε η ενθουσιωδης παρορμητικη Μυρτω, αλλα τη βλεπω, και καταλαβαινω. Το ενστικτο μου, αυτό της μανας, μου λεει ότι όλα πανε καλυτερα.

Κι αποφασιζω, επιτελους, να το εμπιστευτω.

Ένα μεσημερι Τριτης, σχεδον δυο μηνες από την εξομολογηση της περι νευρικης ανορεξιας στο ταμειο του Βασιλοπουλου,στο ραντεβου με τον δικο μου Ψυχαναλυτη (δεν αλλαζω τις συνεδριες μας με τιποτα στον κοσμο, και πιστευω ότι ΟΛΟΙ θα επρεπε να εχουν έναν Μαρινο στη ζωη τους) του αναφερω, μεταξυ αλλων, και τα νεα για την Ελπιδα: ότι τρωει σχεδον κανονικα, ότι σπανια ζυγιζει πλεον τις μεριδες, ότι σιγουρα δεν εχει υποπεσει στη βουλιμια διοτι το παρακολουθω το θεμα στενα, ότι η διαθεση της και το χαμογελο της εχουν επιστρεψει.

Εχουμε παρακολουθησει μαζι ολη αυτή την ιστορια από την αρχη της, εχω κλαψει ποταμια στη χρωματιστη πατσγουορκ πολυθρονα του, στο μονο μερος που, στη συγκεκριμενη περιοδο, μου επιτρεπεται να μην ειμαι βραχος δυναμης και αντοχης.

«Ισως να ηταν μια φαση τελικα» μου λεει εκεινος «Ή ισως και όχι.Ισως να ηταν οντως στο πρωτο βημα της νευρικης ανορεξιας και να το προλαβατε νωρις.             Η Ελπιδα δειχνει να το εχει ξεπερασει. Μην επαναπαυθειτε βεβαια, καλο είναι το παιδι, όπως και να ΄χει, επειδη εχει δυσκολιες η εφηβεια κι επειδη είναι πολύ προσφατο ολο αυτο, να μιλησει σε έναν ειδικο καποια στιγμη. Χωρις βιασυνη. Απλα καποια στιγμη καντε το αυτο το ραντεβου στο Σισμανογλειο. Πραγματικα ομως, μπραβο σας. Αντιδρασατε αστραπιαια. Ειχατε πολύ γρηγορα αντανακλαστικα.»

Τα ματια μου πλημμυριζουν. Το ξερω. Το ξερω! Αλλα θελω να τ΄ακουσω να μου το λεει κι εκεινος, που ξερει καλυτερα.

«Ε, ναι, ενταξει, ένα μικρο ευσημακι μου το δινω…» λεω ντροπαλα.

«Όχι! Οχι ευσημακι! Ευσημο κανονικο, και μεγαλο μαλιστα! Το πιασατε ταχυτατα, πεσατε από πανω, αντιδρασατε αμεσα! Όχι ευσημακι,ευσημο!» με διορθωνει αυστηρα-αυτή την αυστηροτητα που δειχνει παντα όταν παω να μειωσω ή να υποτιμησω κατι καλο που με αφορα.

Στο δρομο του γυρισμου, ανεβαινοντας την Κηφισιας, δε μπορω βεβαια να το σανιδωσω και να χτυπησω 181 όπως θα ΄θελα για να εκτονωσω την απιστευτη ενταση ανακουφισης που αισθανομαι. Μπορω να αφησω όμως μερικα ακομη λυτρωτικα δακρυα να τρεξουν ελευθερα, ενώ οδηγω.

Όχι, δεν ειμαι τοσο αφελης για να πιστευω ότι αυτό ηταν, τελειωσε.

 Δεν ξερω αν το στοιχημα κερδηθηκε ακομα.

Όμως όλα ειναι σε καλο δρομο.

Η Ελπιδα θα με δει λιγη ωρα αργοτερα και θα αναρωτηθει γιατι η φατσα μου είναι κατακοκκινη σαν αστακος και τα ματια μου πρησμενα, λες και κυλιομουν πανω σε καμπιες.

«Μη φοβασαι, δεν είναι αλλεργικη αντιδραση» της λεω γελωντας οσο εκεινη βγαζει από την τσαντα της κατι και το ξετυλιγει.

Είναι μια σοκολατα με στεβια. Τη σπαει στη μεση και μου απλωνει το χερι με το ένα κομματι:

«Θες μιση?»

ΥΓ - Παυλο Σιδηροπουλε, συγχωρεσε με από ΄κει που εισαι, δε θα πειραξω τους στιχους σου. Θα αλλαξω μονο ένα γραμμα στο τελος, κι από μικρο θα το κανω κεφαλαιο. Μονο αυτό. Και θα το κρατησω ετσι, με κεφαλαιο, μονο για μενα:

«…και οταν θα ρθουν οι καιροι
που θα χει σβησει το κερι
στην καταιγιδα
υπερασπισου το παιδι
γιατι αν γλιτωσει το παιδι
υπαρχει Ελπιδα

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

ΣΩΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ (ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΖΩΗΣ) - 1ο ΜΕΡΟΣ

 


"  Εχε το νου σου στο παιδι - γιατι αν γλυτωσει το παιδι, υπαρχει ελπιδα."                       (Παυλος Σιδηροπουλος)



Το πρωτο «κουδουνι» χτυπαει ανεπαισθητα,ένα Νοεμβριατικο πρωινο.Τοτε που βλεπω τη μικρη πρασινη ζυγαρια κουζινας,που ειχα καταχωνιασμενη εδώ και καιρο πισω-πισω σ΄ένα ντουλαπι,στη μεση του τραπεζιου. Διπλα στο κουτι με τα δημητριακα.Δεν την ειχα βαλει εγω εκει.

«Τι δουλεια εχει αυτή εδώ» σκεφτομαι και τη μαζευω για να την ξαναβαλω στη θεση της.

«Ας΄την, τη θελω εκει που ειναι» ακουγεται η φωνη της μεγαλης μου κορης πισω μου.Σηκωνω τους ωμους και την αφηνω εκει που ηταν.

Δεν παει ο νους μου στο κακο-θα τη θελει για να φτιαξει καμμια συνταγη για σκραμπ σωματος ή καμμια μασκα προσωπου που θα ειδε στο ΤικΤοκ.

Μεχρι που το ιδιο βραδυ τη βλεπω:  ζυγιζει τις φρυγανιες με το βουτυρο και τη μαρμελαδα και μετα σημειωνει κατι στο κινητο.

«Τι ζυγιζεις Ελπιδακι?»

«Κατι.»

Κατι.Συνηθισμενη απαντηση 14χρονης στη μανα.

«Κατι» ,«Ο,τι θελω εχω», «Ασε με» , «Κλεισε την πορτα βγαινοντας» είναι ατακες που ακουω σχεδον καθημερινα εδώ και εναμιση περιπου χρονο, από τοτε που η μεγαλη μου κορη μπηκε και επισημως στην εφηβεια.Ατακες που εγιναν ολο και συχνοτερες μετα την περσυνη ολεθρια χρονια με τις απανωτες καραντινες, τα κλειστα σχολεια και την απομονωση.

Εφηβεια.Και «τους εφηβους πρεπει να μπορεις να τους αντεχεις» ειχε πει καποτε η μανα μου-ισως η μονη της ατακα που εχει οντως βαση.

Αλλα…να ζυγιζει τις φρυγανιες και τα δημητριακα?Δε μ΄αρεσει αυτό.Καθολου όμως.

Την παρακολουθω και τις επομενες μερες-αλλοτε να ζυγιζει τη μεριδα του πουρε που βαζει στο πιατο της,αλλοτε τα δυο κομματακια σοκολατας που θα φαει το απογευμα,αλλοτε το ποτηρι με το γαλα-και παντα το κινητο από διπλα,οπου σημειωνει μανιωδως νουμερα,προσθετει,κανει τον ισολογισμο: οι θερμιδες της ημερας, διχως αμφιβολια.

Με ζωνουν λιγο τα φιδια.

«Ελα ρε Μυρτω,ολες τα περασαμε αυτά, εσυ ειχες κι αλλους λογους που επεσες στη νευρικη ανορεξια!» με εγκαλει στην ταξη η κολλητη μου «Δεν προκειται η Ελπιδα να παθει τετοιο πραγμα.Ολα τα κοριτσια σε αυτή την ηλικια τρωνε σκαλωμα με θερμιδες και τετοια.»

«Ελα μωρε,απλα εσυ εισαι υποψιασμενη γιατι τα περασες και φοβασαι» μου λεει μια άλλη φιλη «Κι εγω θυμαμαι ότι στα 14-15 ειχα κολλησει με διαιτες και ετρωγα ένα μαρουλι τη μερα για μια βδομαδα-ε,τοσο κρατησε,μια βδομαδα.Μετα μου περασε και ξαναρχισα τα μπεργκερ.»

Δεν ξερω αν το σκαλωμα το τρωνε όλα τα κοριτσια,αλλα το δικο μου ξαφνικα παρατηρω ότι τρωει ελαχιστα-κάθε μερα και πιο λιγο.Με βαζει να της ψωνιζω σαλατες και λαχανικα,αρνειται σθεναρα να δοκιμασει εστω και μια μπουκια από τα παλαι ποτε αγαπημενα της φαγητα που φτιαχνω, σιγα-σιγα κοβει και τα δυο-τρια κομματακια σοκολατα που τσιμπαγε κάθε απογευμα. Στο σουπερ μαρκετ τη βλεπω να διαβαζει τις θερμιδες και τα λιπαρα στις συσκευασιες του γιαουρτιου ή του τυριου cottage και ένα μεσημερι τα βαζει με τη γιαγια της που εφτιαξε και εφερε μαφινς.

«Μην ξαναφερεις τετοια στο σπιτι!» της δηλωνει αυστηρα. «Να σεβεσαι ότι εγω δε θελω ουτε να τα βλεπω ουτε να τα τρωω πια!»

Δε λεω τιποτα.

Σκεφτομαι ότι δεν πρεπει να πανικοβληθω, η Ελπιδα είναι μια φυσιολογικη εφηβη,είναι ομορφη (λες κι εχει αυτό καμμια σημασια αμα μπει στο μυαλο σου η εμμονη), εχει φιλους (παρ΄ολο που τους πιο πολλους τους αποφευγει τωρα τελευταια), δεν είναι όπως εγω στην ηλικια της. Εγω δεν ημουν παρα ένα μπαζο σε σχολειο θηλεων, Θεε μου, ηταν φριχτο, τα Γυμνασιακα μου χρονια ηταν ενας εφιαλτης- αλλα όχι, το παιδι μου δεν εχει σχεση με τη δικη μου κολασμενη εφηβεια, φαση είναι και θα περασει, ας μην εκλαβω το ότι ξεκινησε μια πιο υγιεινη διατροφη ως κακο οιωνο.


Το δευτερο «κουδουνι» με υποψιαζει λιγο περισσοτερο. Ειμαστε στα Bershka οι δυο μας, ψαχνει για παντελονι, βρισκει ένα που της αρεσει, δοκιμαζει το νουμερο 36, της κανει μια χαρα. «Δε θα το παρω όμως σε 36.Λεω να το παρω σε 34» μου ανακοινωνει.

«Αφου μια χαρα σου είναι το 36» της λεω.

«Ναι, αλλα θελω να δω αν μεχρι την Ανοιξη μπορω να χωρεσω στο 34.»

Σκεφτομαι προς στιγμην να αρνηθω να της το παρω σε 34αρι, αλλα το καταλαβαινει και μου αρχιζει τα τσαλιμια. «Ελα, σε παρακαλω, μου αρεσει πολύ αυτό το τζιν! Δε θα σου ζητησω τιποτ΄άλλο!»

«Ελπιδα» την κοβω «το 36 και το 34 είναι απλως νουμερα.Τι σημασια εχει σε τι νουμερο θα μπεις?Εισαι θεα ετσι κι αλλιως.Εισαι υπεροχη όπως εισαι.Ετσι κι αλλιως 34 δε φοραει ουτε η αδερφη σου που είναι δυο χρονια μικροτερη. Κανενα παιδι στην ηλικια σου δε φοραει 34!»

Γκαφα μου.Πολλα κοριτσια στην ηλικια της φορανε 34 και σιγουρα υπαρχουν και καποια που τους κανει μια χαρα και το 32.Υπαρχουν σωματοτυποι και σωματοτυποι-υπαρχουν και κοριτσια που δειχνουν υπεροχες μεσα στο νουμερο 42 ή στο 44-κι ακομη πιο πανω.

«Οι μισες μου συμμαθητριες φορανε 34!» μου λεει στραβωμενη «Και ή θα παρω το 34 ή δε θελω τιποτα και παμε να φυγουμε.»

Της παιρνω το 34. Δεν ξερω αν κανω σωστα ή λαθος. Στο σπιτι το δοκιμαζει και τελικα της κανει αψογα. «Τουλαχιστον δε θα προσπαθησει να χωρεσει σ΄αυτό , αφου ηδη χωραει.Μα ποτε εχασε τοσα κιλα αυτο το παιδι?Πριν το Καλοκαιρι φορουσαμε ιδιο νουμερο-το 38» σκεφτομαι και αποδιωχνω γρηγορα την ανησυχια που παει ξανα να με τυλιξει σαν ομιχλη σε θριλερ.

Το τριτο «κουδουνι» χτυπαει δυνατοτερα,πολυ δυνατοτερα,κι ερχεται στις διακοπες των Χριστουγεννων.

Ειμαστε στα Τρικαλα, περναμε ωραια, τρωμε εξω ή κανουμε πικ νικ, με τρια ακομη παιδια για ν΄ασχοληθω, πεζοποριες και δραστηριοτητες δεν εχω αντιληφθει ακομη ότι ολες αυτές τις μερες η Ελπιδα δεν τρωει σχεδον τιποτα, είναι κακοδιαθετη και νευρικη. Μεχρι που στο ταξιδι της επιστροφης, κι ενώ ολοι αρχιζουν να γκρινιαζουν  ότι βαρεθηκαν, πεινανε, πιαστηκαν τοση ωρα στ΄αμαξι και θελουν τουαλετα, διαπιστωνω ότι η 14χρονη κορη μου είναι από το πρωι μ΄ένα τσαι-και μονο με αυτό.

«Ρε Ελπιδα, εσυ δεν πεινας? Μονο ένα τσαι εχεις πιει ολη μερα» τη ρωταω ενώ μοιραζω τσουρεκι, τυρι και μπανανες στ΄ αδερφια της. Τα κουδουνια στ΄αυτια μου αρχιζουν να δυναμωνουν και να γινονται συναγερμοι.

«Δεν πειναω» είναι η κοφτη της απαντηση από το πισω καθισμα.

«Ελα παρε» της κανει η Φιλιππα μασουλωντας το τσουρεκι της και εκσφενδονιζοντας ψιχουλα παντου-παλι πλυσιμο θα θελει το αμαξι, ως συνηθως μετα από εκδρομη.

Αρνειται.

«Μα δεν είναι φυσιολογικο αυτό» επιμενω, «Δε γινεται ενας ανθρωπος να εχει πιει μονο ένα τσαι στις 10 το πρωι, να είναι 8 το βραδυ και να μην πειναει! Δε στεκει!»

Ξερω ότι δεν προκειται να παρω απαντηση, κι αυτό με φοβιζει ακομη περισσοτερο.

Μολις φτανουμε η Ελπιδα αλλαζει βιαστικα και παει στο δωματιο της για υπνο-και κινητο, βεβαιως. Νηστικη.

Όχι, αποκλειεται, σκεφτομαι. Δεν είναι αυτό που νομιζω, δεν είναι αυτό που φοβαμαι. Αποκλειεται. Ποσες πιθανοτητες εχει να συμβει στο παιδι μου αυτό που συνεβη σ΄εμενα στην ιδια ηλικια? Ελαχιστες, ελα τωρα Μυρτω, ελαχιστες. Μα κανω λαθος, η σωστη απαντηση είναι άλλη: πολυ περισσοτερες απ΄οσες νομιζω.

Τεταρτο «κουδουνι» δεν υπαρχει. Διοτι το τεταρτο κουδουνι ειναι κανονικοτατη καμπανα. Και χτυπαει την ωρα που περιμενουμε στην ουρα, στο ταμειο του σουπερ μαρκετ, την επομενη μερα του γυρισμου μας απ΄τις Χριστουγεννιατικες διακοπες.

Απλως στεκομαστε εκει στη σειρα μας, όταν η κορη μου γυριζει με διστακτικη φωνη και μου κανει την ερωτηση-φωτια:

«Μαμα,εσενα…εσενα ποσον καιρο σου κρατησε η νευρικη ανορεξια?»

Η ανασα μου κοβεται-νιωθω ακριβως αυτό: ότι δεν εχω αερα, και ότι μολις εχω δεχτει μια δυνατη μαχαιρια ακριβως στο κεντρο της καρδιας, κι ότι η καρδια μου διπλωνει και μαζευεται και ποναει μ΄έναν πονο οξυ και παγωμενο.

Γυριζω και την κοιταζω (αισθανομαι σαν αυτό να συμβαινει σε αργη κινηση) και τα ματια της γυαλιζουν. Οχι ρε Ελπιδα. Οχι,όχι ρε Ελπιδα. Οχι Θεε μου.

«Γιατι ρωτας μωρο μου?» της λεω προσπαθωντας να φανω ηρεμη «Φοβασαι ότι…σου συμβαινει κατι τετοιο?»

Περιμενω να απαντησει ένα «Τι λες μωρε» ή «Όχι, ετσι απλα ρωταω»-βασικα παρακαλαω από μεσα μου να απαντησει ετσι. Και να είναι οντως ετσι.

Αλλα αντι αυτου μου ψυθιριζει ένα «Δεν ξερω, μπορει και ναι» και τοτε ξαφνικα αρχιζουν να τρεχουν τα ματια της και όλα αυτά τα σημαδια που τοσον καιρο αγνοω θεωρωντας ότι είναι η ιδεα μου γινονται σειρηνες και ουρλιαζουν κι η πραγματικοτητα ορθωνεται μπροστα μου σα βουνο. Κι αρχιζουν και τα δικα μου ματια να τρεχουν λες και περιμεναν το συνθημα, λες και ανοιξε μια βρυση, και νιωθω έναν λυγμο να παλευει ν΄ανεβει από το στηθος μου σα να περιμενε καιρο εκει, και μια φωνη μεσα μου, το ενστικτο της μανας, να μου λεει "Ειδες, δε μ΄ακουσες, στα λεγα εγω..."


Την πιανω από τους ωμους, εκει επιτοπου, στην ουρα του ταμειου του Βασιλοπουλου, και την κλεινω στην αγκαλια μου. Ειναι το μονο που μπορω να κανω αυτή τη στιγμη. Με εχει περασει στο υψος εδώ και καιρο, αλλα πιεζω το κεφαλι της πανω στον ωμο μου, και τρανταζομαστε κι οι δυο από τα αναφιλητα, που δεν προσπαθουμε καθολου να κρυψουμε.

«Κοριτσι μου,σε παρακαλω,μη μου…»

Η προταση κοβεται αποτομα πριν φτασει από σκεψη να γινει λογια.Λαθος,λαθος!

Δεν ΣΟΥ κανει τιποτα! Μην το προσωποποιεις, μην το γυρνας σε σενα όπως εκανε κι η μανα σου! Δεν εισαι ΕΣΥ το θεμα! Είναι ΕΚΕΙΝΗ, ο εαυτος της, σ΄εκεινη το κανει!

Φλας μπακ:

«Το κανεις για να με εξευτελισεις, για να με ρεζιλεψεις, να λενε ολοι ότι το παιδι της γιατρου πεθαινει κι εκεινη δε μπορει να κανει τιποτα, ΕΜΕΝΑ θες να εξοντωσεις, δεν εισαι ανορεξικη, κακια εισαι! Κακια!»

Λογια της μανας μου, όταν,13 χρονων, εσβηνα λιγο-λιγο σαν τη φλογα από το κερακι που σωνεται, 23μιση κιλα, στην ηλικια της Ελπιδας, τοτε που προσπαθουσα να εξοντωσω τον εαυτο μου καταδικαζοντας τον σε εξαντλητικες διαιτες, τοτε που τιποτα και κανεις δε μπορουσε να με κανει να σκεφτω αλλιως, εκτος αν το αποφασιζα μονη μου.

Τωρα όμως ειμαστε στο εδώ και τωρα, κι αν οι δικοι μου γονεις τα σκατωσαν αθελα τους, τωρα είναι η δικη μου σειρα να δω «ποσα απιδια βανει ο σακος», και κραταω στην αγκαλια μου τη δικια μου, δικια μου πανεμορφη 14χρονη κορη, το πρωτοτοκο μου, που ουσιαστικα μολις μου εκανε την πιο τρομαχτικη εξομολογηση, στην ουρα του ταμειου στο σουπερ μαρκετ.

Διορθωνω τη σκεψη κι η σκεψη γινεται λογια-τα σωστα λογια- στ΄αυτι της με τα αμετρητα piercing:

«Κοριτσι μου,σε παρακαλω,μη ΣΟΥ το κανεις αυτό…»

Η ταμιας χτυπαει τα ψωνια μας κοιτωντας παραξενεμενη με την ακρη του ματιου.

Φορτωνουμε τα ψωνια στο αυτοκινητο και βαζω μπρος, με τ΄αυτια μου να βουιζουν και την καρδια μου να σφυροκοπαει.

Αυτο που θελω αυτή τη στιγμη είναι να βγω στην Εθνικη και να το πατησω στο τερμα,όπως θελω να κανω παντα όταν ειμαι υπερβολικα ζορισμενη ή υπερβολικα χαρουμενη.

Να δω τα νουμερα να ξεπερνανε την ενδειξη-σταθμο των 155 km/h, ν΄ακουω τις στροφες να ανεβαινουν, να γινεται ο δρομος μπροστα μου μια κουκκιδα, ενα φως τοσο δα στην ακρη ενος τουνελ, και τα δεξια κι αριστερα μου να μεταμορφωνονται σε συγκεχυμενα χρωματα που εναλασσονται ταχυτατα,τοσο ταχυτατα που είναι σα να μενουν σταθερα, να νιωθω το αμαξι να τριζει ολοκληρο, τις ροδες σα να ξεκολλανε από την ασφαλτο, τα νουμερα να ανεβαινουν,178-179-180-181 οσο η αδρεναλινη ποτιζει καθε μου ιντσα, και να ξερω ότι ολο, ολο είναι στα χερια μου, ολο στα ποδια μου, ολο στα 1800 κυβικα μου, εν΄αποτομο στριψιμο του τιμονιου στα ξαφνικα και τα παντα τελειωνουν-υπεροχα, ιπταμενα, ακαριαια.

Αλλα δεν είναι ωρα για τετοια. Κατ΄αρχην εχω μαζι το κοριτσι μου. Το κοριτσι μου, που με χρειαζεται εδώ. Εδώ και τωρα και πιο πολύ από ποτε.

Αντι να γυρισω προς το σπιτι, βγαινω στον παραδρομο της Εθνικης και τραβαω Νοτια.

«Πού παμε?» ρωταει η Ελπιδα διπλα μου.

«Παντως όχι σπιτι» της λεω «Παμε οπου θες ,δεν ξερω, αλλα ξερω πως τωρα θα μου μιλησεις και μετα θα με ακουσεις.»



Και μου μιλαει. Μου λεει πραγματα που ηξερα και πραγματα που δεν ηξερα. Για παραδειγμα, γνωριζα ότι παντα την ενοχλουσε που ηταν «τσουπωτουλα» κι ότι χρειαστηκε πολυς κοπος για να πειστει περσι το Καλοκαιρι να βουτηξει στη θαλασσα χωρις φαρδια μπλουζα. Δεν ηξερα όμως ότι στις δυο τελευταιες ταξεις του Δημοτικου, δυο-τρια αγορια που κατά τ΄αλλα «την αγαπουσαν», την ειχαν πει πισω από την πλατη της «χοντρη.» Και δεν το ξεχασε ποτε.

Γνωριζα ότι από περσι την Ανοιξη ειχε κοψει τα πολλα γλυκα, τα Pringles, τα ζελεδακια και τα δυο πιτογυρα στην καθισια της, ειχα δει το σωμα της ν΄αλλαζει προς το πιο λεπτο, αλλα δεν γνωριζα ότι ειχε δει στο ΤικΤοκ συμβουλες για το «Πώς να γινετε βουλιμικη» και ειχε σκεφτει να τις εφαρμοσει.

Βριζω κι αναθεματιζω απο μεσα μου (και λιγο κι απ΄εξω μου) το Ινσταγκραμ, το ΤικΤοκ και ολα αυτα τα κωλοπραγματα που χαντακωσανε τα εφηβακια, σε συνδυασμο με την περσυνη χρονια που τα κρατησε κλεισμενα μεσα, με μονη διεξοδο την εικονικη πραγματικοτητα του κινητου και των social.

Γνωριζα επισης, το εβλεπα, ότι ειχε χασει αρκετα κιλα κι ότι αυτή η αλλαγη της πηγαινε, αλλα δεν ειχα ιδεα ότι ηθελε να χασει πολλα ακομη, για να μοιασει σ΄αυτές τις φιλτραρισμενες χαζογκομενες που επιδεικνυουν τη- φιλτραρισμενη -μεση δαχτυλιδι και τους κοιλιακους τους στα βιντεακια του Ινστα.

Και φυσικα δε γνωριζα αυτό που μου ξεφουρνιζει, κλαιγοντας πλεον με αναφιλητα, τη στιγμη που συνειδητοποιω πως με την κουβεντα και χωρις να το καταλαβουμε εχουμε φτασει σχεδον στους Αμπελοκηπους: ότι πριν δυο εβδομαδες επαιζαν με τους συμμαθητες της στο διαλειμμα ένα παιχνιδι που λεγεται «Αναπτηρας».

 Πώς παιζεται αυτό? Κρατας έναν αναπτηρα και καποιος από τον κυκλο σου κανει μια ερωτηση, πχ «Ποιος νομιζεις ότι θα παντρευτει πιο γρηγορα από ολους στην παρεα?» Και δινεις τον αναπτηρα σε αυτόν που πιστευεις ότι θα βαλει πρωτος την κουλουρα. Στη συνεχεια κανεις εσυ μια ερωτηση, πχ «Ποιος πιστευεις ότι θα εχει τους καλυτερους βαθμους στο τετραμηνο?» Αυτος που εχει τον αναπτηρα τον δινει στο ατομο της επιλογης του, και παει λεγοντας. Και ποια ερωτηση, που να παρει και να σηκωσει το μ@λ@κ@ που σκεφτηκε το παιχνιδι και μαζι κι ολους τους αναπτηρες του κοσμου, ποιαν ερωτηση λες να εβαλαν στο αγορι που κραταγε τον αναπτηρα?

«Ποιος από εδώ πιστευεις ότι εχει περισσοτερες πιθανοτητες να βγει στην παραλια και να εχει πατσοκοιλα?»

Μαλιστα.

Και ο «να-μην-πω» που κρατουσε τον αναπτηρα απλωνει το κουλο του και τον δινει στην κορη μου.

Φλας μπακ:

«Ποιος είναι αυτος ο πατατας με τ΄ασπρα?»

Είναι Καλοκαιρι, ειμαι 11μιση, παραθεριζουμε στο εξοχικο μας στη Νεα Μακρη και τα φιλαρακια με τα οποια παιζω δεχονται επισκεψη από έναν 18αρη ξαδερφο τους.

Ο οποιος δε με εχει ξαναδει, προφανεστατα με περναει για αγορι ετσι όπως με βλεπει με το κοντο μαλλι και ρωταει τα ξαδερφια του «ποιος» ειμαι. Γιατι εγω ειμαι ο πατατας με τ΄ασπρα. Φοραω ασπρη μπλουζα. Κι ειμαι χοντρουλα. Και μοιαζω με αγορι. Κι υστερα…Υστερα απλα με πηρε και με σηκωσε. Νευρικη ανορεξια. Αγνωστη, τοτε, λεξη.

«Εκλαψες?» τη ρωταω και τα χερια μου σφιγγουν το τιμονι, τα ματια μου πετανε σπιθες, θελω να αρπαξω αυτό το κωλοπαιδο που εδωσε τον αναπτηρα στην κορη μου και να…να…

«Όχι.Αλλα δακρυσα.Λιγακι.»

Κοριτσι μου. Ομορφη μου. Παιδι μου. Που μια ατακα ενός αγοριου χωρις ενσυναισθηση, απειλει να σου φερει τουμπα ολη τη ζωη.

Γιατι δε μου το ειπες? Γιατι το κρατησες μεσα σου? Γιατι δεν ειπες σ΄αυτόν τον ηλιθιο συμμαθητη σου (που να πιασω τη μανα του και να τη στολισω για το βοιδι που εβγαλε) να βαλει τον αναπτηρα-και μαλιστα αναμμενο-εκει που ξερει?Γιατι δε γυρισες οργισμενη μετα από το σχολειο, να πεταξεις την τσαντα σου σε μιαν ακρη και ν΄αρχισεις να βριζεις ? Γιατι, εστω, δεν ξεσπασες τη λυπη σου πανω μου? Γιατι?

Θα ηταν τοσο, μα τοσο προτιμοτερο από αυτό που πας να κανεις τωρα.



Εχω τετοιον κομπο στο λαιμο που νομιζω ότι η ανασα μου βγαινει με συρριγμο, όπως του γιου μου όταν κανει κριση ασθματος. Κανω δεξια, την αρπαζω στην αγκαλια μου και κλαιω γοερα, κλαιει κι εκεινη, κλαιω την εφηβεια μου τη χαμενη στο βωμο μιας εμμονης, κλαιω τα χρονια που δε γυριζουν πισω, κλαιω όλα αυτά που εχασα επειδη ημουν «ο πατατας με τ΄ασπρα», μα πιο πολύ γιατι βλεπω μπροστα μου την ιστορια να επαναλαμβανεται με θυμα το παιδι μου, το παιδι μου, κι εγω δεν ηξερα τιποτα, κι εγω νομιζα ότι όλα είναι καλα, κι εγω ασχολιομουν με τα δικα μου και με όλα τ΄αλλα και μπροστα στα ματια μου η κορη μου, η ομορφη μου, κουβαλαγε τετοιο φορτιο αβασταχτο για τους τρυφερους ωμους της.

Δηλαδη θα περπατησει το μονοπατι που περπατησα εγω? Όχι, που να παρει!

Τωρα Μυρτω, τωρα, βρισκεσαι σ΄ένα από τα σημαντικοτερα σημεια της ως τωρα ζωης σου.

Τωρα, σε θελω μαγκα.

Τωρα σε θελω γρανιτη.

Τωρα είναι το στοιχημα της ζωης σου.

Μια ζωη ετρεμες και φοβοσουν μη μοιασεις στη μανα σου, μην κανεις τα λαθη που εκανε με τα παιδια της, όποτε σου ελεγε κανεις ότι της μοιαζεις, εστω στις βλεφαριδες, σ΄επιανε τεταρταιος.

ΤΩΡΑ είναι το στοιχημα, κουκλα μου.

ΕΣΥ δεν εισαι Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ. Εσυ εισαι η Μυρτω.

ΕΣΥ το παιδι σου ΘΑ ΤΟ ΣΩΣΕΙΣ.

Δηλαδη, ΕΓΩ, το παιδι ΜΟΥ, θα το σωσω.

Σκουπιζω ματια, σκουπιζω μυτες. Δεν ειναι ωρα για δραματα αλλα για δραση. Τωρα, Μυρτω, ανασκουμπωνεσαι.

Η αντιδραση μου με εντυπωσιαζει- φοβαμαι αλλα δεν παραλυω, ο πανικος μου χτυπαει την πορτα αλλα δεν του ανοιγω. Τωρα παιρνω την κατασταση στα χερια μου, πιο αποφασισμενη απο ποτε.

Αλλα χρειαζομαι ένα τσιγαρο πρωτα. Για δες, εχουμε φτασει ηδη εξω από το Γυμνασιο της. Παρκαρω. Βγαινω κι αναβω ένα Winston-βρεχει λιγο αλλα σκασιλα μου. Της λεω «Ανοιξε το παραθυρο ν΄ακους και μεινε μεσα μην κρυωσεις.»

Αρχιζω να της μιλαω, εγω εξω απ΄τ΄αυτοκινητο κατω απο τη βορχη που δυναμωνει, εκεινη μεσα, να με κοιταει με τις μελιες ματαρες της. Ακουγοντας με. Της λεω πραγματα που ηξερε και πραγματα που δεν ηξερε-το γνωριζε ας πουμε ότι κινδυνευσα να χασω τη ζωη μου από την anorexia nervosa όταν ημουν στην ηλικια της, δε γνωριζε όμως ποσο επιθετικη και λανθασμενη σταση κρατησε η μανα μου απεναντι στο θεμα. Το γνωριζε ότι στην αντιστοιχη ηλικια δεν ειχα καμμια σχεση με τη δικη της ομορφια, ημουν ένα κακασχημο κοντοκουρεμενο μπασμενο με γυαλια, δε γνωριζε όμως ποσο μισουσα τον εαυτο μου γι΄αυτό.

Παντως για τον πατατα με τ΄ασπρα το ηξερε, της το ειχα πει.

«Στο εγγυωμαι» της λεω «Θα ειμαι διπλα σου βραχος, θα σε στηριξω με ολο μου το είναι, και δε θα σε αφησω, δεν προκειται να σε αφησω να παθεις ο,τι επαθα εγω. Θα προτιμουσα να μου πεις μαμα εχω αρχισει το καπνισμα ή εχω μπλεξει με κακες παρεες, θα προτιμουσα να βγαινεις και να ξενυχτας από τα 14 και να με γραφεις στα τετοια σου, θα προτιμουσα οτιδηποτε άλλο παρα αυτό. Πας να θυσιασεις τα χρονια της εφηβειας σου, την υγεια σου, τη χαρα σου, τη ζωη σου ισως, για μια εμμονη ιδεα. Είναι ασχημο μονοπατι αυτό, Ελπιδα. Μην το παρεις. Εισαι ένα βημα πριν το πατησεις, αυτή ειν΄η αληθεια. Ή κανεις το βημα και το πατας με καταστροφικα αποτελεσματα, ή το παιρνεις αλλιως. Όπως και να ΄χει σου δινω το λογο μου: θα σε γλυτωσω απ΄αυτό. Και θα ζητησουμε βοηθεια γιατι δε μπορω να το κανω μονη μου. Θα απευθυνθουμε σε καποιον ειδικο.»

 Ευτυχως, συμφωνει. Δεχεται ότι χρειαζεται βοηθεια και δεχεται να παει σε Ψυχολογο. Ok. Αυτό είναι ένα πολύ καλο σημαδι.

Φυσικα, ενημερωνεται ο πατερας της. Τον καθιζω κατω και του εξηγω ότι "Ξερεις, Χιουστον, εχουμε προβλημα. Το και το." 

 Περιμενω να σφυριξει αδιαφορα, να μου ριξει τις ευθυνες, να μου πει ότι φταιω εγω, επειδη εχασα 17 κιλα και ξαναβρηκα το φυσιολογικο μου βαρος μετα από τα (πραγματικα παρα πολλα) κιλα της τεταρτης εγκυμοσυνης μου, επειδη της λεω συνεχεια ποσο ομορφη είναι, επειδη την εχω λασκα και δεν της βαζω αυστηρα ορια, επειδη, επειδη.

Ωστοσο με εκπλησσει: με ακουει, δακρυζει, και σιωπα.

«Και τωρα?» με ρωταει τελικα.

«Και τωρα, θα ζητησουμε βοηθεια. Αυριο κιολας θα ψαξω να βρω έναν καλο Παιδοψυχολογο. Τι στο καλο, τοσα χρονια Ψυχαναλυση κανω, τοσο κοσμο ξερω, δε θα βρω καποιον καλο για το παιδι? Ασ΄το σε μενα αυτό. Εσυ προετοιμασου γιατι ισως να ερθουν δυσκολες μερες, δεν είναι παιξε-γελασε αυτά. Και κοιτα να εισαι τρυφερος μαζι της και υποστηρικτικος. Να της μιλησεις. Να την παρεις από κοντα. Να της τονωσεις την αυτοπεποιθηση όπως μονο ενας πατερας μπορει να κανει στην κορη του. Αυτό να κανεις εσυ, και τ΄αλλα ασ΄τα σε μενα.»

Συμφωνει μ΄ένα κουνημα του κεφαλιου. Δε λεει ποτε πολλα λογια, ετσι κι αλλιως.Του ΄χει παει "να", το βλεπω. Αμ εμενα, τι μου εχει παει? Φοβαμαι, φοβαμαι περισσοτερο σχεδον από οποιαδηποτε άλλη φορα στη ζωη μου. Αλλα είναι ενας φοβος που την ιδια στιγμη μου δινει μια τεραστια δυναμη, μιαν αποφασιστικοτητα πρωτογνωρη: να γλυτωσω το κοριτσι μου από αυτόν το δρομο.

Την επομενη κιολας μερα τηλεφωνω στο Μαρινο, τον Ψυχαναλυτη μου. Του εξηγω την κατασταση, μου δινει ονοματα Παιδοψυχολογων, τα σημειωνω, αρχιζω τα τηλεφωνα. Τα πρωτα αποτελεσματα είναι απογοητευτικα: κανεις δεν αναλαμβανει περιπτωσεις νευρικης ανορεξιας. Ο ενας με στελνει στον αλλον, με παραπεμπουν σε τριτους, σε κεντρα ψυχικης υγειας εφηβων. Τζιφος. Ολοι οσοι απευθυνομαι αναλαμβανουν εφηβους με καταθλιψη, με αυτοκτονικη ή παραβατικη συμπεριφορα, μπλεγμενους με ναρκωτικα, οτιδηποτε άλλο εκτος από νευρικη ανορεξια.

«Μα γιατι δεν αναλαμβανει κανεις?» ρωταω τη μια από τις Παιδοψυχολογους/Παιδοψυχιατρους που απευθυνομαι, η οποια ασχολειται με τετοιες διαταραχες, αλλα δεν εχει καθολου ελευθερα ραντεβου ως το Μαιο.

«Είναι πολύ τζιζ θεμα η νευρικη ανορεξια» μου απανταει «Θελει ιδιαιτερη εξειδικευση και μεγαλη εμπειρια, εχει μεγαλα ποσοστα θνησιμοτητας.»

Λες και δεν το ξερω, λες και δεν το εζησα στο πετσι μου. Λες κι η ιδια δε γλυτωσα απ΄του Χαρου τα δοντια. Παρ΄ολ΄αυτά, στο ακουσμα της φρασης «μεγαλα ποσοστα θνησιμοτητας» ανατριχιαζω ολοκληρη.

Θεε μου, πώς γλυτωσα τοτε? Θα γλυτωσει η Ελπιδα? Είναι στην αρχη. Τι μας/με/την περιμενει?

Ακρη βρισκω την επομενη μερα, όταν τα απανωτα τηλεφωνηματα σε Κεντρα και ιδιωτες με οδηγουν τελικα στο Τμημα Διατροφικων Διαταραχων του Σισμανογλειου, «Πολύ καλο κεντρο, το καλυτερο στην Ελλαδα» μου εξηγουν.

Γινομαι πιεστικη ζητωντας ραντεβου, «Είναι για την κορη μου» εξηγω «και επειγομαι, το παιδι είναι στην αρχη. Τα εχω περασει και το ξερω, δεν εχω περιθωριο να μου πειτε ελα σ΄ένα μηνα, θελω να το προλαβω. Θελω ραντεβου ΧΘΕΣ.»

Μου κλεινουν για την επομενη βδομαδα-χωρις το παιδι.

«Πρωτα θελουμε τους γονεις» μου εξηγει η Παιδοψυχιατρος που θα αναλαβει την Ελπιδα. Το περιμενα.

Ο πατερας της, το ξεκαθαριζει: «Αποκλειεται να λειψω από τη δουλεια. Αν θελουνε, απογευμα.»

Είναι όμως δημοσιο νοσοκομειο και τα ραντεβου είναι πρωι-που σημαινει ότι αν ξεκινησει εκει συνεδριες, η Ελπιδα θα πρεπει τις μερες που εχει ραντεβου να χανει το σχολειο. Γυμνασιο ισον εξι απουσιες τη μερα. Στα κομματια! Να γινει καλα το παιδι, αυτό μονο με νοιαζει. Χεστηκαμε για τις απουσιες.

Ενημερωνω τη δευτερη κορη μου, τη Φιλιππα, που φυσικα εχει παρει πρεφα οτι κατι γινεται με την Ελπιδα, οτι η μεγαλη της αδελφη φλερταρει με τη νευρικη ανορεξια- αλλα οτι ολα θα πανε καλα, θα το λυσουμε. Κλαιει λιγο στην αγκαλια μου, εχει τεραστια αδυναμια στην αδερφη της. Η Ελπιδα παντα μπαινει μπροστα, ειναι η αρχηγος, ειναι η δυναμη. "Βρε" της λεω "Εδω ειμαι εγω, δεν προκειται να παθει τιποτα η αδερφη σου. Στο υπογραφω!"

Ενημερωνω οσους ενηλικες κρινω πως πρεπει να το ξερουν-βασικα οσους είναι κοντα στο παιδι. 

Τους εξηγω πώς εχει η κατασταση. Ενημερωνω τη δασκαλα της στο φροντιστηριο Αγγλικων, τη μαμα του κολλητου της, και δυο κοντινα της φιλαρακια από το σχολειο, τονιζοντας τους ότι αυτό πρεπει να μεινει μεταξυ μας (δηλαδη να μην της πουν ότι τους μιλησα), και οσο μπορουν, αν την αγαπανε, να τη στηριξουν. Εχω λιγο τυψεις γι΄αυτό το τελευταιο, δε μ΄αρεσει να κανω πραγματα που αφορουν τα παιδια μου πισω από την πλατη τους και σιγουρα αν η Ελπιδα το ηξερε θα με σκοτωνε. Όμως γνωριζω ποσο πολύ μπορει να στηριξουν μιαν εφηβη οι φιλοι, και καποιες φορες ο σκοπος αγιαζει τα μεσα.

Ενημερωνω το σχολειο της, χωρις φυσικα να περιμενω πολλα.

Εδώ είναι δημοσιο Γυμνασιο, οι καθηγητες ως επι το πλειστον κανουν διακπεραιωση, χεστηκανε για το αν ένα παιδι εχει θεμα- ειδικα αν το θεμα δεν είναι ακομη εμφανες. Διοτι η Ελπιδα, εξωτερικα, αυτή τη στιγμη είναι μια ομορφη φυσιολογικη εφηβη, κανονικη προς λεπτη. Δε μαρτυρα τιποτα απανω της ότι βρισκεται με το ένα ποδι σ΄έναν κακοτρχαλο δρομο κι ότι μεσα στην ψυχουλα της μαινονται Βοριαδες.

«Θα το εχουμε υπ΄οψιν» μου απαντα η Γυμνασιαρχης.

«Σωθηκαμε» της απαντω, αλλα από μεσα μου.




Στην κορη μου μιλαω ξεκαθαρα για τα βηματα που ακολουθω, εκτος από το ότι ενημερωσα τα δυο φιλαρακια της και το σχολειο.

Κατι υποψιαζεται βεβαια όταν σ΄ένα διαλειμμα την πιανουν και τα δυο και την αρχιζουν στα «Αδυνατισες πολύ», «Σε παρακαλω, να τρως» , «Μη χασεις αλλα κιλα» και «Αν κατι σε απασχολει και θες να μου μιλησεις, ειμαι εδώ.»

Ψυχουλες μου! Με βρισκουν ένα μεσημερι και τα δυο, στο σχολασμα του Γυμνασιου, και βιαστικα πριν ερθει η κορη μου με ενημερωνουν ότι της μιλησαν και πως είναι εδώ για εκεινη. Με συγκινουν. Τα ξερω και τα δυο από Πρωτακια του Δημοτικου, εχουν μεγαλωσει μαζι με την Ελπιδα.

Έναν ανθρωπο μονο δεν ενημερωνω για καμμια μου κινηση: τη μανα μου.

Θα αντιδρασει, θα θελησει να παρεμβει, θα αρχισει τα δικα της, τυπου «Δεν είναι καλοι εκει στο Σισμανογλειο, είναι δημοσιο, δε χρειαζεται κανεναν ειδικο το παιδι, υπερβαλλεις, ασε να δουμε πώς θα εξελιχθει» - όμως όχι, κουκλα μου! Ειδαμε πώς εξελιχθηκε το δικο σου παιδι. Το ξερω καλα, διοτι ειμαι αυτο το παιδι. Εχασε την εφηβεια του και παραλιγο και τη ζωη του. Τωρα είναι η δικη μου σειρα ως μανα. 

Η δικη μου σειρα, το δικο μου παιδι.

Μια εβδομαδα μετα, στις 11 το πρωι, περιεργαζομαι εξεταστικα τη γυναικα με τα πολύ μακρια ξανθα μαλλια και το ηρεμο, λευκο προσωπο, που καθεται απεναντι μου και τακτοποιει χαρτια με σημειωσεις σ΄ένα μεγαλο ντοσιε στηριγμενο στα γονατα της. Ειναι γυρω στα 60, εχει απαλη φωνη και φαινεται εμπειρη. Ευτυχως.

Εχω ηδη δωσει τα στοιχεια της κορης μου, εχει παρει ένα ιστορικο, ποτε αρχισε ολο αυτό, αν της εχει διακοπει η περιοδος, ποσα κιλα εχει χασει-σ΄αυτό το τελευταιο δεν ξερω να απαντησω με ακριβεια, αφου η κορη μου ποτε δεν ελεγε ποσα κιλα είναι ουτε μου αποκαλυψε ποσα είναι τωρα. «Πρεπει να εχει χασει γυρω στα 8» λεω, «κατά προσεγγιση.»

Μετα αρχιζουν οι αναμενομενες ερωτησεις για την κατασταση στην οικογενεια: τ΄αδερφια, ο ρολος των παππουδογιαγιαδων, η σχεση με τους συγγενεις, η σχεση των γονιων, ολ΄αυτά τελος παντων που ρωτανε να μαθουν οι Παιδοψυχιατροι προκειμενου να σχηματισουν εικονα για το περιβαλλον ενός παιδιου.

Οταν τελειωνουμε με ολ΄αυτα, πριν φυγω, τη ρωταω αν μπορω να της δειξω την Ελπιδα σε φωτογραφια από το κινητο μου. Μια φωτογραφια τραβηγμενη στο αυτοκινητο, με τα ξανθα πλουσια μαλλια της να χυνονται στους ωμους της, να κοιταζει το φακο μ΄ένα παιχνιδιαρικα παραπονιαρικο βλεμμα. Τιποτα δεν προδιδε την παλη που γινοταν μεσα της. Πριν τρεις βδομαδες την τραβηξα. Ειμαι η μανα της, οφειλα να καταλαβω. Πώς δεν ειχα δει ότι κατι δεν παει καλα? Γιατι αγνοησα τα κουδουνακια μεχρι που εγιναν καμπανες και σειρηνες?

«Πολύ ομορφο κοριτσι» σχολιαζει χαμογελωντας.

Τα ματια μου βουρκωνουν, η γυναικα φυσικα το προσεχει.

«Το προλαβατε νωρις, ειχατε πολύ γρηγορα αντανακλαστικα» μου λεει με καθησυχαστικη φωνη.

«Οντως?» ρωταω φυσωντας τη μυτη μου στο χαρτομαντηλο που μου δινει, «Οντως πιστευετε ότι το προλαβα νωρις?»

«Ναι.Το κοριτσι σας είναι ακομη σε φυσιολογικα κιλα, δεν εχει διακοπει η εμμηνος ρυση και δεν εχει περασει στη φαση της βουλιμιας, που εκει τα πραγματα γινονται πιο σοβαρα κι είναι πιο δυσκολο να αντιμετωπιστει.Το προλαβατε νωρις.Αντιδρασατε πολύ αμεσα.»

Βασικα το ξερω ότι αντεδρασα ταχυτατα, αλλα εχω αναγκη να το ακουσω κι από καποιον άλλο.

Της κλεινει ραντεβου για την ερχομενη Τεταρτη-αναγκαστικα θα χασει το σχολειο,είναι για τις 11 το πρωι-και φευγω.

Στο δρομο του γυρισμου σκεφτομαι ότι αν η ζωη ηταν GPS, αν ολη μας η πορεια ηταν σημειωμενη με μια γραμμη διαδρομης, εμενα αυτή τη στιγμη η «πινεζα» μου, το point που γραφει «η τοποθεσια σας» λεει: «Βρισκεστε εδώ: στο πιο μεγαλο στοιχημα της ζωης σας.»

Θα σωσω το παιδι μου από τον ολεθρο που λεγεται anorexia nervosa?

Θα καταφερω να την τραβηξω πισω πριν κανει το δευτερο βημα σ΄αυτό το μονοπατι?

Και, στην τελικη, θα τα καταφερω καλυτερα απ΄ο,τι η μανα μου?

(Συνεχιζεται…)

   

 

 

 

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑ ΝΥΧΙΑ-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ

Την ιστορια αυτή προβληματιστηκα πολύ πριν τη δημοσιευσω.

Δεν ηταν δυσκολο να τη γραψω,την εγραψα σχεδον μεσα σε μιση ωρα.Ηταν δυσκολο να αποφασισω να την ανεβασω,καθως και το πού να την ανεβασω.

Αρχικα σκεφτηκα να τη στειλω σε καποια ιστοσελιδα ή λογοτεχνικο Blog ανωνυμα,γιατι την πρωταγωνιστρια της την ξερω και δεν ηθελα με κανεναν τροπο να «φωτογραφηθει» η ταυτοτητα της.Οσο εγω όμως το ψειριζα και δεν αποφασιζα,ηρθε κι η 16η  γυναικοκτονια.

Την εσπασε στο ξυλο ο αντρας της,λεει,κι εφτασε στο νοσοκομειο με ρηξη σπληνας και ηπατος.Μια γυναικα 29 χρονων.Σκοτωμενη από τα χερια του αντρα που αγαπησε.

Και λεω όχι Μυρτω,θα το δημοσιοποιησεις ΤΩΡΑ.Επρεπε ηδη να το ειχες κανει.

Θα το ανεβασεις στο δικο σου Blog,θα το κοινοποιησεις σε οποια ομαδα του Facebook μπορεις και θα φροντισεις η ιστορια που θες να πεις να μαθευτει.Για να καταλαβουν ολοι πώς κωφευει η ιδια αυτή η σαπια κοινωνια,πώς κανουν τα στραβα ματια όχι μονο οι γνωστοι κι οι φιλοι αλλα πολλες φορες κι οι ιδιες οι Αρχες,ο ιδιος ο περιγυρος,οι ιδιοι οι ανθρωποι που υποτιθεται πως είναι εκει για να προστατευουν,να καθοδηγουν,να συμβουλευουν.

Θρηνουμε άλλη μια ψυχη,μια γυναικεια ψυχη,τη 16η φετος.

Δεν εχει κανεις δικαιωμα να σιωπα.

Ποια θα είναι η 17η?Αυτο καταληξαμε να αναρωτιομαστε.

Τα χερια τα αντρικα πρεπει να είναι εκει για να προσφερουν στο γυναικειο κορμι (και στη γυναικεια ψυχη,μιας και αυτά πανε αλληλενδετα) στοργη,τρυφεραδα,αγκαλια,χαδι.Προστασια,ανακουφιση,φωλια.

Ερωτα,χαρα,αγαπη.

Οχι πονο και θανατο.

Την πρωταγωνιστρια της ιστοριας,που είναι αληθινη,θα την προστατευσω.

Θ΄αλλαξω μερικα μικρα στοιχεια.

Κανεις δε θα μαθει ποια είναι,εκτος από ελαχιστους που ξερουν και την ξερουν.

Ας την ονομασουμε…Μαρια.Ενα ονομα ασφαλες,συνηθισμενο,ιερο (για να τη φυλαει),ακινδυνο,να την καλυπτει αψογα μεσα στο πληθος.

Η ιστορια είναι γραμμενη στο Δευτερο Προσωπο.Επιτηδες.Γιατι «Μαριες» μπορουμε να ειμαστε και να γινουμε ολες μας.Εσυ,εγω,η αδελφη μου,οι φιλες μου,οι φιλες σου.

Και παει καπως ετσι:




-Τα νυχια της μπατσινας χοροπηδανε με χαρη πανω στο τζαμι του ξυλινου καφε γραφειου,σα να χορευουν κλακετες.Ειναι βαμμενα με ροζ γυαλιστερο μανο,λιμαρισμενα προσεχτικα σε σχημα αμυγδαλο-η τελευταια λεξη της μοδας.Φωναζουν «φροντισμενη,κοκκετα γυναικα» από μακρια.Φωναζουν αυτό που δεν εισαι εσυ.Ο χορος τους λες και σε χλευαζει.

Τα χαζευεις ενώ καθεσαι απεναντι της και το ρυθμικο τικ-τικ που κανουν στο τζαμι σχεδον σε υπνωτιζει.Γαργαλιστικος ηχος νυχιων κομψης γυναικας.Γυναικας αξιας να τη σεβονται.

Κατι που εσυ δεν εισαι.

Ασυναισθητα κοιταζεις τα δικα σου: φαγωμενα,κοντα,εννοειται αβαφα-θηλαζεις ακομη και παρ΄ολο που πολλες και νυχια βαφουν και μαλλια,δεν το ρισκαρεις.Πού ξερεις τι περναει στο γαλα?Ετσι κι αλλιως,για τετοια εισαι τωρα?Δεν κοιτας το χαλι σου,θες και βαμμενο νυχι…

"Εγω σας προτεινω να μην το προχωρησετε.Αυτη είναι η δικη μου γνωμη.Αλλα φυσικα,η αποφαση είναι δικη σας."

Η φωνη της είναι το ιδιο γαργαλιστικη με το χορο των νυχιων της πανω στο τζαμι.Φωνη γυναικας αξιας θαυμασμου,σεβασμου.

Καμμια σχεση με σενα,δηλαδη.

 Βαριεται αφορητα που σ’ εχει απεναντι της.Ξεκαθαρα όμως.Θα προτιμουσε χιλιες φορες να είναι εξω στην εισοδο και να φλερταρει με τον παιδαρο συναδελφο της στο φυλακιο,από το να ΄χει να κανει,μεσημεριατικα και καλοκαιριατικα,με μια απεριποιητη λεχωνα που προφανως περναει επιλοχειο και ηρθε να καταγγειλει τον αντρα της για μια μπουνια στα πλευρα.Και που φταιει κιολας,γιατι αυτή προκαλεσε.

"Ειναι μεγαλο σοκ για τα παιδια,να μηνυσει η μητερα τον πατερα τους.Θα βγει ενταλμα,εκεινος θα παει αυτοφωρο,δεν ειναι ευκολες διαδικασιες...Πρεπει να το σκεφτειτε καλα,αν αξιζει να γινουν ολα αυτα."

Παιρνεις μια βαθια ανασα.Σχεδον δεν το πιστευεις.Ειναι δυνατον να τ΄ακους αυτα απο μια γυναικα αστυνομικο?Κοιταζεις γυρω σου το χωρο,λες να προκειται να σου δωσουν μιαν άλλη απαντηση ο φθαρμενος ξυλινος καλογερος,ο φορτωμενος μπουφαν των αστυνομικων βαρδιας ή η βαρια βιβλιοθηκη,η γεματη ντοσιε και εγγραφα.

Ελα τωρα όμως,ποιον κοροιδευεις?Τον εαυτο σου?

Κατά βαθος ουτε εσυ θες να προχωρησει το θεμα,σωστα? Δε θες.Δε θες να του κανεις μηνυση.Ουτε καν να καταγραφει το συμβαν.Βασικα,θες ν΄ακουσεις ακριβως αυτά που σου λεει η αστυνομικος υπηρεσιας: ότι αυτά καμμια φορα συμβαινουν,ότι ειδικα τον πρωτο καιρο μετα τον ερχομο ενός μωρου οι αντρες συχνα «τα χανουν»,παραφερονται γιατι βγαινουν από τα νερα τους και η γυναικα τους παραγκωνιζει και περναει τα ορμονικα της,ότι αμα τον παρεις πιο «με το καλο» θα δεις που θα στρωσουν τα πραγματα,ετσι γινεται συνηθως,πολλες οι περιπτωσεις,δεν αξιζει να αναστατωθουν τα παιδια.

Αυτά δε θες ν΄ακουσεις,γλυκια μου?Οτι θα στρωσουν τα πραγματα,στο χερι σου ειναι,οτι συμβαινουν αυτά,πολλες οι περιπτωσεις.

Αυτά δε σου εχουν πει κι οι γυρω σου?Μεχρι κι ο ψυχολογος σου στο ειπε: «Καν΄του λιγο τα γλυκα ματια,αφου τον ξερεις.Μονη σου το λες ότι μ΄ένα πηδημα παντα καταλαγιαζει.Κατσε του κι εσυ!Τι παει να πει δε θες,ενταξει,το καταλαβαινω ότι εσεις οι γυναικες λειτουργειτε κυριως εγκεφαλικα,ναι,αλλα τρωγωντας ερχεται η ορεξη.Αφου ξερεις ότι τον εχεις στο χερι με αυτό

Από τοτε σταματησες να του τα λες ολ΄αυτά του ψυχολογου,και μετα από λιγο καιρο σταματησες και να του τα λες γενικα.Διεκοψες τις συνεδριες.Τι νοημα ειχε?

Σ΄ακουγε να μιλας για τρια τεταρτα της ωρας,σου πεταγε μια γενικης φυσεως συμβουλη για το κλεισιμο,τυπου "Κανονιστε μια εκδρομη ολοι μαζι,κατσε του,βγες για εναν καφε με φιλες" ,τσεπωνε την ογδονταρα κι εξω απ΄την πορτα.Τι τον χρειαζοσουν?

Αφου ηξερες τη λυση για όλα: στο χερι σου είναι.Τουλαχιστον σ΄αυτο ειχε δικιο ο "ειδικος".

Αρα,όταν το χερι σου ή το μυαλο σου δε θελει να συνεργαστει,φταις.

Ναι,στα εχουν πει.Κι η μανα σου που της ειπες για εκεινη την κλωτσια,τοτε,πριν δυο χρονια,το πρωτο που σου ειπε ηταν: «Τι του εκανες?»

Και παραδεξου το,του ειχες κανει.Τον ειχες χλευασει σχετικα με τους φιλους του.Οτι τον εχουν παρατησει ολοι,ότι κοντευει να γινει αλκοολικος,ότι παντα ηταν μονοχνωτος,οτι κανεις στο τελος δε θα ανεχεται τα μουτρα του…Σου ελεγε να το βουλωσεις και να σκασεις αλλα συνεχιζες-κι ηταν μπροστα και τα παιδια,θυμασαι?Τ΄αγορια σου ετρωγαν δημητριακα με γαλα στην κουζινα (το μωρο ηταν αγεννητο) κι εσεις τρωγοσασταν σαν τα σκυλογατα πανω απ΄τα κεφαλια τους.Ουτε αυτά δε σεβαστηκες.Και μην πεις «ηταν μικρα,δεν καταλαβαιναν.» Μια χαρα καταλαβαιναν,πεντεμιση χρονων ηδη τοτε,τα διδυμα αγορια σου.

Προκαλεσες.Σου ειπε να το βουλωσεις και δεν το βουλωσες,παρα συνεχιζες να του λες,και να του λες,και να του λες.Μεχρι που εσκυψες να πιασεις εκεινη την πεσμενη χαρτοπετσετα και την εφαγες την κλωτσια,στο δοξα πατρι.Ειδες τον ουρανο με τ΄αστρα αλλα δεν ειπες λεξη,μην καταλαβουν τα παιδια.Ευτυχως δεν ειχαν δει τιποτα,γι΄αυτο ησουν βεβαιη.

Ηταν μουλωχτη κλωτσια,γρηγορη κι αποτελεσματικη: το βουλωσες τελικα.Απλα επρεπε να το ειχες κανει νωριτερα.

Και μου ΄ρχεσαι τωρα στο τμημα γιατι εφαγες μια μπουνια στα πλευρα-που κι αυτην την προκαλεσες.Δεν εισαι θυμα,κουκλα μου.Θυτης εισαι.Ηθελες τα και παθες τα.

Τοτε λοιπον γιατι νιωθεις ξαφνικα τετοια παγωμαρα κατακαλοκαιρο,τετοια απογνωση,τετοια ερημια?

"Σας ειπα" λες τελικα ηρεμα στο «οργανο της ταξεως», "πως ουτε κι εγω θελω να φτασουμε στα ακρα.Και το παραδεχομαι ότι σε καποια σημεια εφταιξα.Τον προκαλεσα,ναι.Αλλα ηταν μπροστα τα παιδια μου,καταλαβαινετε?Αυτη τη φορα ηταν μπροστα ο ενας μου ο γιος.Και που ξερω εγω αν καποια στιγμη φτασει να κανει κακο και σε αυτα?Μια μερα με ειχε απειλησει,μου ειχε πει το νου σου,μη μου τη μπαινεις πολυ μη σ΄εκδικηθω με τα παιδια...Ποτε δεν καταλαβα τι εννοουσε,αλλα το ρισκαρεις?Λιγα εχουν γινει?Ειναι μικρα παιδια,εφτα χρονων τ΄αγορια κι ουτε χρονιαρικο το μωρο..."

"Μου το αναφερατε,όπως μου αναφερατε επισης ότι είναι ενας πολύ καλος πατερας-ασχετα με το τι γινεται μεταξυ σας-που αγαπαει τα παιδια του,τα παιζει,ασχολειται…Πιστευετε ειλικρινα ότι ενας τετοιος πατερας μπορει να εννοει αυτό που ειπε?Το πιθανοτερο είναι,σιγουρα δηλαδη,ότι το ειπε για να σας πειραξει,για να σας φοβισει…Συνηθως αυτοι που τα λενε δεν τα κανουν."

Τωρα όμως βγαινεις από τα ρουχα σου.

Ναι,δεν εισαι σιγουρη ότι θες να προχωρησεις σε μηνυση,αλλα θες γαμωτο μου,θες ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΣΕ ΑΚΟΥΣΕΙ.Καποιος να σου δωσει ένα δικιο.Καποιος να καταλαβει.

Τωρα φουντωνεις,πνιγεσαι.

Δεν υψωνεις βεβαια φωνη,πού να την υψωσεις μπροστα σ΄αυτή τη διμετρη ενστολη κουκλαρα.Ουτε σηκωνεσαι από την καρεκλα σου για να ορθωσεις αναστημα,όμως την κοιτας ευθεια στα ματια κι η φωνη σου τωρα είναι απολυτη.Τωρα όχι,δε θες ν΄ακουσεις ότι «αυτά συμβαινουν».Δε θες ν΄ακουσεις ουτε ότι θα στρωσουν τα πραγματα και χεστηκες για τις πολλες παρομοιες περιπτωσεις.Θες απλα να ξεκινησει αυτή τηστιγμη ένα περιπολικο,να τον βρει,να του περασει χειροπεδες και να τον χωσει οσο πιο βαθια μεσα σ' ενα κελι γινεται,που τολμησε να ξεστομισει αυτά τα λογια,που τολμησε να σε κοιταξει περιπαιχτικα στα ματια την ωρα που θηλαζες το μωρο και να σου πει με ειρωνικη,παγερη φωνη: "Προσεξε,μη μου την πολυμπαινεις μη σ΄εκδικηθω με τα παιδια..."

Θυμασαι τη σκηνη,ετσι? Τη σκηνη τη θυμασαι,αλλα εκεινος ο καυγας αδυνατεις να θυμηθεις πώς ειχε ξεκινησει.Ηταν παντως πριν κανα μηνα.Κατι με τη μανα σου πρεπει να ΄χε γινει,μ΄εκεινη την καμμενη κατσαρολα.Την υπερασπιστηκες μπροστα του,κι ας την εβριζες από μεσα σου που ξεχαστηκε κι αρπαξε το πιλαφι,όχι τιποτ΄άλλο αλλα ο πατος της κατσαρολας εγινε μανταρα.Κατι πεταξε εκεινος,μια ειρωνια,κατι του απαντησε εκεινη,μπηκες στη μεση,πηρες το μερος της,μετα εκεινη εφυγε να παει να μαγειρεψει για μια θεια,ο δικος σας καυγας συνεχιστηκε,κουβεντα στην κουβεντα το φτασατε στο αμην.

Δεν ειχε σηκωσει χερι τοτε,εκεινη τη μερα.Καλυτερα βεβαια να ειχε σηκωσει,παρα αυτό που ξεστομισε.Λογοφερνατε για ωρα,θυμασαι?Του πεταξες κι εσυ κατι γαλλικα,κατι «αντε ρε αχρηστε,που δεν ξερεις ουτε μια λαμπα να βιδωσεις»,κατι «αντε ρε ζωον που σε πηρα και σ΄εκανα ανθρωπο».Αμ,προκαλεσες παλι.Δεν καθοσουνα κι εσυ στ΄αυγα σου.Αφου τονε βλεπεις τον αλλον ότι εκτροχιαζεται,ότι είναι στα ορια του,γιατι απλα δεν το βουλωνεις?Γιατι απλα δε βγαζεις το σκασμο,να κοιταξεις τις δουλειες και τα παιδια σου,ν΄ασχοληθεις με κατι άλλο εκεινη τη στιγμη,να δωσεις τοπο στην οργη?

Παρε τωρα την ατακα σου,να σε στοιχειωνει κάθε νυχτα και να φοβασαι επι μερες να τον αφησεις μονο του με τα παιδια μη και την κανει πραξη.Γιατι ποτε δεν ξερεις.Ναι,τ΄αγαπαει τα παιδια του,παιζει μαζι τους,χερι δεν εχει απλωσει πανω τους ποτε,ολοι εχουν να λενε,φιλοι και γνωστοι,για το ποσο "καλος πατερας" ειναι-αλλα και τετοια ατακα δεν την ξεστομιζεις ουτε γι΄αστειο.Δεν πα’ να τη μισεις τη μανα τους,να θες να τη δεις κομματακια,να θες να την πεταξεις απ’το μπαλκονι?Για τα παιδια σου τετοια λογια δεν τα λες.

«Και ποιος μου εγγυαται εμενα ότι αυτουνου δε θα του γυρισει το ματι μεθαυριο σ΄έναν επομενο καυγα ή και χωρις λογο,και μου σφαξει κανενα παιδι?Απο τη στιγμη που με απειλησε πώς μπορω να ειμαι ησυχη?Εσεις θα ησασταν?Πειτε μου,θα ξανακοιμοσασταν ποτε ησυχη μετα από μια τετοια απειλη?»

Η αξιωματικος,που προφανως δεν εχει παιδια,σε κοιταει ανεκφραστα με τα ομορφα αμυγδαλωτα της ματια-ασορτι το σχημα με τα νυχια της.Με μια κινηση φερνει μπροστα τη μακρια καστανοξανθη κοτσιδα της και παιζει με τις ακρες της.Ομορφη γυναικα,ρε παιδι μου.Αρχοντικια.Ποιος θα τολμαγε να κουνηθει σ΄αυτην?Να δεις που καποια στιγμη θα παρει μεγαλη προαγωγη.Κοιτα αερα,κοιτα αυτοπεποιθηση.Είναι όλα αυτά που εσυ δεν εισαι.

Ας ησουν ετσι και θα σου ‘λεγα,αν θα σηκωνε χερι ο Τασουλης.Στα ωπα-ωπα θα σ΄ειχε.Γιατι θα ΄χε μια γυναικαρα διπλα του,αγαπη μου,όχι μια παραιτημενη με το μαλλι σε κοτσο-πομολο,χοντρη,με φορμες,διαφορετικες καλτσες και φαρδια φουτερ λεκιασμενα με λαδια από το τηγανισμα ή γαλατα από τις γουλιτσες του μωρου.

Αφεθηκες,παραδεξου το:μετα τις γεννες αφεθηκες.Απο την πρωτη γεννα βασικα,με τα διδυμα,δεν επανηλθες ποτε.Κατι ηξερε που στο λεγε: «Εγω δε θελω παιδια,θα χαλασει η κορμαρα σου,εγω σε θελω ετσι.»

Αλλά εσυ ηθελες παιδια και τον επεισες και γινατε γονεις και τα παιδια σου δεν τ΄αλλαζεις για ολες τις κορμαρες του κοσμου-μα τι συζηταμε τωρα,είναι η ζωη σου η ιδια.Τα διδυμα αγορια σου και το κοριτσακι σου.Το μωρο σου,το μολις λιγων μηνων.

Που την ωρα που το κοιμιζες,λεχουδι ακομα,ασαραντιστη λεχωνα εσυ,λογοφερατε για κατι αστειο (Μα τι ηταν αληθεια?Για τις διακοπες του Πασχα,που δεν ηθελες να πατε πουθενα γιατι ειχες αγχος με τοσο μικρο μωρο να φυγεις?Για το αν θα πηγαινατε στους δικους του να σουβλισετε τ΄αρνι?Κατι τετοιο) και γυρισε ο αχρηστος και σου πεταξε ένα μαξιλαρι από τον καναπε που καθοταν και σε βρηκε κατ΄ευθειαν-νταν!-με τη γωνια στο ματι.Παλι καλα που δε βρηκε το μωρο.Του πεταξες ένα "Σα δε ντρεπεσαι",πηρες το λεχουδι σου,πηγες στο δωματιο,εκλεισες την πορτα κι εκλαψες για ωρα,σιωπηλα.Μη σ΄ακουσει και μη σε καταλαβει,μην παρει την ικανοποιηση,μην τραφει από τα δακρυα σου.

Τι πηγε στραβα?Αυτο αναρωτιοσουν αναμεσα στ’ αναφιλητα σου,προσεχοντας μην ξυπνησεις το μωρο που ειχε αποκοιμηθει διπλα σου.Καποτε αγαπηθηκατε,σαν τρελλοι.Δεν ηταν σμιξιμο από αναγκη,δεν ηταν ενωση από συμφερον,ηταν ερωτας-α ναι,αυτό τουλαχιστον μπορεις να το παραδεχτεις.Καποτε,ηταν ερωτας.

Αγαπηθηκατε καποτε,σε ειχε θεα του καποτε,τον εβλεπες κι ελαμπε ο ηλιος καποτε,σ΄αγκαλιαζε και χανοσουν-καποτε.

Τι εφταιξε και φτασατε από εκεινο το «καποτε» σ΄αυτο το «τωρα»?



Φταις.Φταιει κι αυτος,εννοειται,ας ηταν υπομονετικος,ας μαθαινε να κοντρολαρει τα νευρα του,ας ειχε κατανοηση κι ενσυναισθηση,ας μην ηταν ολο ετοιμος για καυγα-αλλα κι εσυ φταις.Οχι,οντως φταις.Χωρια που δεν αφηνεις λεξη να πεσει κατω,χωρια που δεν υποχωρεις ευκολα,αφεθηκες.Αφησες τον εαυτο σου.Παχυνες,το μαλλι παντα αχτενιστο,κυκλοφορεις ολη μερα με τις πυτζαμες.Επεσες με τα μουτρα στα παιδια,τον παραμελησες.Αλλες από τον πρωτο μηνα που γεννανε τα παρατανε στις γιαγιες και φευγουν με τους αντρες διημερα και τριημερα,πλακωνονται στις γυμναστικες και τις διαιτες και στο πιτς φυτιλι ξαναγινονται κορμαρες,εσυ ολη μερα μ' ενα βυζι εξω-που είναι για το μωρο κι όχι γι΄αυτόν-κι ολη μερα με τα τρεχαματα των παιδιων.

Ξερεις μονο να του πετας ενα "Αντε παρατα μας" οταν σε μειωνει μπροστα τους και σε αποκαλει "χοντρη" και "βοδι",ακομη και οταν ειστε ηρεμα.Κανεις και καλα οτι το παιρνεις στην πλακα,καμμια φορα γελας ψευτικα,κι ευχεσαι μονο να μην αντιγραψουν τη συμπεριφορα του οι γιοι του,μεθαυριο,σε καποιο ευσωμο κοριτσι.Τους παιρνεις παραμερα και τους λες "Για πλακα τα λεει ο μπαμπας,χαβαλε κανουμε,εσεις δεν πρεπει ποτε να πειτε ετσι καποιο κοριτσακι,ενταξει?" κι απο μεσα σου τον βριζεις πατοκορφα.

Μα κι εσυ δεν κανεις κατι.Ειπαμε,απο τη μανα κρατιεται το σπιτικο.

Να πας να κατσεις μια φορα διπλα του στον καναπε,να του βαλεις ένα κρασακι,να τον κοιταξεις λιγο αλλιωτικα,όπως παλια…

Ναι,δε σου βγαινει.Σου τελειωσε.Αλλα τρωγοντας ερχεται η ορεξη,δεν ειπαμε?

Ν΄αφησεις μια φορα τα παιδια στη μανα σου ή σε μια φιλη,να τον παρεις να πατε μια εκδρομη οπως παλια,να του μιλησεις ναζλιδικα,οπως τοτε που τον τρελλαινες...

Βεβαια και με τα χαλια που ΄χεις τωρα,οταν ειναι στις καλες του,από ορεξεις άλλο τιποτα ο Τασουλης-και να τρεμεις μη σου κατσει καμμια καινουρια εγκυμοσυνη,και να μπηγεις τα νυχια σου,τα απεριποιητα και φαγωμενα,στην πλατη του ολο και πιο βαθια κάθε φορα,κι εκεινος να νομιζει ότι είναι από ηδονη αλλα εσυ να τα μπηγεις από οργη,οργη για τον ανθρωπο που αγαπησες και που σου βγηκε σκαρτος,οργη κι αυτολυπηση για τον εαυτό σου που σου βγηκε ακομη πιο σκαρτος,γιατι εισαι δειλη,δειλη,αυτό εισαι,που δε μαζευεις τα παιδια σου και τα πραγματα σου,να σηκωθεις ένα πρωι να φυγεις και να μη σε ξαναβρει ποτε.Μπορεις να το κανεις.Εχεις τα λεφτα σου.Δουλευεις.Νοικιαζεις κι εκεινο το διαμερισματακι στο κεντρο που σου εγραψε ο πατερας σου.Μπορεις.Δεν εισαι φτερο στον ανεμο.Τ΄αγορια πανε σχολειο,τη μικρη θα τη γραψεις οπου να ΄ναι βρεφονηπιακο,δε θα ΄χεις θεμα με τη δουλεια.Οι φιλοι σου μπορει να μην ξερουν τι γινεται όταν κλεινει η πορτα σου,αλλα θα σε στηριξουν αμα μαθουν.Ασε που θα ΄χουν καταλαβει,οσο κι αν μπροστα στους τριτους το παιζετε "αγαπημενο ζευγαρακι με τα τρια παιδια".Μπορεις,κι εχεις τα φοντα.

Τα κοτσια δεν εχεις.

Τα κοτσια να ξεκινησεις απο την αρχη.

Τα κοτσια να εξηγεις.

Τα κοτσια να παραδεχτεις ότι απετυχες.

Και τα κοτσια να ζησεις,τουλαχιστον μεχρι να μεγαλωσουν τα παιδια σου,τρεμοντας μην κανει πραγματικοτητα την απειλη που ξεστομισε.Θα πρεπει φυσικα να βλεπει τα παιδια,τον χρειαζονται.Πώς θα τ΄αποχωριζεσαι,πώς θα περνανε οι ωρες,οι μερες μεχρι να στα ξαναφερει?

Εχεις δυο αγορια κι ένα κοριτσι,τον εχουν αναγκη τον πατερα τους.Γιατι δε μαθαινεις,που να σε παρει,να κανεις απλα τουμπεκι και υπομονη?Γιατι δεν αλλαζεις εσυ,για ν΄αλλαξει κι αυτος?Αφου το ξερεις,το λεγαν κι οι παλιες: «Απ΄τη γυναικα κρατιεται το σπιτι.»

«Τι το πλενεις με κρυο νερο το μωρο βρε ζωον?Μεχρι χθες ηταν κρυωμενο με πυρετο!»

Αυτή ηταν η ατακα που πατησε τη σκανδαλη αυτή τη φορα.

Γι΄αυτή την ατακα βρισκεσαι τωρα εδώ,με τον ατημελητο κοτσο σου και τη φαρδια φορμα,μπροστα σ΄αυτή την περιποιημενη ομορφη αστυνομικινα που κανενας
αντρας δε θα της φεροταν ετσι ποτε και που σιγουρα θα παρει προαγωγη συντομα,να της λες το σωψυχο σου και να συναντας ντουβαρι,να της λες με χτυπησε μπροστα στο παιδι και να σου λεει «Αυτά συμβαινουν.»

Αν δεν τον εβγαζες λαθος για πολλοστη φορα,δε θα ειχε γινει τιποτα απ΄αυτά,να ξερεις.Ετσι κι αλλιως,Ιουνης μηνας είναι.Δεν είναι και καταχειμωνο,να σου πουντιασει το μωρο από το κρυο νερο.Βεβαια μολις εβγαινε από ιωση.Βρογχιτιδα και μαλιστα βαρβατη.Στο τσακ το γλυτωσατε το νοσοκομειο.Το φυλλοκαρδι σου τρεμει να μη σου ξανααρρωστησει το κοριτσακι σου.Αλλα δε μπορουσες να το πεις κι εσυ με πιο γλυκο τροπο?

Κι αιντε και το εκανες-τον προκαλεσες.

Κι αιντε και παρατησε το μωρο με το μπουρνουζακι του στον καναπε με τ΄αλλα δυο,γυρισε στο διαδρομο και σε αρπαξε από το λαιμο εξω απ΄το μπανιο.Αιντε και σε στριμωξε  στον τοιχο σφυριζοντας σου «Θα σε θαψω,ρε.Θα σε θαψω.»


Κι αιντε και γινανε ολ΄αυτά. Εκει δε μπορουσες να τον ηρεμησεις?Επρεπε να το τραβηξεις κι άλλο?Αντι να κοιταξεις να τον κατευνασεις,να κανεις ένα γυναικειο τσαλιμι,να βαλεις τα κλαμματα εστω στα ψευτικα για να τον συγκινησεις,όχι,εσυ εκει,πεισμωσες,θελησες να το παιξεις παλληκαρακι, «Καν΄το ρε συ,δειξε ποσο αντρας εισαι,βαρα με λοιπον,χτυπα,ρε αντρακι,για να σε δουμε!Χτυπα να τιμησεις τα παντελονια σου!»

Ε,και χτυπησε.Ετσι δεν του πες να κανει?


Η μπουνια στα πλευρα σου ΄ρθε μουλωχτα,εσυ νομιζες ότι θα σου σφιγγε το λαιμο κι ειχες προετοιμαστει γι΄αυτο,κι ειχες προλαβει να παρεις και βαθια ανασα,αλλα βλεπεις η ανασα σου κοπηκε αποτομα-μολις την εφαγες εκει που δεν το περιμενες.

Και τοτε γυρισες και τον ειδες: ο ενας γιος σου,ο «μεγαλος» από τους διδυμους.Στεκοταν εκει.Και κοιταγε.Ολη αυτή την ωρα.Οσο εσυ πλακωνοσουν με τον πατερα του νομιζοντας ότι είναι στον καναπε και βλεπει Νικελοντεον,αυτος ηταν εκει,στην ακρη του διαδρομου και παρακολουθουσε.Τη μανα να μαλωνει με τον πατερα.Τον πατερα να αρπαζει τη μανα από το λαιμο και να την κολλαει στον τοιχο.Τους παρακολουθουσε να βριζονται και μετα εκεινος να της χωνει μπουνια στο πλευρο.Τους παρακολουθουσε να του γκρεμιζουν την παιδικη ηλικια.

Προσπαθησες να τα κουκουλωσεις,σαν ηλιθια.Λες και το παιδι,εφτα χρονων,δεν ειχε ματια να δει.

«Καλε μου,δεν εγινε τιποτα,απλα θυμωσαμε λιγο…» μουρμουρισες ξεγλυστρωντας και αρπαζοντας τον στην αγκαλια σου.

«Μηπως παιζατε μποξ,μαμα?Οπως εγω με το Στελιο καμμια φορα?»

«Ναι!Αυτο ακριβως καναμε!Στα ψεμματα δηλαδη θυμωσαμε...και καναμε πως παιζουμε μποξ,βρε!»

Τι να πεις κι εσυ,μπουκωσες το παιδι στο κατά συνθηκην ψευδος.Για το καλο του.

«Α,μποξ παιζατε,καλα ειπα…Κανατε παιχνιδι…»

«Ναι,ακριβε μου,παιχνιδι.Παμε μεσα τωρα να δουμε μαζι Νικελοντεον με το Στελλακη και τη μικρη…»

Ο Μπομπ ο Σφουγγαρακης κι ο φιλος του ο Πατρικ ο Αστεριας ματαια προσπαθουσαν να σε κανουν να γελασεις από την οθονη,οσο κι αν ξεκαρδιζονταν τα βλασταρια σου,κουρνιασμενα διπλα σου στον καναπε.Χαζευες τα κινουμενα σχεδια χωρις να τα βλεπεις πραγματικα,απλα ακουμπουσες το βλεμμα σου στην οθονη ετσι,για να το ακουμπησεις καπου.Ο λογισμος σου αλλου ετρεχε-ηξερες τη συνεχεια.Το ειχες ξαναδει το εργο-και δεν ειχε καθολου αστειες σκηνες.Την προηγουμενη φορα που ο μικρος ηταν μπροστα σε παρομοιο σκηνικο,εκανε δυο βδομαδες να κοιμηθει στο κρεβατι του.Καθε βραδυ ειχε εφιαλτες,εκλαιγε,πετιοταν στον υπνο του,φωναζε «Μαμα»,ετρεχες εσυ μεσα στη νυχτα,ξαπλωνες διπλα του,το άλλο πρωι δεν ηθελε να παει σχολειο,με τα χιλια ζορια τον καταφερνες,ασε που μ΄ολα αυτα εφτανες αργοπορημενη στη δουλεια.

Το θεμα-και το παραδοξο-είναι ότι ποτε κανενα χτυπημα δε σου αφησε σημαδι.Λες κι ο τυπος ηξερε πώς να το κανει,πώς να χτυπησει.Ουτε τοτε με την κλωτσια,ουτε με το μαξιλαρι,ουτε την άλλη φορα με το χαστουκι ουτε τωρα με το πλευρο.Ειδικα αυτη τη φορα ησουν σιγουρη ότι δε μπορει,μια μελανια θα την κανεις.Να εχεις κατι να δειξεις στο τμημα,μιας και το ειχες πια αποφασισει πως δεν υπαρχουν αλλα περιθωρια.Να ΄χεις ένα πειστηριο.Αλλά λες κι όλα είναι με το μερος του: δε σου εκανε τον παραμικρο μωλωπα-κι ας σου κοπηκε η ανασα εκεινη τη στιγμη,κι ας ποναγες ολη τη νυχτα,κι ας πονας ακομη,μια μερα μετα,σε μερικες κινησεις.Ολα με το μερος του,λοιπον.Μηπως κι εσυ η ιδια?

"Ακουστε,ενταξει.Δε θελω να καταγραψετε το περιστατικο."

Αυτά τα λογια λες στην αστυνομικινα,παιρνοντας μια βαθια ανασα και ξεφυσωντας τον αερα απ΄τα πνευμονια σου.Ανυπομονεις να τα γεμισεις νικοτινη μ΄ένα τσιγαρο που θα καπνισεις στο αμαξι.Το τσιγαρο της ηττας.

Η αστυνομικινα σε κοιταζει,με την ικανοποιηση ότι «επεισε καποιον να κανει το σωστο».Επεβαλε την ταξη-απετρεψε μιαν ασκοπη μηνυση.

"Θεωρω ότι δε χρειαζεται.Θα αναστατωσετε τα παιδια σας,θα αναστατωθειτε κι εσεις ακομη περισσοτερο.Μπορειτε βεβαια παντα,την επομενη φορα που θα συμβει-αν συμβει-κατι τετοιο,να καλεσετε κατ΄ευθειαν την Αμεση Δραση και να ερθει περιπολικο.Αλλα κι αυτό αναστατωση θα είναι,κυριως για τα παιδια.Φανταστειτε να ερχεται περιπολικο με τους αστυνομικους στο σπιτι,να είναι μπροστα τα παιδια…Δεν ξερω,σκεφτειτε το.Νομιζω πως στο χερι σας είναι ν΄αλλαξουν τα πραγματα."

"Εχετε δικιο.Καλο απογευμα" της απαντας και βγαινεις από το γραφειο.

Στο αυτοκινητο αναβεις εκεινο το τσιγαρο που θες εδώ και ωρα.Το τσιγαρο της ηττας,της υποχωρησης,του συμβιβασμου,της ηλιθιοτητας,τι σημασια εχει?

Κοιτας τα φαγωμενα,τα κοντα,τα απεριποιητα σου νυχια.Σκεφτεσαι τα ροζ γυαλιστερα,λιμαρισμενα προσεχτικα σε αμυγδαλωτο σχημα νυχια της αστυνομικινας.Ωραια γυναικα,αξια σεβασμου.Κατι που εσυ δεν εισαι.Ας ησουν.

Ετσι κι αλλιως,φταις.-


Μη με ρωτησετε τι απεγινε η Μαρια.Τα παιδια της παντως δεν κινδυνευουν απο κανεναν.

Μη με ρωτησετε τι εκανε,αν εφυγε,αν εμεινε,αν αλλαξε κι αν εμαθε να "το βουλωνει",και φυσικα μη με ρωτησετε αν οντως εφταιγε-εκει θα τσακωθουμε.

Ρωτηστε με όμως,και θα σας πω ευχαριστως,τι απεγινε η αστυνομικινα.Αυτο το ξερω καλα.

Η Μαρια ρωτησε κι εμαθε,μετα από μηνες,έναν γνωστο της.

«Α,αυτή λες,την ομορφη την ξανθια με τα μακρια τα νυχια?Εφυγε από το τμημα,παει καιρος.Πηρε προαγωγη και πηγε στη φρουρα του Ταδε.»

Μαλιστα.Αυτα εγιναν.

Μονο μη με ρωτησετε ποιανου «Ταδε.» Δε θα σας πω.

 

 

 


ΣΩΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ (ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΖΩΗΣ) - 2ο ΜΕΡΟΣ

  (Συνεχεια απο 1ο μερος) Η μεγαλη μου κορη ηταν ανεκαθεν ένα τυχερο παιδι. Χωρις να το επιδιωξει ποτε, χωρις να τη νοιαζει καν και χωρις ...