Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

ΓΡΗΓΟΡΗΣ

 

«Δεν είναι κριμα κι αδικο,παραλογια μεγαλη,να στεκουν τα παλιοδεντρα και τα σαρακιασμενα,να πεφτουνε τα νιοδεντρα με τ΄ανθη φορτωμενα?»

Αυτή η αναρτηση δεν ειναι χαρουμενη.Αυτη η αναρτηση δεν είναι για μασκες,κλειστα σχολεια,lockdown και ασχολιες της καραντινας.Αυτη η αναρτηση είναι για το Γρηγορη.Εναν φιλο που μας αφησε πολύ νωρις,στα 48 του μολις χρονια.Ηταν ο καλυτερος φιλος του πατερα των παιδιων μου και νονος της μικροτερης κορης μου.Αυτη την αναρτηση δε θα τη στολισω,θα γραψω τις λεξεις όπως ακριβως θα ξεπηδανε μπροστα μου.Αυτη η αναρτηση θελει να τονισει τη σημασια της προληψης,της σημασιας που πρεπει να δινουμε στο σωμα μας.Αυτο θα ηθελε ο Γρηγορης: μεσα από αυτό το κειμενο,αν γινεται,να ευαισθητοποιηθει και να σωθει κοσμος.Παντα νοιαζοταν για τους αλλους.Κυριως για τους αλλους νοιαζοταν-καθολου για τον εαυτο του.Αχ,βρε Γρηγορη…

 


Τα δαχτυλα μου χτυπανε το τιμονι στο ρυθμο ενός κομματιου των Parov Stellar.Δε μπορω να θυμηθω ποιο.Ειναι το Catgroove ή καποιο άλλο? Και,για κατσε τωρα,είναι ΟΙ Parov Stellar ή Ο Parov Stellar?Οπως και να ΄χει,εσυ μου εμαθες αυτη τη μουσικη.Σε μια από τις τελευταιες φορες που τα ειπαμε στο τηλεφωνο σε ρωτησα αν ακους τις μουσικες σου,μου ειπες ναι,σου ειπα «Parov Stellar,Madrugada και τετοια,ε?» και μου απαντησες «Ναι,ωραιος είναι ο Parov.» Αρα,είναι Ο Parov Stellar,σωστα?

Λιγο με νοιαζει τωρα,να ξερεις.Τωρα με νοιαζει μονο να φτασουμε στην ωρα που πρεπει.Τωρα υπαρχει στα ματια μου μονο ο δρομος που τον καταπινει ορμωντας πανω του το Picasso μου.Για σενα το σανιδωνω,να το ξερεις αυτό.Νομιζα πως δε μπορει να πιασει πανω από 160-και για δες,γραφει ηδη 177.Εχει σηκωθει σχεδον στον αερα.Παμε γρηγορα,πολύ γρηγορα.Γρηγορα για το Γρηγορη.Οπως αρμοζει σ΄έναν Γρηγορη.

Πεντε η ωρα πρεπει να ειμαστε κατω-και ξεκινησαμε από Αθηνα τρεις.

Μην πεις ότι ποτε γυναικα δεν ετρεξε για σενα-για παρτη σου τρεχω τωρα.Να το ξερεις.

Μας σταματησανε δυο φορες.Μου ζητησανε αδεια μετακινησης απο νομο σε νομο,ταυτοτητα,κοιταξανε λιγο τα χαρτια,στο πρωτο μπλοκο ο αστυνομικος εριξε και μια ματια από τα παραθυρα στο αυτοκινητο,να δει αν οι πισω είναι ολοι ανηλικοι.

«Τα παιδια να φορανε ζωνη» ειπε αυστηρα,γυρισα δηθεν αυστηρα κι εγω και κοιταξα μη και κανενας τους την εχει βγαλει, «Δεν πιστευω να εβγαλε κανεις τη ζωνη του!» τους ειπα και καλα μαλωσιαρικα-και φυγαμε.

Νομιζω πως αν δε μας αφηνανε να περασουμε,Γρηγορη,πως αν μας λεγανε κατι για τα χαρτια και μας ελεγαν πως πρεπει να γυρισουμε πισω,θα γινοταν μεγαλος σαματας.Βασικα,θα γκαζωνα,θα εσπαγα τη μπαρα των διοδιων και θα περνουσα.Και θα μας επιαναν πιο κατω και θα μας πηγαιναν αυτοφωρο ή κατι τετοιο.Και θα φωναζα «Αφηστε μας να περασουμε,γαμωτο,πρεπει να ειμαστε στις πεντε η ωρα Καλαματα,για το Γρηγορη!» Θα το εκανα για παρτη σου,Γρηγορη.

Οι πρασινες ταμπελες μου λενε ότι δεν εχουμε πολύ ακομα.Τα χιλιομετρα της αποστασης μειωνονται συνεχως.Νομιζω πως θα προλαβουμε,Γρηγορη.Το κομματι των Parov Stellar (των,του,μικρη σημασια εχει) μου δινει ωθηση να παταω το γκαζι περισσοτερο.Φυσικα,μονο στη σκεψη μου το ακουω.Δεν είναι ωρα για να βαλει κανεις μουσικη στο ραδιοφωνο,ασε που ετσι που περναμε από βουνα και σηραγγες δε θα ειχε σημα.

Τα παιδια κοιμουνται τωρα στα πισω καθισματα.Τη βαφτιστηρα σου δεν την πηρα μαζι και να με συγχωρεις,φιλε Γρηγορη,αλλα λες κι ησασταν συνενοημενοι: μας ταραξε τα ξημερωματα.Ξυπνησε στις 4 η ωρα και μου λεει «Μαμα,εχω μυξες»,της λεω μες΄τον υπνο μου «Δεν πειραζει,ξανακοιμησου,όλα τα παιδακια εχουν μυξες»,καταλαβα ότι κλαψουριζε,ανασηκωνομαι και βλεπω ότι δεν είναι μυξες-είναι αιμα,και τρεχει ποταμι από τη μυτη της.Κατεβασαμε τη μανα μου αρον αρον από Κρυονερι,το αιμα δε σταματαγε με τιποτα,τα ειδα όλα φιλε Γρηγορη,δεν ηξερα αν πρεπει να περιμενω να σταματησει κρατωντας της το κεφαλι πιεσμενο στο σαγονι και ζουλωντας παγακια τυλιγμενα σε βαμβακι πανω στη μυτη της,όπως ειπε η μανα μου,ή να τη βουτηξω και να φυγω για τα Επειγοντα.Νομιζα ότι δε θα σταματαγε ποτε,γεμισαν ρουχα,καναπες,πατωμα.

Το πρωι την πηρα όπως ηταν,με τις ματωμενες πυτζαμες και κοιμισμενη,και την πηγα για εξετασεις αιματος.Ηθελα να ξερω γιατι ετρεξε τοσο αιμα,κι υπερβολη να ηταν,δε μπορουσα να φυγω και να μην ξερω τι επαθε το παιδι.Βγηκαν καλες,Δοξα το Θεο,αλλα την αφησα στη γιαγια Γρηγορη,δε θα το αντεχα να μου κανει καμμια ρινορραγια στην Καλαματα και να μη σταματαει και να τρεχουμε.

Να σου πω και κατι?Καλυτερα που εμεινε πισω.Δεν ξερω αν εκανα καλα που πηρα και το Ζουλη μαζι.Ισως και να μην επρεπε,ισως να είναι πολύ μικρος.Τωρα εγινε παντως.

Γκαζωνω,που λες,κι εχω βαλει μεγαλο στοιχημα με το χρονο για παρτη σου,Γρηγορη.Πρεπει να σου φερω το φιλο σου εκει.Πρεπει να φτασει την ωρα που πρεπει,για σενανε.Ακομη κι αν χρειαστει να απογειωθει αυτό το αμαξι,ο φιλος σου θα είναι εκει.Την ωρα που πρεπει.

Δεν πολυμιλαμε στη διαδρομη.Κοιταζει μπροστα,περα από το παρπριζ,πού και πού λεει τιποτα με τα παιδια,σχολιαζει τους δυο «πολύ λαιτ» ελεγχους που μας κανουνε στο δρομο,λεει ποσο χρησιμο είναι το e pass για να κερδισεις χρονο.Οντως,κερδιζεις κοντα δεκαλεπτο.

Η μεγαλη κορη καποια στιγμη βγαζει φωτο με το κινητο της το καντραν του αυτοκινητου που γραφει «177»,και κατά λαθος βγαζει μια και τον πατερα της.

Θα δω τη φωτογραφια μερες μετα και θα αισθανθω δεος.Δεος,δεος,μονο αυτό.Το προσωπο του αντρα που παει να αποχαιρετησει τον αδερφικο του φιλο.Συντετριμμενο από πονο.Πονο που δεν τον εκφραζει με κλαμματα και θρηνους τρανταχτους.Πονο που εχει αυλακωσει κάθε εκατοστο του δερματος του και παλευει να ξεχυθει από τα ματια του-τοσο,που αυτά είναι κατακοκκινα.Για σενανε,Γρηγορη.

Πεντε παρα τεταρτο.Χτυπαει το κινητο του. «Ναι,ερχομαστε,μολις περασαμε τη Μεγαλοπολη…ναι,ξεκινησαμε τρεις η ωρα γιατι δουλευα…ναι,κοντευουμε.»

Δε γυριζω να τον κοιταξω.Καταλαβαινω.Το τηλεφωνημα του δινει να συνειδητοποιησει ότι η τελευταια πραξη είναι πλεον γεγονος.Ειναι αληθεια λοιπον.Ολοι εχουν μαζευτει εκει για σενα,Γρηγορη.Κοιτα πώς τον εκανες το φιλο σου,τον αδερφο σου,Γρηγορη.Δε γυριζω να τον κοιταξω.Δε μπορω.Ακουω που ρουφαει τη μυτη του.Κλεφτα,δηθεν τυχαια,γυρναω λιγο τα ματια προς τα δεξια και βλεπω τα δικα του μουσκεμενα.Μισοκλειστα,να κοιτουν περα μακρια μπροστα,βρεγμενα.Αμεσως ντρεπομαι που γυρισα-αυτό που βλεπω είναι αντρικιος,καθαροαιμος,πρωτογονος πονος,είναι δικο του θεμα,δεν εχει κανεις δικαιωμα να απλωσει το βλεμμα πανω σε αυτόν τον ανθρωπο αυτή τη στιγμη.Αυτη τη στιγμη τα πλυμμηρισμενα του ματια διαθλουν το φως του απομεσημερου και παιζουν εικονες αλλιωτικες,τον πανε πισω.

Εκεινος κι εσυ,Γρηγορη.Σαραντα χρονια κολλητοι.Περιπου από τα οχτω σας μαζι.Γνωριστηκατε στο Δημοτικο.Αν και τον περνουσες λιγους μηνες μονο,ειχατε μια ταξη διαφορα.Αυτο δε σας εμποδισε να ειστε κολλητοι-κολλητοι στη σκανδαλια,κολλητοι στη ζαβολια,κολλητοι στα γηπεδα αργοτερα,στις τρελλες και τις παλαβομαρες της εφηβειας. Ξενυχτια,μεθυσια,ανεμελια,μεγαλες παρεες και παντα οι δυο σας κολλητοι,μεχρι που βαφτισες και το τεταρτο παιδι του,και θυμαμαι,Γρηγορη,σε θυμαμαι εκει στην Τηνο στα βαφτισια της μικρης,που δεν ηξερες ποιο πουκαμισο να βαλεις,ειχες φερει ένα λαδί κι ένα σκουρο μπλε και μας ρωταγες εμενα και τη μανα μου ποιο παει καλυτερα,και σου πηγαιναν και τα δυο πολύ Γρηγορη,Γρηγορακι μου,γιατι με τα πρασινα τα ομορφα τα ματακια σου πηγαιναν όλα,ο,τι και να βαζες-μα ηθελες να εισαι ομορφος,ακομη πιο ομορφος για τη μερα που θα γινοσουν πρωτη φορα νονος,νονος στο παιδι του κολλητου.

Αντρικη φιλια.Απο τις πιο αξιοσεβαστες ανθρωπινες σχεσεις.Που πας Γρηγορη κι αφηνεις ορφανους τους φιλους σου?


Θυμαμαι εκεινο το Πασχα,Γρηγορη,που ειχαμε κατεβει ολοι Καλαματα κι ενώ εκεινη την περιοδο δε δουλευες και τα φερνες βολτα δυσκολα,εκει που φευγαμε για Αθηνα πηρες τηλεφωνο κι ειπες να σε συναντησουμε στον ταδε δρομο γιατι εχεις κατι για τη βαφτιστηρα σου,και της εδωσες ένα ροζ τσαντακι-γατουλα,τοσο ομορφο,τοσο ομορφο Γρηγορη,που να παρει,ποση ευαισθησια εκρυβε η ψυχη σου ματακια μου…

Ειναι το αγαπημενο της τσαντακι,φυλαει μεσα ολα τα "ροζ πραγματα της".Ετσι λεει.

Και μετα,θυμαμαι εκεινο το Καλοκαιρι πριν δυο χρονια που ειχες αρχισει να εχεις εντονα τα συμπτωματα: ειχες χασει πολύ βαρος,ειχες ενοχλησεις στο στομαχι,δε μπορουσες να φας,συν τοις αλλοις ειχες κι αυτό το υπουλο και χαρακτηριστικο συμπτωμα βρε αγορι μου,ειχες αρχισει να εχεις απεχθεια στο κρεας. «Δε μ΄αρεσει αυτό το συμπτωμα» μου ειχε πει η μανα μου «ο Γρηγορης πρεπει να κανει γαστροσκοπηση.» Στα ελεγε,εννοειται,κι εσενα.Σχεδον σε παρακαλουσαμε να πας για εξετασεις,αλλα ξερεις κατι,αυτό τωρα νευριαζω που το σκεφτομαι,και νευριαζω για δυο λογους Γρηγορη,πρωτον θυμωνω μαζι σου,ναι μαζι σου,γιατι τους εγραφες ολους φιλαρακι μου,και δευτερον θυμωνω με εμας τους υπολοιπους που λεμε και ξαναλεμε ότι «ολοι του φωναζαμε να παει να ψαχτει»,γιατι αυτό μας κανει να νιωθουμε καλυτερα Γρηγορη,γι΄αυτό το λεμε και το ξαναλεμε,γιατι αυτό μας κανει να νιωθουμε καλυτερα,ότι και καλα το καναμε το χρεος μας απεναντι σου,σου φωναζαμε να πας για εξετασεις-κι εσυ δεν πηγαινες…

Ειχες τουλαχιστον μια οχταετια πριν συμπτωματα,Γρηγορη.

Ειχες ενοχλησεις απο πολυ καιρο.

Θυμαμαι Γρηγορη το υπεροχο λουλουδενιο φορεματακι που πηρες στη «Ζουμπουλια» σου,τη βαφτιστηρα σου,την ελεγες Ζουμπουλια γιατι ηταν ζουμπουρλου-και ξερεις τωρα γιατι αναφερω το φορεμα (που τελικα ηταν σαλοπετακι,σα σορτς)?

Το αναφερω γιατι,Γρηγορακο μου,όταν ενας αντρας,μονος του,σκληροτραχηλος,που ασχολειται με τη χειρωνακτικη εργασια,δουλευει σε χωραφια με πατατες,στη διαλογη συκων,σε οικοδομες,όταν ενας τετοιος αντρας που τα χερια του είναι τραχια από τις δουλειες που εχει κανει,πηγαινει καλε μου και διαλεγει μονος του ένα τοσο ομορφο φορεμα για το πνευματικο του κοριτσακι,ένα τοσο ομορφο ρουχαλακι με τριανταφυλλα για ένα τοσο δα κοριτσακι,τοτε Γρηγορη μου αυτος ο αντρας εχει μια υπεροχη φωτεινη ψυχη. Κανενα κοσμημα,κανενα χρυσαφικο,κανενα πανακριβο δωρο που ισως παρει στο μελλον η κορη μου δε θα εχει,για μενα τουλαχιστον,Γρηγορη,την αξια που εχει αυτό το τρυφερο ρουχαλακι.Κι ο σταυρος που της φορεσες όταν τη βαφτισες.Και το τσαντακι-γατουλα.

Κομματια μας εκανες,Γρηγορη.48 χρονων μονο.48 χρονων.

Και να που στις 2 ωρες και 5 λεπτα παρκαρω στην Καλαματα,κοντα στην Υπαπαντη.

Μαζευω τα παιδια μου γυρω μου,πιανω το Ζουλη από το χερι,η Φιλίππα αρνειται το χερι μου,η Ελπιδα είναι ηδη κατακοκκινη,η Φιλιππα προτιμαει να κολλησει πανω της.

Βλεπω φατσες που ξερω,φατσες που δεν ξερω,διαπιστωνω ότι προλαβαμε.Στον εφερα το φιλο σου,δε μπορεις να πεις.Δεν πιστευω να εχεις παραπονο Γρηγορη,εδώ ειν΄ο αδερφος σου.Εφτασε στην ωρα του για να πειτε το τελευταιο αντιο.

Η Ελπιδα κι η Φιλιππα βλεπουν το «μακρυ αυτοκινητο»,με ανοιγμενο το πορτ παγκαζ,διπλα στην εκκλησια,ξερουν ποιος ηταν εκει μεσα,το καπακι είναι ορθιο ακουμπισμενο στον τοιχο,ο ηλιος του Νοτου εχει ξεγελασει την Ανοιξη,κανει ζεστη σα να είναι Καλοκαιρι.

Περιμενουμε εξω από την εκκλησια,κραταω το Ζουλη σφιχτα επανω μου,η Φιλιππα είναι λουφαγμενη διπλα στην Ελπιδα.Βγαινει ο παπας κι ενας άλλος πισω του,και τοτε βγαινεις κι εσυ,και μας κοιταζεις αφ΄υψηλου,δηλαδη δε μας κοιταζεις ακριβως,εχεις κλειστα τα ματια,τα ομορφα σου ματια,τα πρασινα σου ματια,για φαντασου,δε θ΄ανοιξουν ποτε ξανα,νιωθω πως λεω ένα «Ωχ» που βγαινει ασυναισθητα και τοτε αρχιζω να κλαιω,ο Ζουλης αρχιζει να κλαιει,η Φιλιππα,η Ελπιδα,ολοι γυρω μας κλαινε,λεω κατι σαν «Γρηγορη,αχ,αχ βρε Γρηγορη» ,το λεω ξανα και ξανα,γυριζω το Ζουλη προς το μερος μου και πιεζω το προσωπο του πανω μου,Γρηγορη,αχ Γρηγορη,με το που πανε να σε βαλουνε στο αυτοκινητο, οι φιλοι σου,οι φιλοι σου αγορι μου,οι φιλοι σου οι παιδικοι κι αυτοι που σε γνωρισαν και σε αγαπησαν αργοτερα,μαζι και ο πιο παλιος σου φιλος,ο αδερφος σου Γρηγορη μου,μαζευονται ολοι γυρω από το αυτοκινητο, «Εμεις,εμεις θα τον παμε Γιωργη» λεει ο Βασιλης στο Γιωργη,ο Γιωργης λεει στον παπα «Αφηστε,εμεις,οι φιλοι του»,και τοτε Γρηγορη οι φιλοι σου σε σηκωνουν,τεσσερις απ τη μια μερια και τεσσερις από την άλλη,πού να το φανταζονταν αγορι μου,πού να το ξεραν όταν παιζατε στις αλανες και κανατε τις τρελλες σας και ξενυχταγατε και γλενταγατε και δενοσασταν και μοιραζοσασταν και βαφτιζατε ο ενας τα παιδια του αλλουνου,πού να το ξεραν αγορι μου ότι τοσο συντομα,τοσο νωρις,θα σε συνοδευαν στο τελευταιο σου σπιτι.

Οχτω αντρες,οι συνοδοιποροι σου στη ζωη,σε σηκωνουν στους ωμους τους.Δε βλεπω τα προσωπα τους,μονο τις πλατες τους.Σηκωνουν στους ωμους τους την κοινη σας ζωη,τις αναμνησεις,όλα οσα ησουν γι΄αυτους,ο φιλος,ο αδερφος,ο καλοψυχος Γρηγορης.

Σκυβουμε ολοι το κεφαλι μπροστα στο θεαμα.Τα παιδια μου βλεπουν τον πατερα τους,τριτο στην αριστερη πλευρα,να οδηγει τον καλυτερο του φιλο στην τελευταια του διαδρομη.Σχεδον ξερω τι σκεφτεται,στα ματια του βλεπει το μικρο Γρηγορη,ξανθουλη και πρασινοματη,να του πεταει πετραδακια ξημερωματα στο παραθυρο για να βγει να πανε για τα καλαντα,το Γρηγορη να κανει ποδηλατο στην προβλητα στο λιμανι,να χαλανε μαζι τα χαρτζηλικια τους στα ηλεκτρονικα στην πλατεια,να πηγαινουν Μαη μηνα στα σπιτια  και να λενε πως και καλα είναι παιδια ομογενων από τη Νοτιο Αφρικη και πως εκει εχουν εθιμο να λενε καλαντα Χριστουγεννιατικα το Μαιο,κι ολοι να τους δινουν λεφτα συγκινημενοι με τα ελληνοπουλα τα «ξενιτεμενα»,ξερω,βλεπει το Γρηγορη να τον αποχαιρετα όταν εκεινος ανεβηκε στην Αθηνα να βρει την τυχη του,το Γρηγορη να κανει απιστευτες χαρες κάθε φορα που τον ξαναβλεπε σε διακοπες και Καλοκαιρια,το Γρηγορη στην εκκλησια της Τηνου να βαζει λαδι στο τεταρτο παιδι του και να σφραγγιζεται η φιλια τους με κουμπαρια…

Η πομπη ξεκιναει,εσυ μπροστα,πανω στους ωμους των φιλων κι αδερφων σου,οι υπολοιποι από πισω.Ο ηλιος πεφτει πανω μας,σχεδον μας τυφλωνει.Προχωραμε με μισοκλειστα ματια,μισοκλειστα από τον ηλιο,μισοκλειστα από την πλημμυρα.

Γρηγορη,αναμνησεις από εσενα ζωντανευουν,μ΄ελεγες θυμαμαι,πιο παλια, «Αννα Βισση» επειδη μου αρεσε η Βισση,μιλαγες για βιβλια,για φιλοσοφια,θυμαμαι ένα Καλοκαιρι στην Καλογρια στην παραλια,θυμαμαι που ειχες βαλει στο ποδηλατο σου το Ζουλη και τη Φιλιππα και τους πηγαινες,θυμαμαι το σκυλο σου το Φοιβο,που ελεγες «Δεν είναι σκυλος ο Φοιβος,είναι ανθρωπος»,και μια φορα που μιλουσαμε στο τηλεφωνο,τι γελιο ειχα κανει Γρηγορη,μου λες «Περιμενε,καποιος είναι στην πορτα,ο Φοιβος θα ΄ναι» και πας ν΄ανοιξεις και σ΄ακουω που λες «Ελα ρε μ@λ@κ@ Φοιβο,τι θες?»,λες και μιλουσες σε ανθρωπο,ειχε πολλη πλακα όπως το ειπες,τοσο αυθορμητα,τοσο φυσικα,τι ψυχαρα ησουν βρε Γρηγορη…

Ειχες μια δικη σου φιλοσοφια,μια δικη σου θεωρηση για τη ζωη.Στα ματια σου καθρεφτιζοταν ο πονος των αλλων,η τρυφεροτητα,η στοργη.Θα γινοσουν ενας καταπληκτικος πατερας,Γρηγορη.Ησουν κι εσυ ενα παιδι,γι΄αυτο και τα παιδια,ολα τα παιδια,σε αγαπουσαν τοσο πολυ.

Για ολους νοιαζοσουν κι αγχωνοσουν.Πολυ περισσοτερο από το κανονικο.Παραδεξου το φιλε,ο κάθε να-μην-πω σου φορτωνε το προβλημα του κι εσυ το εκανες δικο σου.Καθοσουν κι ασχολιοσουν και στεναχωριοσουν για τα ζορια του καθενος.Πληγωνοσουν πολύ ευκολα.Τον εαυτο σου τον ειχες γραμμενο,παραδεξου το.Θελω να σου φωναξω,πραγματικα όμως να σου βαλω τις φωνες κι αμα θες παρεξηγησου,θελω να σου πω ένα «ΓΙΑΤΙ ΒΡΕ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΣ ΚΑΝΕΝΑΝ?» Βασικα,γιατι δεν ακουγες το σωμα σου?Γιατι δεν εκανες ποτε τιποτα για τον εαυτο σου?

Τοσα χρονια συμπτωματα Γρηγορη.Γιατι δεν πηγες να το κοιταξεις?Γιατι περιμενες να είναι πλεον πολύ αργα?

Μεσα σε τρεις μηνες τελειωσαν όλα.

Εντωμεταξυ,αν νομιζεις ότι ποτε καμμια ομορφη γυναικα δεν εκλαψε για σενα,να σου πω εγω τι εγινε Γρηγορη,την επομενη μερα.Που η μεγαλη μου η κορη,που θυμασαι τι κουκλαρα είναι,μου ζητησε να την παω εκει που βρισκεσαι,και να μην το μαθει κανεις.

Εβγαλε από την τσεπη του φουτερ της το λουτρινο μπλε-ροζ χταποδακι της,αυτό που,αν και 13 χρονων,κοιμαται αγκαλια του το βραδυ.Εβγαλε κι ένα μπλε φακελο.Δεν εμαθα ποτε τι σου ειχε γραψει.Δε θελησε να μου πει και φυσικα δε ρωτησα περισσοτερα.Καθισε καταχαμα Γρηγορη,σου αφησε πανω από το χωμα που σε σκεπαζει το γραμμα και το λουτρινο κι εκλαψε πολλη,πολλη ωρα.

Εμεινα πισω της να την κοιταζω-κι ηταν τοτε που υποσχεθηκα ότι στη μνημη σου θα γραψω αυτό εδώ για σενα και θα τονισω τη σημασια της προληψης και του να δινουμε σημασια στην υγεια μας: καλυτερα να «τρεξεις» χωρις λογο,παρα να μην τρεξεις και να υπαρχει λογος.

Πώς να μην κλαψει «μανα μου»-που λετε εκει στην Καλαματα?Πως να μη χυσει ποταμια δακρυα η κορη μου πανω από το χωμα που σε σκεπαζει?Ησουν ο κολλητος του πατερα της.Ο αδερφος που ο πατερας της δεν ειχε.Εκεινος δε θα ξανασηκωσει ποτε το τηλεφωνο με την ατακα «Ελα,Γρηγορ’»,όπως σ΄ελεγε παντα,ή «Που σαι Γρηγορ’».Ετσι σ΄ελεγε,ετρωγε την καταληξη όταν ελεγε το ονομα σου.Ηταν ο δικος σας κωδικας.Ο κωδικας της αντρικης σας φιλιας.

Γρηγορη,δεν εχω να πω κατι άλλο.Θα πω μονο αυτό που θα θελες κι εσυ να πω,σε οσους τυχει να διαβασουν αυτό το αρθρο,σε οσους το αντεξουνε: προληψη,παιδια.Να δινετε σημασια στο σωμα σας,να το ακουτε.Να πηγαινετε για εξετασεις αν παρατηρησετε κατι ασυνηθιστο.Μην το αμελειτε.

Σωστα δεν κανω που το τονιζω,Γρηγορη? Θυμασαι όταν νοσηλευοσουν στο Ιπποκρατειο,που ηθελες να κατασκευασεις ένα κιτ με ειδη πρωτης αναγκης για τους ασθενεις που κανουν εκτακτως εισαγωγη? Μου ελεγες ότι ηθελες να περιεχει αντικειμενα που μπορει να χρειαστει ενας ανθρωπος και να μην τα βρισκει στο νοσοκομειο,έναν φορτιστη για διαφορες μαρκες κινητων,ξυραφακια,οδοντοκρεμες σε μικρη συσκευασια,οδοντοβουρτσες μιας χρησεως-«για να μην απασχολουν τους δικους τους και το νοσηλευτικο προσωπικο οσοι βρισκονται στα ξαφνικα στο νοσοκομειο,και πού ξερεις» μου ελεγες «μπορει αυτή η ιδεα να πιασει και να εφαρμοστει σε όλα τα νοσοκομεια της χωρας,και στο εξωτερικο,μπορει να είναι μια πολύ ωραια ιδεα.»

Κοιτα να δεις,που ακομη κι εκεινες τις στιγμες,παλι τους αλλους σκεφτοσουν.Τον εαυτο σου μου λες γιατι δεν τον σκεφτηκες ποτε?

Δε βαζω φωτογραφιες σου σ΄αυτην εδώ την αναρτηση,Γρηγορη.Ξερω ότι μπορει να μην ηθελες,δε γουσταρες τετοια.Ας σε φανταστει ο καθενας όπως θελει-αλλα οποιος θελησει να σε φανταστει,να ξερει πως ειχες τα πιο γλυκα,πονεμενα,αθωα πρασινα ματια του κοσμου.

Ξερω πως,αν με καποιο «μαγικο» τροπο (σαμπως ξερει κανεις μας πού παν οι ψυχες και τι μπορουν να κανουν?) διαβασεις αυτές τις γραμμες,θα χαρεις που στη μνημη σου και στ΄ονομα σου,ισως καποιοι ευαισθητοποιηθουν και πανε να ψαχτουν,να κανουν μια εξεταση που ισως τους σωσει τη ζωη.Ειμαι σιγουρη πως αν εστω κι ενας σωθει επειδη θα διαβασει την ιστορια σου,θα χαρεις,αγορι μου.Θα χαρει η ομορφη ψυχουλα σου εκει που βρισκεται.

Ισως περισσοτερο κι απ΄το αν καταφερνες τελικα να κανεις εκεινο το κιτ με τα ειδη πρωτης αναγκης για τους ασθενεις.Ισως περισσοτερο απ΄οσο χαρηκε σ΄αυτή τη γηινη ενσαρκωση της.

Καλο ταξιδι,φιλε μου.Ποτε,ποτε δε θα σε ξεχασω.

 

ΣΩΖΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ (ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΖΩΗΣ) - 2ο ΜΕΡΟΣ

  (Συνεχεια απο 1ο μερος) Η μεγαλη μου κορη ηταν ανεκαθεν ένα τυχερο παιδι. Χωρις να το επιδιωξει ποτε, χωρις να τη νοιαζει καν και χωρις ...